Εἰς τὴν πολύχρωμον πλατεῖαν τῆς παραλιακῆς κωμοπόλεως,
πρὸ τῆς ἐκκλησίας καὶ τοῦ βουεροῦ καφενείου, ὁ ἀφηγητὴς τῆς μικρᾶς ταύτης ἱστορίας
ἐκάθητο καὶ παρετήρει τὴν ζωηρὰν κίνησιν ἀνδρῶν, γυναικῶν καὶ παιδίων. Ἦτο ἀπόγευμα
Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 201..., καὶ ὁ ἥλιος ἡτοιμάζετο νὰ βουτήσῃ ἀνάμεσα εἰς
χρυσὰ νερὰ καὶ πορφυρὰ σύννεφα.
Αἴφνης κραυγὴ σπαρακτικὴ γυναικὸς ἔσχισε τὸν ἀέρα: «Δὲν
τῆς ἀρέσει νὰ τὴν πιάνουμε ἡ ἀφεντομουτσουνάρα!» Ἡ φωνασκοῦσα, μία «καλοβαλμένη»
σαρανταπεντάρα, ἀπηυθύνετο εἰς ἕνα ταλαιπωρημένον καὶ ἐμβρόντητον σύζυγον, ὁ ὁποῖος,
εἰς τὸ πλάϊ τῆς ἐπίσης ἐμβροντήτου –καὶ ὀλίγον χλομῆς- συζύγου, προσεπάθει νὰ
κατασιγάσῃ τὰς κραυγαλέας διαμαρτυρίας τῆς πρώην ἐρωμένης του –αὐτὰ διέδιδε ἀπὸ
καιροῦ ἡ ταχύπτερος φήμη-, πλὴν εἰς μάτην.
Τὰ καθέκαστα τὰ ἐπληροφορήθη ὁ ἀφηγητὴς ἀπὸ ἕναν
παρακαθήμενον καφενόβιον, ἐνημερωμένον ὑποτίθεται περὶ τὰ ἐρωτικὰ τῆς
κωμοπόλεως. Ἡ ἐρωμένη ἢ πρώην ἐρωμένη, ὀνόματι Γεωργία, εἶχε συναντηθῆ μὲ τὸ
φιλικόν της ζεῦγος καὶ ἠσπάσθη τὸν σύζυγον κατὰ τρόπον λίαν παρεξηγήσιμον: τὰ
χείλη της μετεκινήθησαν ὀλίγον πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ ἀντὶ τῆς παρειᾶς ἔψαυσαν τὰ
χείλη τοῦ ἐκπλήκτου συζύγου, ἐνῷ ἡ ἐπίσης ἔκπληκτος σύζυγος παρετήρει ἄφωνος τὴν
σκηνήν. Ὡσὰν νὰ μὴ εἶχε συμβῆ τίποτε, ἡ τολμηρὰ ἀντεράστρια ἐνέπλεξε τὴν δεξιάν
της χεῖρα μὲ τὴν ἀριστερὰν τοῦ συζύγου καὶ τὸν ἀπέσπασε ἀπὸ τὴν συντροφίαν (ὑπῆρχε
καὶ ἑτέρα φίλη βαδίζουσα «ἀγκαζὲ» μὲ τὴν σύζυγον).
Ὁ σύζυγος ἀπέσυρε τὴν χεῖρα ὀργίλως, πλὴν ἡ ἀναίσχυντος ἀντεράστρια ἐπέμεινεν.
Περιπατοῦσα ἔμπροσθεν τῶν δύο ἄλλων γυναικῶν καὶ εἰς βεβαιωμένην κοινὴν θέαν, ἔφερε τὴν δεξιάν της χεῖρα εἰς τὴν ὠμοπλάτην τοῦ συζύγου καὶ τὴν ἐχάϊδευσεν μετ᾿ ἐμφανοῦς πάθους. Ὁ σύζυγος ἀντέδρασε μὲ ἀγανάκτησιν: -«Θέλεις νὰ μὲ χωρίσῃς μὲ τὴν Μαρίτσαν!» ἐκραύγασε, καὶ τῆς ἐτράβησε μὲ ἀπότομον καὶ αὐθόρμητον κίνησιν τὸ τζουλούφι.Πάνω ἐκεῖ ἐξέσπασε αὐτὸς ὁ ὀρυμαγδὸς τῶν κραυγῶν «Δὲν
τῆς ἀρέσει νὰ τὴν πιάνουμε ἡ ἀφεντομουτσουνάρα!» ποὺ συνεχίσθη κλιμακούμενος εἰς
ὁλοὲν ἰσχυροτέρους τόνους, καθὼς ἡ ἀγανακτισμένη Γεωργία ἀπεμακρύνετο ἀπὸ τὴν
πλατεῖαν καὶ ὥδευε ἀλλόφρων πρὸς τὴν προκυμαίαν.
Δὲν εἶναι τῆς ὥρας, βεβαίως, ἀλλὰ προκαλοῦσε ποιάν
τινα ἐντύπωσιν ἡ ἐπιλογὴ τοῦ θηλυκοῦ γένους προκειμένου περὶ ἄρρενος, καθὼς καὶ
ἡ ἐσφαλμένη σύνταξις (θὰ ἀνεμένομεν «Δὲν τῆς ἀρέσει νὰ τὴν πιάνουμε τῆς ἀφεντομουτσουνάρας!»
ἤ τι παραπλήσιον). Ἀλλ᾿ ἂς εἶναι.
Εἶχε ἤδη δημιουργηθῆ μέγα σούσουρον, καὶ κόσμος
συνέτρεχε ἀπὸ παντοῦ διὰ νὰ παρακολουθήσῃ τὴν δυστυχῆ ἐκείνην ὕπαρξιν ἡ ὁποία, ἐκτὸς
ἑαυτοῦ πλέον, κατηυθύνετο πρὸς τὴν θάλασσαν καὶ ἔψαλλε στεντορείᾳ τῇ φωνῇ τὸν ἐπικήδειον
τῆς θνησκούσης ἀγάπης της.
Ὅμως ἐκεῖ, εἰς τὴν ἄκραν τοῦ μόλου, μὲ τὸ βλέμμα
στυλωμένον εἰς τὰ ἁλμυρὰ νερά, ὡς νὰ συνῃσθάνθη τὸ μέγεθος τῆς καταστροφῆς ποὺ
εἶχε συντελεσθῆ, ἐξέσπασε εἰς λυγμοὺς καὶ ἀπεφάσισε νὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὸν πρὸ τῆς
ἐκκλησίας καὶ τοῦ καφενείου χῶρον, ὅπου παρέμενον ἀποσβολωμένοι ὁ σύζυγος καὶ ἡ
σύζυγος μετὰ τῆς φίλης διὰ τὴν ὁποίαν ἐκάμαμεν λόγον καὶ προηγουμένως. Ἡ φωνή
της εἶχε τώρα καταλαγιάσει καί, γελῶσα ἅμα καὶ κλαίουσα, μὲ ἕναν παράδοξον
σπασμὸν εἰς τὴν παραλοϊσμένην ὠχράν της μορφήν, χτυποῦσε τὴν δεξιὰν γροθιὰν ἐπὶ
τῆς ἀριστερᾶς παλάμης -ὅπως κάμνουν τὰ μικρὰ παιδιὰ «ζήλια-ζήλια!»- καὶ
τραγουδοῦσε:
Θὰ μὲ χάσῃς
Θὰ μὲ χάσῃς
καὶ θὰ μὲ
ξεχάσῃς!
Ὁ ἀφηγητὴς τῆς ἱστορίας διέκρινεν εἰς τὸ πρῶτον σκέλος
αὐτῆς τῆς ἐμμέτρου καὶ ἐμμελοῦς διαμαρτυρίας μίαν ὑποφώσκουσαν ἀπειλήν, ὤφειλε ὅμως
νὰ παραδεχθῇ ὅτι ἡ καταληκτικὴ ἀποστροφὴ δὲν εἶχέν τι τὸ ἀπειλητικὸν ἀλλ᾿ ἀπετέλει
μᾶλλον τὸ στυφὸν καταστάλαγμα πικρᾶς διαπιστώσεως. Καθήμενος εἰς τὸ τραπεζάκι
τοῦ καφενείου, ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, καὶ ἐνῷ ὁ ἑσπερινὸς ἄνεμος ἐτρικύμιζεν
τὰ φθηνά, χάρτινα τραπεζομάντηλα, ἤκουε ἀμυδρῶς τὴν ξεμακραίνουσαν φωνήν, μῖγμα
ἀπειλῆς καὶ πικρίας, νὰ ἀποθνήσκῃ σιγά – σιγὰ εἰς τὰ στενοσόκακα τῆς
κωμοπόλεως. Καὶ δὲν ἠδυνήθη νὰ ἀποφύγῃ τὴν ἐνδόμυχον σκέψιν, ποὺ αὐθορμήτως τῷ ὑπέβαλλεν
ἡ ἑορτή, ὅτι τὴν ἡμέραν καθ᾿ ἣν ἐγεννᾶτο ὁ θεὸς τῆς ἀγάπης ἀπέθνησκεν καὶ ἡ ἀγάπη
τῆς ἀτυχοῦς Γεωργίας.
Και το πράγμα θα έμενε εκεί, αν ο περισσότερο
ενημερωμένος ἀπό τόν καφενόβιο καφετζής δε με πλησίαζε και δεν αποφάσιζε να με
πληροφορήσει, με ένα πονηρό παιχνίδισμα γέλιου στο βλέμμα, πως η Γιωργία τα
έκανε όλα αυτά για να διεκδικήσει όχι την καρδιά του συζύγου αλλά της γυναίκας
του Μαρίτσας, για την οποία έτρεφε ερωτικά αισθήματα εδώ και χρόνια. Έτσι
εξηγούνταν και το «αφεντομουτσουνάρα».
Γύρισα θορυβημένος το βλέμμα προς τις φωταγωγημένες
προθήκες των καταστημάτων της προκυμαίας και διαπίστωσα με θλίψη ότι όλα
ανεξαιρέτως εύχονταν «MerryChristmasandahappynewyear».
O! poso eixe
allaksei i zoi sti mikri, paraliaki mas komopoli!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου