|
|
ΛΑΒΑ ΑΛΜΥΡΗ στάζει τὸ μέτωπό σου. Πέφτεις
νὰ κοιμηθεῖς. Δὲν ἡσυχάζεις. Ὄνειρα συντέλειας σὲ τυλίγουν. Πύρινα.
Μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι, τὴν φωλιά, τὸ βιός σου. Μάγμα ἡ ψυχή. Καὶ ἐσὺ ὁλάκερος
μαγκάλι ἀναμμένο μπροστὰ στὴ συμφορά. Τὰ χείλια σου καίγονται. Ποῦ θὰ
βρεῖς ἀπάγκιο νὰ σταθεῖς; Ἀναζητᾶς δροσιά. Ὀξυγόνο.
Καὶ τότε ὀνειρεύεσαι. Ὀνειρεύεσαι λέει πὼς γίνεσαι καὶ ἐσὺ
γιὰ λίγο ὅμοιος μὲ δέντρο. Ἐκεῖνο τὸ δέντρο τὸ ἀγαπημένο. Τὸ δέντρο
τὸ αἰωνόβιο ποὺ χρόνια τώρα σκίαζε τὴν αὐλή σου. Πόσο προσωρινὸς ἔνιωθες
πάντα δίπλα του!
Γέρνεις λέει πάνω στὴν σκεπὴ καὶ ἀγκαλιάζεις στοργικά τὰ κεραμίδια.
Ἁπλώνεσαι. Ἀναρριχᾶσαι. Βγάζεις ρίζες ἀπὸ χέρια καὶ πόδια. Ἀπὸ ὅλο
τὸ σῶμα ξεπετάγονται κλωνιὰ καὶ καταβολάδες. Δύναμη ζωῆς, γεμάτος
σφρίγος διαπερνᾶς τοὺς τοίχους του, τρυπᾶς τοὺς σοβάδες καὶ τὰ ντουβάρια.
Καὶ τότε γίνεσαι ἕνα μαζί του μέσα ἀπὸ ἕνα ἀγκάλιασμα ἀκατάλυτο ἀπὸ
οὐρανὸ καὶ γῆ.
Ἐσύ, τὸ σπίτι καὶ τὸ δέντρο. Σπίτι σου καὶ σπίτι του, σπίτι σας. Οἱ ρίζες σου καὶ οἱ ρίζες του ἔχουν πιὰ γίνει ἕνα. Ἀνοίγεις τὰ μάτια.
Θυμᾶσαι ἀλήθεια τί τοῦ εἶπες πρὶν φύγεις μὲς στοὺς καπνούς; Θὰ ξανάρθω
τοῦ ὑποσχέθηκες καὶ ἔφυγες μακριὰ νὰ σωθεῖς. Τὰ κλαδιά του λικνίστηκαν
σὲ ἕναν ἀέρινο ἀποχαιρετισμό.
Τὸ ρώτησες ὅμως ποτέ; Τὸ ρώτησες νὰ σοῦ πεῖ;
Ἴσως
καὶ αὐτὸ λίγο πρὶν τυλιχτεῖ στὶς φλόγες νὰ ὀνειρεύτηκε μυστικὰ πὼς τὰ
κλωνιά του γίναν χέρια μὲ σάρκα καὶ ὀστά. Καὶ οἱ ρίζες του πόδια ἀνθρώπινα.
Πόδια γιὰ νὰ τρέξει μακριὰ καὶ νὰ κρυφτεῖ ἀπὸ τὶς πύρινες γλῶσσες τὶς ἀχόρταγες.
Νὰ τρέξει ξοπίσω σου.
Ἀντ’
αὐτοῦ, παραδόθηκε περήφανο καὶ μόνο στὸ πεπρωμένο. Ἱερομάρτυρας
τῆς ἀπουσίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου