|
|
Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ. Ἔπαιρνε τὸν χρόνο, τὸν ἔριχνε
σὲ μπὸλ βαθὺ καὶ τὸν χτυποῦσε μὲ τὸ σύρμα ν’ ἀφρατέψει μαζὶ μὲ αὐγὰ καὶ
ζάχαρη. Τὸν ἔβαζε στὴ φόρμα καὶ μετὰ στὸ φοῦρνο. Φούσκωνε αὐτὸς καὶ
μοσχομύριζε τὸ σπίτι καλοψημένο κέικ. Τὸν φύτευε στὶς γλάστρες στὸ
μπαλκόνι της ἀνάμεσα σὲ δυόσμους καὶ βασιλικούς, σὲ ὑπομονὲς καὶ
κάκτους. Τὸν πότιζε ἔπειτα, τὸν κλάδευε, τοῦ σκάλιζε τὸ χῶμα κι ἔχωνε
τὰ ξερά τὰ φύλλα σὲ σακούλα. Κάθε πρωῒ τὸν χάιδευε καὶ τὸν περίμενε
ν’ ἀνθίσει. Τὸν μάλωνε σὰν ἔτρεχε κι ἐρχόταν τσακισμένος, μὰ τοῦ καθάριζε
τὰ γόνατα καὶ τοῦ φιλοῦσε μὲ λατρεία τὶς πληγὲς πρὶν βάλει τὸ τσιρότο.
Τὸν ἐπλένε μὲ πράσινο σαπούνι καὶ τὸν ἅπλωνε στὸν ἥλιο. Τὸν μάζευε μετά,
πρὶν σουρουπώσει καὶ μὲ καυτό τὸ σίδερο τὸν κολλάριζε νὰ φύγει κάθε
ζάρα, νὰ τὸν στρώσει στὸ κρεβάτι. Ὧρες καθόταν πότε μὲ μολύβι, πότε
μὲ τὸ βελονάκι, πότε σὲ συλλαβὲς νὰ τὸν χωρίζει πότε μὲ κόμπους νὰ τὸν
δένει, σελίδα νὰ τὸν κάνει στὸ τετράδιο ἢ σεμὲν γιὰ τὸ τραπέζι.
Καθόταν, τάχα, ἥσυχος ἐκεῖνος καὶ στὰ χέρια της ἀφηνόταν, μὰ τὴν ἔτρωγε
κρυφὰ καὶ λίγο-λίγο. Ἄργησε τόσο νὰ τὸν καταλάβει.
Τὴν βλέπω τώρα νὰ τὸν τρέμει καὶ δὲν θέλει νὰ τὸ δείξει, ἔχω περάσει τὰ
πενῆντα καὶ «μωρό μου» μὲ φωνάζει ἀκόμα. Ἀνοίγει ἔπειτα ἕνα μικρὸ
πορτοφολάκι κέρματα καὶ τὰ μετράει. Ἂν κάνει λάθος ξαναρχίζει.
«Πνίξ’ τον, μαμὰ» θέλω νὰ τῆς φωνάξω, μὰ δὲν θ’ ἀκούσει ἔτσι κι ἀλλιῶς.
Γελᾶ ἐκεῖνος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου