|
|
AΙΘΑΛΗ ΚΑΥΤΗ μέσα ἔξω. «Τώρα καταλαβαίνω».
Δὲν τοῦ πῆρε πολύ. Κάποια δευτερόλεπτα. Πόλεμος. Κρήτη-Κύπρος, ἕνα
τσιγάρο δρόμος. Τὸν Ἰούλιο ξεκίνησε. Τώρα εἶν’ Αὔγουστος. «Εἶμαι ἐδῶ.
Θὰ πολεμήσω.» Ὅ,τι μπορεῖ νὰ σωθεῖ. Μαζὶ μὲ τὸν Ἀντρέα, χωρὶς λόγια.
Μιὰ-δυὸ κουβέντες, τὰ σημαντικά. Ἀναγνώριση ἐδάφους. Ὁπλισμὸς βαρύς.
Ἀσήκωτος.
Τὸ κορμὶ μαθημένο, ἀγροτόπαιδο ἀπὸ κούνια κι ἀπὲ καταδρομέας. Ἐκπαίδευση σκληρή, σῶμα ἀτσάλι. «Ἠθικὸν ἀκμαιότατον.» Ὅλα ζεματᾶνε. Μέσα κι ἔξω. Κοχλάζει ἡ προδοσία. Ἀντρέα, κοίτα μπροστά. Ἡ Λευκωσία πίσω. Δὲν θὰ πᾶνε παραπέρα. Ὣς ἐδῶ. Μὲ τί δυνάμεις Μανώλη. Σκᾶνε οἱ ρουκέτες δίπλα, τ’ ἀεροπλάνα βαρᾶνε ἀπὸ πάνω, πόσοι εἴμαστε; Ἐσὺ κι ἐγώ. Σ’ἕνα δευτερόλεπτο, ἡ ζωὴ ὁλάκερη ταινία. «Θὰ ἀντέξω. Ὄχι δὲν θὰ πᾶνε παραπέρα.»
Τὰ σωθικὰ δύναμη. Ἡ μάνα μὲ τὴ Νίκη τὸν σηκώνουν νὰ προσκυνήσει. Στὴν Ἀσὴ-Γωνιά, στὸν Ἀη-Γιώργη. Τεσσάρω χρονῶ. Ἕνα βλῆμα σκίζει τὴν ἀκοή. Φωτιά. Σέρνεται χάμω. Στὸ χῶμα. Τὸ γνωρίζει τὸ χῶμα καὶ τὸν γνωρίζει. Καλά. Ἀλλὰ τοῦτο εἶναι ἀλλιώτικο. Ξερνάει φλόγα. Ἀντρέα πού ’σαι. Μανώλη… Ὀκτὼ βλήματα καὶ τ’ ὅπλο. Σέρνεται καὶ ὁπλίζει. «Δὲ μπορῶ θὰ τὸ χάσω.» Ἡ μάνα τὸν σηκώνει: «Ἔλα βασιλάκι μου, ἔλα στὴν Παναγιά.» Τὸ χέρι πάει μόνο του. Δὲν ξέρει τί γίνεται ἀπέναντι. Ἀκούει ἐκρήξεις. Σέρνεται σὰν τὸ φίδι, γίνεται ἕνα μὲ τὸ χῶμα, ἀκούει ὁπλίζει πῦρ. Τὸ αἷμα στὶς φέβες κυλάει καυτό. Σέρνεται, ἀλλάζει θέσεις, ὁπλίζει πυροβολεῖ. Ὧρες, μέρες, χρόνια. Ὁ καιρὸς ἀλλάζει, οἱ αἰῶνες ἔφυγαν, ἀετοὶ σελαγίζουν στὸν κόρφο του, ἕνα ἁρπακτικὸ περιμένει νὰ καταβροχθίσει τὸ κουφάρι του. Φύγε. Ποῦ νὰ πάω. Εἶμαι στὸν πάτο τῆς κόλασης. Δὲν ἔχει πιὸ κάτω. Δὲν ἔχει νερό. Ἔρημος, ἡ δίψα, διψῶ. Ἔχει τέσσερις μέρες. Τὸ χῶμα τὸν δέχεται. Ἡ Κύπρος πετᾶ. Ἡ Λευκωσία εἶναι πίσω. Ὁ Ἅγιος Δομέτιος. Δὲν ὑποχώρησε. Μπροστὰ χάσκουν τέσσερα ἅρματα μάχης. Ἔτσι λένε. Αὐτὸς δὲν τὰ εἶδε. Αὐτὸς εἶδε τὸν θάνατο στὰ μάτια καὶ τὸ χῶμα νὰ καμπυλώνει ἡδονικά, νὰ γίνεται γυναίκα, νὰ τὸν καλεῖ μέσα του. Οὔτε ἐκεῖ. Τὸν χαιδεύει τὸ χῶμα, τὸν ξελογιάζει ἡ ἀνάσα του. Πύρινη. Νὰ ξεκουραστεῖ. «Μάνα, ποῦ εἶναι τὸ τέρμα;» «Δὲν ἔχει τέρμα, πουλί μου.» Μέχρι ἐδῶ. «Μανώλη, ζεῖς;» «Στεῖλτε νερὸ» Ἀπὸ τὴν μήτρα τῆς βασάνου, ἕνας Ἑλληνισμὸς μὲ τὰ χέρια πίσω ἀπ’ τὸ κεφάλι. Κι ὅμως. Ἀπὸ τὴν μήτρα τῆς κραυγῆς στὰ Ἄδανα. Ἀπὸ τὸν λάκκο τῶν αἰχμαλώτων ἱερέων. Φωνή. Ποὺ τρυπᾶ τὰ ἔγκατα. Ὣς πότε; Δὲν ἔχει τέρμα. Μανώλης Μπικάκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου