Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2021

Γι­ώ­τα Ἀ­να­γνώ­στου : Ἐ­κεί­νη κι ὁ χρό­νος

 





Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ. Ἔ­παιρ­νε τὸν χρό­νο, τὸν ἔ­ρι­χνε σὲ μπὸλ βα­θὺ καὶ τὸν χτυ­ποῦ­σε μὲ τὸ σύρ­μα ν’ ἀ­φρα­τέ­ψει μα­ζὶ μὲ αὐ­γὰ καὶ ζά­χα­ρη. Τὸν ἔ­βα­ζε στὴ φόρ­μα καὶ με­τὰ στὸ φοῦρ­νο. Φού­σκω­νε αὐ­τὸς καὶ μο­σχο­μύ­ρι­ζε τὸ σπί­τι κα­λο­ψη­μέ­νο κέ­ικ. Τὸν φύ­τευ­ε στὶς γλά­στρες στὸ μπαλ­κό­νι της ἀ­νά­με­σα σὲ δυ­ό­σμους καὶ βα­σι­λι­κούς, σὲ ὑ­πο­μο­νὲς καὶ κά­κτους. Τὸν πό­τι­ζε ἔ­πει­τα, τὸν κλά­δευ­ε, τοῦ σκά­λι­ζε τὸ χῶ­μα κι ἔ­χω­νε τὰ ξε­ρά τὰ φύλ­λα σὲ σα­κού­λα. Κά­θε πρω­ῒ τὸν χά­ι­δευ­ε καὶ τὸν πε­ρί­με­νε ν’ ἀν­θί­σει. Τὸν μά­λω­νε σὰν ἔ­τρε­χε κι ἐρ­χό­ταν τσα­κι­σμέ­νος, μὰ τοῦ κα­θά­ρι­ζε τὰ γό­να­τα καὶ τοῦ φι­λοῦ­σε μὲ λα­τρεί­α τὶς πλη­γὲς πρὶν βά­λει τὸ τσι­ρό­το. Τὸν ἐ­πλέ­νε μὲ πρά­σι­νο σα­πού­νι καὶ τὸν ἅ­πλω­νε στὸν ἥ­λιο. Τὸν μά­ζευ­ε με­τά, πρὶν σου­ρου­πώ­σει καὶ μὲ καυ­τό τὸ σί­δε­ρο τὸν κολ­λά­ρι­ζε νὰ φύ­γει κά­θε ζά­ρα, νὰ τὸν στρώ­σει στὸ κρε­βά­τι. Ὧ­ρες κα­θό­ταν πό­τε μὲ μο­λύ­βι, πό­τε μὲ τὸ βε­λο­νά­κι, πό­τε σὲ συλ­λα­βὲς νὰ τὸν χω­ρί­ζει πό­τε μὲ κόμ­πους νὰ τὸν δέ­νει, σε­λί­δα νὰ τὸν κά­νει στὸ τε­τρά­διο ἢ σε­μὲν γιὰ τὸ τρα­πέ­ζι.

        Κα­θό­ταν, τά­χα, ἥ­συ­χος ἐ­κεῖ­νος καὶ στὰ χέ­ρια της ἀ­φη­νό­ταν, μὰ τὴν ἔ­τρω­γε κρυ­φὰ καὶ λί­γο-λί­γο. Ἄρ­γη­σε τό­σο νὰ τὸν κα­τα­λά­βει.

        Τὴν βλέ­πω τώ­ρα νὰ τὸν τρέ­μει καὶ δὲν θέ­λει νὰ τὸ δεί­ξει, ἔ­χω πε­ρά­σει τὰ πε­νῆν­τα καὶ «μω­ρό μου» μὲ φω­νά­ζει ἀ­κό­μα. Ἀ­νοί­γει ἔ­πει­τα ἕ­να μι­κρὸ πορ­το­φο­λά­κι κέρ­μα­τα καὶ τὰ με­τρά­ει. Ἂν κά­νει λά­θος ξα­ναρ­χί­ζει.

        «Πνί­ξ’­ τον, μα­μὰ» θέ­λω νὰ τῆς φω­νά­ξω, μὰ δὲν θ’ ἀ­κού­σει ἔ­τσι κι ἀλ­λι­ῶς.

        Γε­λᾶ ἐ­κεῖ­νος.


Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ 

Γι­ώ­τα Ἀ­να­γνώ­στου (Ἀ­θή­να). Τε­λεί­ω­σε τὴ Νο­μι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν καὶ ζεῖ ἀ­πὸ τὴ δι­κη­γο­ρί­α.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου