|
|
Μουσεῖα : Μυθιστορήματα
:: Ζωγραφιές : Γλώσσα
ΟΠΟΤΕ ἐπισκέπτομαι ἕνα μουσεῖο καὶ προχωρῶ
ἀπὸ τό ’να σημεῖο στὸ ἑπόμενο, βρίσκομαι ἀντιμέτωπη μὲ διάφορους
ζωγραφικοὺς πίνακες. Πλησιάζοντάς τους, εἶμαι σὲ θέση νὰ μυρίσω τὸ
ἔλαιο λιναρόσπορου τῶν χρωμάτων τους,[1]
ἐνῷ καμιὰ φορὰ μπορῶ νὰ ἀντιληφθῶ τὴ στάση στὴν ὁποία ἐργαζόταν ὁ
καλλιτέχνης (ὅταν στέκεται ἀκριβῶς μπροστὰ ἀπὸ τὸν καμβά του, λ.χ.,
οἱ πινελιὲς κινοῦνται στὸ ὕψος τοῦ πήχεώς του ἢ τοῦ ὤμου του;) Πῶς στεκόταν
ὁ δημιουργός; Συμβαίνει κάτι στὴν ἐπιφάνεια τοῦ ἔργου, ἢ ἀπὸ κάτω
της; Τί ἀναδύεται μέσα ἀπὸ τὸν πίνακα; Δὲν σταματῶ στὰ ἀφηρημένα ἔργα,
καθὼς τὰ περισσότερα ἐξ αὐτῶν προϋποθέτουν κάποια πρότερη γνώση
προκειμένου νὰ καταλάβῃ κανεὶς τὶς ἀναφορὲς στὶς ὁποῖες βασίζεται
ὁ ἑκάστοτε πίνακας. Μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο, ἡ ἀντίληψη καὶ ἡ ἐκτίμηση
τῆς στάσεως τοῦ συγγραφέα, τοῦ ἐλέγχου ποὺ αὐτὸς ἀσκεῖ στὴ σύνταξη,
στὸν ρυθμό, ἢ στὶς ἀναφορές του, βοηθᾷ στὴν ἐξαγωγη συμπερασμάτων
σχετικὰ μὲ τὸ πῶς στάθηκε ἀπέναντι στὸ ἔργο του, ἐνισχύοντας ἔτσι
τὴν ἀπόλαυση τῆς μικρομυθοπλασίας.
Πορτραῖτα : Μυθοπλασία
:: Σχέδια : Προτάσεις
Ὅταν ἡ συζήτηση φτάνει στὴν προσωπογραφία, ἡ ζωγραφικὴ ἀποκτᾷ τεράστια ἀπήχηση. Κι αὐτὸ γιατὶ οἱ ἀναπαραστάσεις ἀποκτοῦν ἀνθρώπινο ἐνδιαφέρον. Μιὰ σπουδαία ἀντιπαράθεση στὸν κόσμο τῶν μουσείων, ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι λαμβάνει χώρα στὴν συλλογὴ Φρίκ.[2] Τοποθετημένα σὲ περίοπτη θέση βρίσκονται τὰ πορτραῖτα τοῦ Σὲρ Τόμας Μόρ[3] καὶ ἐκεῖνο τοῦ θανάσιμου ἐχθροῦ του ―καὶ τελικὰ ἐκτελεστῆ του―, Τόμας Κρόμγουελλ,[4] τοποθετημένα τὸ ἕνα δίπλα στὸ ἄλλο. Οἱ δύο πίνακες ἀλληλοσυμπληρώνονται διατηρῶντας μιὰ βαθειὰ ἔνταση, γνωστὴ στὸ ἔργο τοῦ Χόλμπάιν,[5] ἡ ὁποία προκύπτει ἀπὸ τὴν φυσικὴ τοποθέτηση τῶν ἔργων. Ὁ ἐνορχηστρωμένος αὐτὸς διαγωνισμὸς κοιτάγματος, σ’ ἕνα μουσεῖο γεμάτο ἀπὸ σπουδαῖα ἔργα τέχνης, ἀναδεικνύει ὁρισμένα διαχρονικὰ καὶ πραγματικὰ ἠθικὰ θέματα. Κατ’ ἐμὲ εἶναι ἀκριβῶς ὅπως ἕνα δίπτυχο μικρομυθοπλασίας – σὰν μιὰν ἀντίστιξη. Ἡ νοημοσύνη τοῦ θεατῆ συμπιέζει, ἐνῷ τιμᾷ μνημονικὰ τὶς συγκρούσεις. Ἀξιοποιῶντας τόσο τὸν χῶρο ὅσο καὶ τὴν ἔλλειψη, ὁ Χόλμπάϊν ἀναδεικνύεται στὰ μάτια μου, ὡς ἕνας πρωτοπόρος τῆς μικροαφήγησης.
Χρώματα : Λέξεις :: Ἐπιφάνεια
: Σελίδα
Ὅταν ἐπισκέπτομαι τὶς
γκαλερί, διασχίζω τὸν χῶρο περιπλανώμενη εὐχάριστα, ἐνῷ ἀναρωτιέμαι
πῶς μπορῶ νὰ ξεκινήσω ἕναν διάλογο μὲ ὁποιοδήποτε ἀντικείμενο
συναντήσω, μὲ ὁποιοδήποτε πορτραῖτο δῶ, γιὰ ὅποια ἐπιφάνεια ἀντικρίσω.
Κατευθύνομαι συχνὰ στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ ἐπιμελητῆ τῆς ἔκθεσης, γνωρίζοντας
ὅτι θὰ βαρεθῶ καὶ θὰ περάσω κατευθείαν στοὺς πραγματικοὺς πρωταγωνιστές,
στὴν ἴδια τὴν τέχνη. Εἶμαι ἐλεύθερη νὰ ρισκάρω καὶ νὰ μπῶ στὸ παιχνίδι.
Εἴτε βρίσκομαι στὴν Νέα Υόρκη ἢ στὸ Παρίσι ἢ στὸ Λονδίνο, κοιτάζω νὰ
δῶ τί λένε οἱ εἰκόνες. Ἀποκωδικοποιῶ αὐτὸ ποὺ βλέπω σὲ λέξεις, καὶ
σταματῶ ὅποτε ἐνθουσιάζομαι, προβληματίζομαι ἢ αἰσθάνομαι εὐγνώμων.
Οἱ μικροαφηγήσεις εἶναι παιχνίδια ποὺ ἀπαιτοῦν τὴ συνύπαρξη νοημοσύνης,
πνεύματος καὶ γλώσσας. Οἱ συγγραφεῖς, ἀκριβῶς ὅπως κι οἱ ζωγράφοι, καλοῦν
τοὺς ἀναγνῶστες νὰ ἀνταποκριθοῦν διανοητικά, συναισθηματικὰ καὶ
διασκεπτικά. Δὲν ἀπαιτοῦνται δεκανίκια γιὰ ν’ ἀντιδράσῃ κανεὶς ἀπέναντι
σ’ ἕνα ἔργο, εἴτε πρόκειται γιὰ μουσειακὸ ἔκθεμα εἴτε γιὰ ἔργο τοῦ
Δυτικοῦ Κανόνα· εἴτε προέρχεται ἀπὸ τὴν πτέρυγα Ντενὸν[6]
εἴτε ἀπ’ τὸ Μόμπι
Ντίκ· ἀπὸ τὸ Ἔγκλημα
καὶ τιμωρία ἢ τὸ Γκέττυ.[7]
Ἀρκεῖ μιὰ δραστικὴ εἰκόνα μέσα σ’ ἕνα ὁλόκληρο μουσεῖο ἢ μιὰ σκηνὴ
τριακοσίων λέξεων γραμμένη σ’ ὁποιαδήποτε γλώσσα τοῦ κόσμου, γιὰ
νὰ πλοηγηθῶ στὸ βαθὺ σύμπαν τοῦ χωροχρόνου.
Μέχρι ν’ ἀρχίσω νὰ γράφω μικρομυθοπλασία, δὲν εἶχα ἐκτιμησει τὸ ὅτι
ζῶ σὲ μιὰ περίοδο ὅπου συμβαίνει κάτι τόσο συναρπαστικό, ὁλοκαίνουριο
καὶ ἐπιδραστικὸ στὸ πεδίο τῶν γλωσσικῶν τεχνῶν. Κι ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν
σὲ μικρὰ ―πλὴν ὅμως περιπετειώδη― περιοδικά, τὰ ὁποῖα δροῦν ἀνεξάρτητα
ἀπ’ τὶς ἀναμονὲς τῆς τυπικῆς σύνταξης, τῶν ἐξωτερικῶν ἀντικειμένων,
τῶν συμβάσεων, ἐνῷ εἶναι ἐπιμελημένα καὶ φροντισμένα ἀπὸ πρωτοπόρους
ἐκδότες. Κι αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὰ ὡραιότερα πράγματα νὰ σημειώνῃ κανείς,
καὶ ἀκόμα συγκινητικότερο νὰ τὰ διαβάζῃ.
Αὐτὴ τὴ στιγμὴ γράφω ἕνα μυθιστόρημα, τὸ ὁποῖο θ’ ἀποτελεῖται ἀπὸ
μικροαφηγήσεις. Εἶχα αὐτὴ τὴν τρελὴ ἰδέα νὰ ἑνώσω ὄλους αὐτοὺς τοὺς
λογοτεχνικοὺς χαρακτῆρες ποὺ ἀκοὺν στ’ ὄνομα Λέγγεττ (ἢ παρεμφερεῖς
ἐκδοχές του), ἀπὸ τὸ «The Secret Sharer» τοῦ Κόνραντ ὣς τὸ BUtterfield 8 τοῦ Ὀ’Χάρα.[8]
Μόλις ὅμως ξεκίνησα νὰ ὀργανώνω τὴν πλοκή μου σὲ τρεῖς ἠπείρους ἁπλώνοντας
χρονικὰ τὴν ἀφήγηση στὶς πέντε γενεὲς αὐτοῦ τοῦ θρύλου, ἀπελπίστηκα.
Ἡ πλοκὴ κόμπιαζε ὁλοένα καὶ περισσότερο, ἡ χρονικὴ ἀκολουθία ἀπορρυθμιζόταν,
ἐνῷ ἐγὼ αἰσθανόμουν ἐξουθενωμένη, εἶχα παραλύσει κι ἤμουν ἕτοιμη
νὰ τὰ παρατήσω. Τότε, παρακολούθησα ἕνα ἐργαστήρι μικρομυθοπλασίας
μὲ τὸν Ράνταλλ Μπράουν·[9]
συνέχισα νὰ ἐπεξεργάζομαι τὸ μυθιστόρημά μου καθ’ ὅλη τὴν περίοδο
ποὺ πήγαινα ἐκεῖ. Καὶ πράγματι, σὰν κάτι νὰ εἶχε ἀλλάξει.
Συνειδητοποίησα ὅτι θὰ μποροῦσα νὰ συνθέσω μινιατοῦρες μικροαφηγήσεων,
οἱ ὁποῖες θὰ κατέληγαν ἀθροιστικὰ σὲ κάτι μεγαλύτερο, ἂν θὰ τὸ ἐπιθυμοῦσα,
ὅπως ἀκριβῶς οἱ πινελιὲς σ’ ἕναν πίνακα τοῦ Σερά.[10]
Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὁ ἀναγνώστης μου ἀτενίζοντας τὸ ἔργο μου ὡς μυθιστόρημα,
θά ’βλεπε τὸ παράθυρο μὲ τὰ τριαντάφυλλα, θὰ ἄκουγε τὴν ὀρχήστρα,
θὰ βίωνε τὴν προβολὴ τῶν καλοστημένων ἀρχείων gif, ὡστόσο ὅλα αὐτὰ
μέσα ἀπὸ σκηνές – κάθε τζάμι, κάθε τσελίστας, κάθε μιμίδιο θὰ ἦταν
αὐθύπαρκτα. Ὁ ἀναγνώστης θὰ βίωνε τὸ μυθιστόρημά μου σὰν μιὰ μικροχορωδία,
ἢ σὰν ἔργο τοῦ πουαντιγισμοῦ, ἢ ὁτιδήποτε τελοσπάντων κατέληγε αὐτὸ
νὰ εἶναι. Ἡ μικρομυθοπλασία ἀναγκάζει τοὺς συγγραφεῖς νὰ βροῦν τὸ
κουράγιο καὶ νὰ ποῦν: ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΟΧΕΣ. Κι ἔτσι πιάνω τὸν ἑαυτό
μου τώρα νὰ γράφῃ ἕνα τέραστιο μυθιστόρημα σὲ ἀναστοχαστικές, πολύχρωμες
δόσεις. Πρέπει, ὡστόσο, νὰ θυμᾶμαι νὰ ἐλέγχω τὶς εἰκόνες ποὺ δημιουργοῦν
οἱ λέξεις μου, τόσο στὴν καθεμιὰ πινελιά μου ὅσο καὶ στὰ εἴκοσι διασκεπτικά
μου βήματα. Παρ’ ὅλα αὐτά, ἀνησυχῶ: Πῶς μπορῶ νὰ ἀναδείξω τὴν πραγματικὴ
ζωὴ μέσ’ ἀπ’ τὴ συγγραφή; Καὶ πραγματικά, τηρουμένων τῶν ἀπαραίτητων
ἀποστάσεων, μοῦ δημιουργήθηκε ἡ ἑξῆς ἀγωνία: Τί ὑπάρχει ἐκεῖ μέσα
γιὰ τὸν ἀναγνώστη μου;
Γιὰ τὸ μόνο ποὺ μπορῶ νὰ αἰσθανθῶ σίγουρη εἶναι ὅτι ὁ σχηματισμὸς
προτάσεων καὶ σκηνῶν, ἡ στίξη, ἡ ἔνταση κι ὁ ἐπιχρωματισμὸς τῶν φωνηέντων
καὶ τῶν ρημάτων, καὶ οἱ κινούμενες σὲ ἀργὴ κίνηση ―ὅπως οἱ νίντζα― γερουνδιακὲς
προτάσεις, τείνουν νὰ ἀποτελοῦν τὴν ὕστατη ἀποστολή μου. Ἡ μικρομυθοπλασία
εἶναι ἕνα καλλιτεχνικὸ μέσο· ἡ συγγραφή της σὲ μεταφέρει σ’ ἕναν
κόσμο ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἐνδιαφέρονται ἀκόμα γιὰ τὴν τέχνη.
[1] Τὸ λινάρι, εἴτε ὡς λιναρόσπορος εἴτε ὡς λινέλαιο,
χρησιμοποιεῖται ὡς σταθεροποιητὴς τῶν χρωμάτων στὴ ζωγραφική.
[ΣτΜ]
[2] Ἡ Συλλογὴ Φρίκ (Frick Collection) εἶναι ἕνα μουσεῖο
τέχνης στὸ Μανχάτταν τῆς Νέας Ύόρκης, γνωστὸ γιὰ τὴν πολύτιμη συλλογὴ
πινάκων ὀρισμένων ἐκ τῶν σημαντικότερων Εὐρωπαίων ζωγράφων τῆς
προνεωτερικῆς περιόδου. [ΣτΜ]
[3] Ὁ Σὲρ Τόμας Μόρ (Sir Thomas More, 1478-1535) ἦταν Ἄγγλος
πολιτικός, συγγραφέας καὶ φιλόσοφος. Ἀνακηρύχθηκε ἅγιος τῆς Καθολικῆς
Ἐκκλησίας. Ἐπιτέθηκε μὲ δριμύτητα στὴ λουθηρανικὴ μεταρρύθμιση.
Ἡ διάστασή του μὲ τὸν Ἑρρίκο Η΄ σχετικὰ μὲ τὴν ἀπόφαση τοῦ τελευταίου
νὰ ξαναπαντρευθῇ, ἀποσχιζόμενος ἀπὸ τὴν καθολικὴ καὶ ἱδρύοντας
τὴν ἀγγλικανικὴ ἐκκλησία, ὁδήγησε στὴν φυλάκιση, κι ἔπειτα στὸν
θάνατο δι’ ἀποκεφαλισμοῦ τοῦ Μόρ. Σπουδαιότερο ἔργο του ὑπῆρξε ἡ Οὐτοπία. [ΣτΜ]
[4] Ὁ Τόμας Κρόμγουελ (Thomas Cromwell, 1485-1540) ἦταν Ἄγγλος
νομικὸς καὶ πολιτικός, σύμβουλος καὶ ὑπουργὸς τοῦ Ἑρρίκου τοῦ Η΄. Ὑπῆρξε
ἔνθερμος ὑποστηρικτὴς τῆς ἀγγλικανικῆς ἐκκλησιαστικῆς μεταρρύθμισης,
στέλνοντας τὸν Μόρ ―καὶ ἄλλους― στὴν καρατόμηση. Ὑπῆρξε ὀξυδερκὴς
πολιτικός, ὡστόσο οἱ ἀποφάσεις του τὸν ὁδήγησαν στὸ νὰ καταστῇ μισητός,
μ’ ἀποτέλεσμα νὰ βρῇ κι αὐτὸς ὅμοιο μὲ τὸν Μὸρ τέλος. [ΣτΜ]
[5] Ὁ Χὰνς Χόλμπάϊν ὁ νεώτερος (Hans Holbein der Jüngere,
1497-1543) ἦταν Γερμανὸς ζωγράφος, ἐκ τῶν σπουδαιότερων τῆς Ἀναγέννησης
στὸ πεδίο τῆς προσωπογραφίας/πορτραιτοποιίας. Πορτραῖα φιλοτεχνημένα
ἀπὸ τὸ χέρι του ἔμειναν στὴν ἱστορία, ἐνῷ τάχθηκε στὸ πλευρὸ τῆς αἰσθητικῆς
ἐπένδυσης τῆς Μεταρρύθμισης· μάλιστα, ἡ Ἀγγλία ὑπῆρξε ἕνας ἐκ τῶν
ἐργοδοτῶν του, μιᾶς κι ὁ Ἑρρίκος Η΄ τὸν προσέλαβε ὡς βασιλικὸ ζωγράφο.
Κάπως ἔτσι, φιλοτέχνησε τὰ πορτραῖτα τῶν Μὸρ καὶ Κρόμγουελ, τὰ ὁποῖα
ἐκτίθενται δίπλα-δίπλα στὴ συλλογὴ Φρὶκ στὴν Νέα Υόρκη. [ΣτΜ]
[6] Ἡ πτέρυγα Ντενόν (Denon Wing) εἶναι μία ἀπὸ τὶς τέσσερις
πτέρυγες τοῦ Μουσείου τοῦ Λούβρου. [ΣτΜ]
[7] Τὸ μουσεῖο Γκέττυ (Getty) βρίσκεται στὸ Λὸς Ἄντζελες
καὶ φιλοξενεῖ σημαντικὰ ἔργα τέχνης ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμο. [ΣτΜ]
[8] Ἀναφορὰ στά: (Ι) “The Secret Sharer”, διήγημα τοῦ Πολωνοβρετανοῦ
συγγραφέα, Τζόζεφ Κόνραντ (Joseph Conrad, 1857-1924), τὸ ὁποῖο γράφτηκε
στὰ 1909 καὶ δημοσιεύτηκε σὲ δύο μέρη στὸ περιοδικὸ Harper’s magazine. Ἕνας
ἐκ τῶν πρωταγωνιστικῶν χαρακτήρων τοῦ διηγήματος ὀνομάζεται
Leggatt. (ΙΙ) BUtterfield 8,
μυθιστόρημα τοῦ Ἀμερικανοῦ συγγραφέα, Τζὼν Ὀ’Χάρα (John O’Hara,
1905-1970), τὸ ὁποῖο κυκλοφόρησε στὰ 1935 καὶ γρήγορα ἔγινε
best-seller. Ἕνας ἐκ τῶν βασικῶν ἡρώων τοῦ ἔργου εἶναι ὁ ἐπιτυχημένος
ἐπιχειρηματίας Weston Ligget. [ΣτΜ]
[9] Ὁ Ράνταλλ Μπράουν (Randall Brown) εἶναι συγγραφέας μικροδιηγημάτων
καὶ ὑπεύθυνος ἐργαστηρίου συγγραφῆς μικροδιηγημάτων. Ὁ προσωπικός
του ἱστότοπος εἶναι: www.randall-brown.com [ΣτΜ]
[10] Ὁ Ζὼρζ Σερά (Georges Seraut, 1859-1891) ἦταν Γάλλος ζωγράφος,
εἰσηγητὴς τῆς τεχνοτροπίας τοῦ πουαντιγισμοῦ (ἑλλ.: στιγματογραφία),
σηματοδοτῶντας τὸ πέρασμα στὸν μετα-ιμπρεσσιονισμό. [ΣτΜ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου