,
|
|
ΔΕΝ ΞΕΡΩ. Ἔμοιαζε ὅμως νά ’ναι ὅ,τι καλύτερο
μποροῦσα νὰ κάνω τὴν πρώτη ἑβδομάδα τοῦ Ἰανουαρίου τοῦ 1964, κι ἔπεισα
ἄλλους δύο νά ’ρθουν μαζί μου. Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο θέλει νὰ διατηρήσει
τὴν ἀνωνυμία του, κι ἔτσι θὰ γίνει.
Θεωρῶ πὼς δὲν εἴχαμε συνέλθει ἀκόμη ἀπὸ τὸ σὸκ τῆς δολοφονίας
τοῦ προέδρου Κένεντι. Ἴσως αὐτὸ ἔχει κάποια σχέση μ’ ὅλες αὐτὲς τὶς
φωτογραφίες τῶν χριστουγεννιάτικων δέντρων.
Τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1963 εἶχαν φριχτὴ ὄψη, φωταγωγημένη ἀπ’ ὅλες
τὶς σημαῖες στὴν Ἀμερικὴ ποὺ κυμάτιζαν μεσίστιες ὅλον τὸν Δεκέμβριο
κι ἔφτιαχναν μιὰ σήραγγα πένθους.
Ζοῦσα μόνος μου σ’ ἕνα πολὺ παράξενο διαμέρισμα καὶ φρόντιζα
ἕνα μεγάλο κλουβὶ μὲ πουλιὰ γιὰ λογαριασμὸ κάποιων ἄλλων ποὺ ἦταν
στὸ Μεξικό. Τάϊζα τὰ πουλιὰ καθημερινὰ καὶ τοὺς ἄλλαζα τὸ νερό, ἐνῶ
εἶχα καὶ μιὰ μικρὴ ἠλεκτρικὴ σκούπα γιὰ νὰ καθαρίζω τὸ κλουβὶ ὅποτε
χρειαζόταν.
Ἀνήμερα τὰ Χριστούγεννα κάθισα μόνος μου νὰ φάω. Ἔφαγα κάμποσα χὸτ ντὸγκ καὶ φασόλια καὶ ἤπια ἕνα μπουκάλι ρούμι μὲ Coca-Cola. Ἦταν μοναχικὰ τὰ Χριστούγεννα αὐτὰ καὶ ἡ δολοφονία τοῦ προέδρου Κένεντι ἦταν θαρρεῖς ἕνα ἀκόμη ἀπ’ τὰ πουλιὰ ποὺ ἔπρεπε καθημερινὰ νὰ ταΐζω.
Τὰ λέω αὐτὰ μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ θέσω, ἂς ποῦμε, τὸ ψυχολογικὸ
πλαίσιο ποὺ θὰ χωρέσει 390 φωτογραφίες χριστουγεννιάτικων δέντρων.
Δὲν ξεκινάει κανεὶς νὰ κάνει κάτι τέτοιο ἂν δὲν διαθέτει ἰσχυρὸ κίνητρο.
Ἕνα
βράδυ, ἀργὰ ἦταν, γυρνοῦσα μὲ τὰ πόδια ἀπὸ μιὰ ἐπίσκεψη στὸ Νὸμπ Χίλ.
Εἴχαμε ἀράξει καὶ πίναμε τὸν ἕναν καφὲ μετὰ τὸν ἄλλον ὥσπου τὰ νεῦρα
μας γίναν τσατάλια.
Ἔφυγα
γύρω στὰ μεσάνυχτα καὶ κατηφόρισα σ’ ἕναν ἥσυχο, σκοτεινὸ δρόμο
ποὺ ἔβγαζε στὸ σπίτι μου, καὶ εἶδα ἕνα χριστουγεννιάτικο δέντρο παρατημένο
δίπλα σ’ ἕναν πυροσβεστικὸ κρουνό.
Τὸ δέντρο γυμνό, χωρὶς τὰ στολίδια του, ἦταν πεσμένο ἐκεῖ, θλιβερό,
σὰν νεκρὸς στρατιώτης ποὺ ἔπεσε στὴ μάχη. Τὴν περασμένη ἑβδομάδα ἦταν
κάτι σὰν ἥρωας.
Ἔπειτα
εἶδα ἕνα ἀκόμη χριστουγεννιάτικο δέντρο, μ’ ἕνα ἁμάξι παρκαρισμένο
καταπάνω του. Κάποιος εἶχε ἀφήσει τὸ δέντρο στὴ μέση του δρόμου καὶ
τὸ ἁμάξι τὸ εἶχε καβαλήσει. Ἐκεῖ ποὺ ἦταν τὸ δέντρο, ἦταν πολὺ δύσκολο
νὰ τὸ προσέξουν τὰ παιδιὰ καὶ νὰ τ’ ἀγαπήσουν. Κάτι λίγα κλαδιὰ ξεπρόβαλλαν
μέσα ἀπ’ τὸν προφυλακτήρα.
Ἦταν
ἡ ἐποχὴ τοῦ χρόνου κατὰ τὴν ὁποία στὸ Σὰν Φρανσίσκο οἱ ἄνθρωποι ξεφορτώνονται
τὰ δέντρα τους βγάζοντάς τα στοὺς δρόμους ἢ τοποθετώντας τα στὸν ἀκάλυπτο
ἢ ὁπουδήποτε μποροῦν, προκειμένου νὰ τὰ ξεφορτωθοῦν. Ταξιδιῶτες ποὺ
ξεμακραίνουν ἀπ’ τὰ Χριστούγεννα.
Τὰ θλιβερὰ αὐτὰ καὶ παρατημένα χριστουγεννιάτικα δέντρα δὲν
ἄφηναν μὲ τίποτα τὴ συνείδησή μου νὰ ἡσυχάσει. Εἶχαν δώσει ὅ,τι εἶχαν
γιὰ χάρη τῶν δολοφονημένων αὐτῶν Χριστουγέννων καὶ βρέθηκαν τώρα
πεταμένα σὰν ζητιάνοι στὸν δρόμο.
Εἶδα δεκάδες τέτοια δέντρα περπατώντας πρὸς τὸ σπίτι στὸ ἔμπα
τοῦ νέου ἔτους. Ὁρισμένοι παρατᾶνε ἁπλῶς τὰ χριστουγεννιάτικα
δέντρα ἔξω ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν ἐξώπορτα τοῦ σπιτιοῦ τους. Ἕνας φίλος μου
λέει τὴν ἑξῆς ἱστορία: ἦταν 26 Δεκεμβρίου, περπατοῦσε στὸν δρόμο
κι ἕνα χριστουγεννιάτικο δέντρο πέρασε ξυστὰ ἀπ’ τὸ κεφάλι του, ἄκουσε
τὸ σφύριγμα τοῦ ἀέρα στ’ αὐτί του καὶ μιὰ πόρτα ἀπότομα νὰ κλείνει. Θὰ
μποροῦσε νὰ τὸν ἔχει σκοτώσει.
Ἄλλοι
πάλι εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τοὺς πολὺ ἱκανοὶ στὸ νὰ παρατᾶνε τὰ χριστουγεννιάτικα
δέντρα τους. Τὸ βράδυ ἐκεῖνο σχεδὸν
εἶδα τοὺς πάντες νὰ βγάζουν ἔξω ἀπὸ ἕνα χριστουγεννιάτικο δέντρο,
χωρὶς ἀκριβῶς νὰ τοὺς δῶ. Ἦταν ἀόρατοι σὰν τὸν Σκάρλετ Πίμπερνελ. Μποροῦσα
σχεδὸν ν’ ἀκούσω
τὸ χριστουγεννιάτικο δέντρο τὴν ὥρα ποὺ τὸ ἔβγαζαν.
Σὲ κάθε γωνία ἔβρισκα μὲς στὴ μέση του δρόμου κι ἀπὸ ἕνα δέντρο,
κι ἐκεῖ γύρω δὲν ὑπῆρχε ψυχή. Πάντα θὰ βρεθοῦν κάποιοι νὰ κάνουν κάτι
πάρα πολὺ καλά, ὅ,τι κι ἂν εἶναι αὐτό.
Μόλις γύρισα στὸ σπίτι, πῆρα τηλέφωνο ἕναν φίλο μου πού ’ναι
φωτογράφος καὶ ἀνοιχτὸς στὰ παράξενα ἐνεργειακὰ πεδία τοῦ εἰκοστοῦ
αἰώνα. Πρέπει νὰ ἦταν γύρω στὴ μία μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Τὸν ξύπνησα
κι ἡ φωνὴ του ἦταν φυγὰς πού ’χει ἔρθει ἀπ’ τὸν ὕπνο.
«Ποιός εἶναι;», εἶπε.
«Τὰ χριστουγεννιάτικα δέντρα», εἶπα.
«Τί πράγμα;»
«Τὰ χριστουγεννιάτικα δέντρα.»
«Ρίτσαρντ, ἐσὺ εἶσαι;», ρώτησε.
«Ναί.»
«Τί πράγμα τὰ χριστουγεννιάτικα δέντρα;»
«Τὰ Χριστούγεννα εἶναι σκέτη βιτρίνα», εἶπα. «Τί λὲς νὰ τραβήξουμε
ἑκατοντάδες φωτογραφίες μὲ χριστουγεννιάτικα δέντρα παρατημένα
στοὺς δρόμους; Θὰ φανερώσουμε τὴν ἀπόγνωση καὶ τὴν ἐγκατάλειψη τῶν
Χριστουγέννων δείχνοντας πῶς οἱ ἄνθρωποι παρατᾶνε τὰ δέντρα τους.»
«Μπορῶ νὰ τὸ κάνω ὅπως κάνω τὸ καθετί», εἶπε. «Θὰ ξεκινήσω αὔριο
στὸ μεσημεριανὸ διάλειμμά μου.»
«Θέλω νὰ τὰ φωτογραφίσεις σὰν νά ’ναι νεκροὶ στρατιῶτες», εἶπα.
«Νὰ μὴν τὰ ἀγγίξεις οὔτε νὰ τὰ στήσεις γιὰ νὰ σ’ ἀρέσει ἡ πόζα. Φωτογράφισέ
τα ἁπλῶς, ἀκριβῶς ὅπως εἶναι μετὰ τὴν πτώση τους.»
Τὴν ἄλλη μέρα ὁ φίλος μου φωτογράφισε χριστουγεννιάτικα δέντρα
στὸ μεσημεριανὸ διάλειμμά του. Δούλευε στὰ Macy’s ἐκεῖνον τὸν καιρὸ
κι ἀνηφόρισε στὶς πλαγιὲς τοῦ Νὸμπ Χὶλ καὶ στὴν Τσάινατάουν καὶ τράβηξε
ἐκεῖ φωτογραφίες μὲ χριστουγεννιάτικα δέντρα.
1, 2, 3, 4, 5, 9, 11, 14, 21, 28, 37, 52, 66.
Τοῦ τηλεφώνησα τὸ ἴδιο βράδυ.
«Πῶς πῆγε;»
«Θαυμάσια», εἶπε.
Τὴν ἄλλη μέρα τράβηξε κι ἄλλες φωτογραφίες χριστουγεννιάτικων
δέντρων στὸ μεσημεριανὸ διάλειμμά του.
72, 85, 117, 128, 137.
Τοῦ ξανατηλεφώνησα κι ἐκεῖνο τὸ βράδυ.
«Πῶς πῆγε;»
«Καλύτερα δὲν γίνεται», εἶπε. «Ἔχω 150 περίπου φωτογραφίες.»
«Συνέχισε ἔτσι», εἶπα. Εἶχα δουλειά, μόνταρα ἕνα αὐτοκίνητο
γιὰ νὰ μπορέσουμε τὸ Σαββατοκύριακο νὰ πᾶμε κι ἀλλοῦ νὰ φωτογραφίσουμε
χριστουγεννιάτικα δέντρα.
Πίστευα πὼς ἕνα καλὸ δεῖγμα τῆς προσφορᾶς παρατημένων χριστουγεννιάτικων
δέντρων στὸ Σὰν Φρανσίσκο θὰ μᾶς ἦταν ἀναγκαῖο.
Ὁ
ὁδηγός μας τῆς ἑπόμενης μέρας ἐπιθυμεῖ νὰ διατηρήσει τὴν ἀνωνυμία
του. Φοβᾶται ὅτι θὰ χάσει τὴ δουλειά του καὶ θὰ δεχτεῖ πιέσεις οἰκονομικὲς
καὶ κοινωνικὲς ἂν βγεῖ παραέξω ὅτι συνεργαστήκαμε τὴ μέρα ἐκείνη.
Τὸ ἑπόμενο πρωῒ βάλαμε μπροστὰ κι ὀργώσαμε το Σὰν Φρανσίσκο
τραβώντας παντοῦ φωτογραφίες παρατημένων χριστουγεννιάτικων
δέντρων. Ἐκτελέσαμε τὸ σχέδιο μὲ τὴ θέρμη μιᾶς τριάδας ἐπαναστατῶν.
142, 159, 168, 175, 183.
Γυρνούσαμε μὲ τ’ ἁμάξι καὶ ἐντοπίζαμε χριστουγεννιάτικα
δέντρα νὰ στέκονται γιὰ παράδειγμα στὴν αὐλὴ ἑνὸς ὑπέροχου σπιτιοῦ
στὸ Πασίφικ Χάιτς ἢ στὸ πλάι κάποιου ἰταλικοῦ μπακάλικου στὸ Νὸρθ
Μπίτς. Σταματούσαμε ἀπότομα καὶ πηδούσαμε ἔξω ἀπ’ τὸ ἁμάξι καὶ ὁρμούσαμε
μὲ μανία στὸ χριστουγεννιάτικο δέντρο καὶ ἀρχίζαμε νὰ τὸ φωτογραφίζουμε
ἀπ’ ὅλες τὶς γωνίες λήψης.
Οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι τοῦ Σὰν Φρανσίσκο θὰ μᾶς πέρασαν γιὰ τελείως
παράφρονες: ἐκκεντρικούς. Ἀποτελούσαμε ἀτραξιόν, μὲ ὅλη τὴ σημασία
τῆς λέξης.
199, 215, 227, 233, 245.
Πετύχαμε τὸν ποιητὴ Λόρενς Φερλινγκέτι νά ’χει βγάλει βόλτα τὸν
σκύλο του στὸ Ποτρέρο Χίλ. Μᾶς εἶδε νὰ πεταγόμαστε μ’ ἕνα σάλτο ἔξω ἀπ’
τὸ αὐτοκίνητο καὶ ν’ ἀρχίζουμε μεμιᾶς νὰ φωτογραφίζουμε ἕνα χριστουγεννιάτικο
δέντρο ποὺ ἦταν πεσμένο στὸ πεζοδρόμιο.
277, 278, 279, 280, 281.
Περνώντας ἀπὸ δίπλα, εἶπε: «Φωτογραφίζετε χριστουγεννιάτικα
δέντρα;»
«Περίπου», εἴπαμε κάνοντας ὅλοι μας τὴν ἴδια παρανοϊκὴ σκέψη:
Ξέρει ἄραγε τί εἶναι
αὐτὸ ποὺ κάνουμε; Θέλαμε νὰ τὸ κρατήσουμε ἑπτασφράγιστο
μυστικό. Τὸ πιστεύαμε ὅτι εἴμαστε σὲ καλὸ δρόμο καὶ μιὰ κάποια ἐχεμύθεια
ἦταν ἀπαραίτητη ἕως ὅτου φτάσουμε ἐκεῖ ποὺ θέλαμε.
Κάπως ἔτσι πέρασε ἡ μέρα καὶ ἡ σούμα μας ἀπὸ φωτογραφίες χριστουγεννιάτικων
δέντρων ξεπέρασε ἀθόρυβα τὸ φράγμα τῶν 300.
«Τί λές; Ἀρκετὲς δὲν εἶναι τώρα;», εἶπε ὁ Μπόμπ.
«Ὄχι, λίγες ἀκόμη κι εἴμαστε ἐντάξει.», εἶπα.
317, 332, 345, 356, 370.
«Τώρα;», εἶπε ὁ Μπόμπ.
Εἴχαμε ἀφήσει πίσω μας τὸ Σὰν Φρανσίσκο πολλὴ ὥρα καὶ ἤμαστε
στὸ Τέλεγκραφ Χίλ, σκαρφαλωμένοι σὲ μιὰ σκάλα γιὰ νὰ ἑλιχθοῦμε ὣς τὸν
ἀκάλυπτο, ὅπου κάποιος εἶχε σφηνώσει ἕνα χριστουγεννιάτικο δέντρο
σ’ ἕνα συρματόπλεγμα. Τὸ δέντρο ἔβγαζε τὴν ἴδια ἁγνότητα μὲ τὸν Ἅγιο
Σεβαστιανό, μὲ τὰ βέλη του, μὲ τὰ ὅλα του.
«Ὄχι, λίγες μονάχα ἀκόμη», εἶπα.
386, 387, 388, 389, 390.
«Τώρα πρέπει νὰ εἶναι ἀρκετές», εἶπε ὁ Μπόμπ.
«Ἔτσι νομίζω», εἶπα.
Εἴχαμε ὅλοι μας μεγάλη χαρά. Ἦταν ἡ πρώτη ἑβδομάδα τοῦ 1964.
Παράξενοι καιροὶ στὴν Ἀμερική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου