|
|
ΣΑΝ ΤΟΝ ΚΟΝΤΟΡΕΒΙΘΟΥΛΗ ἐπὶ πενήντα χρόνια χανόταν στὴν ἐργασιακὴ ζούγκλα γιὰ τὸ μεροκάματο. Μὲ τὸ πρῶτο σούρουπο ἀκολουθοῦσε τὰ βότσαλα γιὰ νὰ ἐπιστρέψει στὴ σύζυγο καὶ τὰ παιδιά. Αὐτὰ τὰ τελευταῖα ποὺ ἦταν συνταξιοῦχος, τὰ βότσαλα μετατράπηκαν σὲ ψίχουλα. Τὰ δρομολόγια γιὰ τὸν ἄρτο τὸν ἐπιούσιο σιγὰ-σιγὰ περιορίστηκαν ὣς τὸν φοῦρνο τῆς γειτονιᾶς, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀμέσως μετὰ τὴ μάντρα τοῦ παλιοῦ μαρμαράδικου.
Κρατοῦσε μετὰ βίας τὴ σακούλα μὲ τὸ ἀχνιστὸ ψωμί.
Ἡ φουκαριάρα ἡ φουρνάρισσα ἔβαλε στὸν πάτο της, γιὰ νὰ μὴν λιώσει, ἕνα
παλιὸ φύλλο τοπικῆς ἐφημερίδας μὲ τὸν πηχυαῖο τίτλο: «Ἀναβίωσαν
τὰ χελιδονίσματα στὸ 10ο Δημοτικὸ Σχολεῖο Κομοτηνής». Ἔνιωθε σήμερα,
παραμονὴ τῆς Παναγιᾶς, πὼς τὰ πουλιὰ ἔφαγαν τὰ ψίχουλα. Ἡ σύζυγος
χρόνια τώρα τὸν εἶχε ἀφήσει μόνο, ἐνῶ τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἐγγόνια ἔχτισαν
τὶς δικές τους φωλιές. Κάτω ἀπὸ τὸν λάβρο αὐγουστιάτικο ἥλιο στὸ
μυαλό του τριβέλιζε ἐκείνη ἡ ἐρώτηση ποὺ τοῦ ἔκανε καθημερινὰ ὁ
γιός του τὰ φθινοπωρινὰ πρωινὰ ὅταν τὸν πήγαινε στὴν πρώτη τάξη τοῦ ἴδιου
σχολείου: «Μπαμπά, ποῦ κοιμοῦνται τὰ χελιδόνια τὸν χειμώνα;»
Τὸ γεροντάκι κοίταξε τὸ πουκάμισο τοῦ τζίτζικα
ποὺ ἔμεινε πάνω στὴ μάντρα. Ὁ ἴσκιος ἀπὸ τὸ κορμί του σὰν ἄηχη φλογέρα
ἔπεφτε κληρονομιὰ στὸ χῶμα. Σφάλισε τὰ μάτια κι ὀνειρεύτηκε μιὰ τελευταία
φορὰ τὰ ὀργισμένα του νιάτα, οἱ πυρόξανθες κορφές τους δέντρα γίνηκαν
ν’ ἀνεμίσουν τὸ σούρουπο. Πάνω του ἔπεσε σὰν λάβα καὶ ἡ θύμηση τῆς
ματιᾶς ἑνὸς θηλυκοῦ ζαρκαδιοῦ, μήπως φουσκώσουν μέσα του ποτάμι τὰ
λιωμένα χιόνια.
Φεῦ! Χελιδόνι ἦταν πιὰ στὰ σύρματα, ἕτοιμο νὰ ἀποδημήσει
ἀντίκρυ τραγουδώντας. Ἡ οὐρὰ ψαλίδιζε μόνο τὸ παρελθόν, ἀφοῦ μέλλον
δὲν εἶχε νὰ ὀργώσει μὲ τὸ ράμφος. Ἄνοιξε τὰ φτερὰ κι ὁ βαρὺς σταυρὸς ἔπεσε
στὰ λευκὰ μάρμαρα, στὸ ἐσωτερικό τῆς μάντρας. Σιωπηλὰ ἀρχίνησε νὰ
τὸν πελεκάει ὁ μαρμαράς, γιὰ νὰ τὸν καρφώσει μετὰ ἀπὸ σαράντα ἡμέρες
στὸ κοιμητήρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου