Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan) : Τί θὰ τὶς κά­νεις 390 φω­το­γρα­φί­ες χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κων δέν­τρων; (What are you going to do with 390 photographs of Christmas trees?)

 ,





ΔΕΝ ΞΕΡΩ. Ἔ­μοια­ζε ὅ­μως νά ’­ναι ὅ,τι κα­λύ­τε­ρο μπο­ροῦ­σα νὰ κά­νω τὴν πρώ­τη ἑ­βδο­μά­δα τοῦ Ἰ­α­νου­α­ρί­ου τοῦ 1964, κι ἔ­πει­σα ἄλ­λους δύ­ο νά ’ρ­θουν μα­ζί μου. Ὁ ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς δύ­ο θέ­λει νὰ δι­α­τη­ρή­σει τὴν ἀ­νω­νυ­μί­α του, κι ἔ­τσι θὰ γί­νει.

       Θε­ω­ρῶ πὼς δὲν εἴ­χα­με συ­νέλ­θει ἀ­κό­μη ἀ­πὸ τὸ σὸκ τῆς δο­λο­φο­νί­ας τοῦ προ­έ­δρου Κέ­νεν­τι. Ἴ­σως αὐ­τὸ ἔ­χει κά­ποι­α σχέ­ση μ’ ὅ­λες αὐ­τὲς τὶς φω­το­γρα­φί­ες τῶν χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κων δέν­τρων.

       Τὰ Χρι­στού­γεν­να τοῦ 1963 εἶ­χαν φρι­χτὴ ὄ­ψη, φω­τα­γω­γη­μέ­νη ἀ­π’ ὅ­λες τὶς ση­μαῖ­ες στὴν Ἀ­με­ρι­κὴ ποὺ κυ­μά­τι­ζαν με­σί­στι­ες ὅ­λον τὸν Δε­κέμ­βριο κι ἔ­φτια­χναν μιὰ σή­ραγ­γα πέν­θους.

       Ζοῦ­σα μό­νος μου σ’ ἕ­να πο­λὺ πα­ρά­ξε­νο δι­α­μέ­ρι­σμα καὶ φρόν­τι­ζα ἕ­να με­γά­λο κλου­βὶ μὲ που­λιὰ γιὰ λο­γα­ρια­σμὸ κά­ποι­ων ἄλ­λων ποὺ ἦ­ταν στὸ Με­ξι­κό. Τά­ϊ­ζα τὰ που­λιὰ κα­θη­με­ρι­νὰ καὶ τοὺς ἄλ­λα­ζα τὸ νε­ρό, ἐ­νῶ εἶ­χα καὶ μιὰ μι­κρὴ ἠ­λε­κτρι­κὴ σκού­πα γιὰ νὰ κα­θα­ρί­ζω τὸ κλου­βὶ ὅ­πο­τε χρει­α­ζό­ταν.

       

Ἀ­νή­με­ρα τὰ Χρι­στού­γεν­να κά­θι­σα μό­νος μου νὰ φά­ω. Ἔ­φα­γα κάμ­πο­σα χὸτ ντὸγκ καὶ φα­σό­λια καὶ ἤ­πια ἕ­να μπου­κά­λι ρού­μι μὲ Coca-Cola. Ἦ­ταν μο­να­χι­κὰ τὰ Χρι­στού­γεν­να αὐ­τὰ καὶ ἡ δο­λο­φο­νί­α τοῦ προ­έ­δρου Κέ­νεν­τι ἦ­ταν θαρ­ρεῖς ἕ­να ἀ­κό­μη ἀ­π’ τὰ που­λιὰ ποὺ ἔ­πρε­πε κα­θη­με­ρι­νὰ νὰ τα­ΐ­ζω.

       Τὰ λέ­ω αὐ­τὰ μό­νο καὶ μό­νο γιὰ νὰ θέ­σω, ἂς ποῦ­με, τὸ ψυ­χο­λο­γι­κὸ πλαί­σιο ποὺ θὰ χω­ρέ­σει 390 φω­το­γρα­φί­ες χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κων δέν­τρων. Δὲν ξε­κι­νά­ει κα­νεὶς νὰ κά­νει κά­τι τέ­τοι­ο ἂν δὲν δι­α­θέ­τει ἰ­σχυ­ρὸ κί­νη­τρο.

       Ἕ­να βρά­δυ, ἀρ­γὰ ἦ­ταν, γυρ­νοῦ­σα μὲ τὰ πό­δια ἀ­πὸ μιὰ ἐ­πί­σκε­ψη στὸ Νὸμπ Χίλ. Εἴ­χα­με ἀ­ρά­ξει καὶ πί­να­με τὸν ἕ­ναν κα­φὲ με­τὰ τὸν ἄλ­λον ὥ­σπου τὰ νεῦ­ρα μας γί­ναν τσα­τά­λια.

       Ἔ­φυ­γα γύ­ρω στὰ με­σά­νυ­χτα καὶ κα­τη­φό­ρι­σα σ’ ἕ­ναν ἥ­συ­χο, σκο­τει­νὸ δρό­μο ποὺ ἔ­βγα­ζε στὸ σπί­τι μου, καὶ εἶ­δα ἕ­να χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο πα­ρα­τη­μέ­νο δί­πλα σ’ ἕ­ναν πυ­ρο­σβε­στι­κὸ κρου­νό.

       Τὸ δέν­τρο γυ­μνό, χω­ρὶς τὰ στο­λί­δια του, ἦ­ταν πε­σμέ­νο ἐ­κεῖ, θλι­βε­ρό, σὰν νε­κρὸς στρα­τι­ώ­της ποὺ ἔ­πε­σε στὴ μά­χη. Τὴν πε­ρα­σμέ­νη ἑ­βδο­μά­δα ἦ­ταν κά­τι σὰν ἥ­ρω­ας.

       Ἔ­πει­τα εἶ­δα ἕ­να ἀ­κό­μη χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο, μ’ ἕ­να ἁ­μά­ξι παρ­κα­ρι­σμέ­νο κα­τα­πά­νω του. Κά­ποι­ος εἶ­χε ἀ­φή­σει τὸ δέν­τρο στὴ μέ­ση του δρό­μου καὶ τὸ ἁ­μά­ξι τὸ εἶ­χε κα­βα­λή­σει. Ἐ­κεῖ ποὺ ἦ­ταν τὸ δέν­τρο, ἦ­ταν πο­λὺ δύ­σκο­λο νὰ τὸ προ­σέ­ξουν τὰ παι­διὰ καὶ νὰ τ’ ἀ­γα­πή­σουν. Κά­τι λί­γα κλα­διὰ ξε­πρό­βαλ­λαν μέ­σα ἀ­π’ τὸν προ­φυ­λα­κτή­ρα.

       Ἦ­ταν ἡ ἐ­πο­χὴ τοῦ χρό­νου κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α στὸ Σὰν Φραν­σί­σκο οἱ ἄν­θρω­ποι ξε­φορ­τώ­νον­ται τὰ δέν­τρα τους βγά­ζον­τάς τα στοὺς δρό­μους ἢ το­πο­θε­τών­τας τα στὸν ἀ­κά­λυ­πτο ἢ ὁ­που­δή­πο­τε μπο­ροῦν, προ­κει­μέ­νου νὰ τὰ ξε­φορ­τω­θοῦν. Ταξι­διῶ­τες ποὺ ξε­μα­κραί­νουν ἀπ’ τὰ Χρι­στού­γεν­να.

       Τὰ θλι­βε­ρὰ αὐ­τὰ καὶ πα­ρα­τη­μέ­να χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα δὲν ἄ­φη­ναν μὲ τί­πο­τα τὴ συ­νεί­δη­σή μου νὰ ἡ­συ­χά­σει. Εἶ­χαν δώ­σει ὅ,τι εἶ­χαν γιὰ χά­ρη τῶν δο­λο­φο­νη­μέ­νων αὐ­τῶν Χρι­στου­γέν­νων καὶ βρέ­θη­καν τώ­ρα πε­τα­μέ­να σὰν ζη­τιά­νοι στὸν δρό­μο.

       Εἶ­δα δε­κά­δες τέ­τοι­α δέν­τρα περ­πα­τών­τας πρὸς τὸ σπί­τι στὸ ἔμ­πα τοῦ νέ­ου ἔ­τους. Ὁ­ρι­σμέ­νοι πα­ρα­τᾶ­νε ἁ­πλῶς τὰ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα ἔ­ξω ἀ­κρι­βῶς ἀ­πὸ τὴν ἐ­ξώ­πορ­τα τοῦ σπι­τιοῦ τους. Ἕ­νας φί­λος μου λέ­ει τὴν ἑ­ξῆς ἱ­στο­ρί­α: ἦ­ταν 26 Δε­κεμ­βρί­ου, περ­πα­τοῦ­σε στὸν δρό­μο κι ἕ­να χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο πέ­ρα­σε ξυ­στὰ ἀ­π’ τὸ κε­φά­λι του, ἄ­κου­σε τὸ σφύ­ριγ­μα τοῦ ἀ­έ­ρα στ’ αὐ­τί του καὶ μιὰ πόρ­τα ἀ­πό­το­μα νὰ κλεί­νει. Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν ἔ­χει σκο­τώ­σει.

       Ἄλ­λοι πά­λι εἶ­ναι ἀ­πὸ τὴ φύ­ση τοὺς πο­λὺ ἱ­κα­νοὶ στὸ νὰ πα­ρα­τᾶ­νε τὰ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα τους. Τὸ βρά­δυ ἐ­κεῖ­νο σχε­δὸν εἶ­δα τοὺς πάν­τες νὰ βγά­ζουν ἔ­ξω ἀ­πὸ ἕ­να χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο, χω­ρὶς ἀ­κρι­βῶς νὰ τοὺς δῶ. Ἦ­ταν ἀ­ό­ρα­τοι σὰν τὸν Σκάρ­λετ Πίμ­περ­νελ. Μπο­ροῦ­σα σχε­δὸν ν’ ἀ­κού­σω τὸ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο τὴν ὥ­ρα ποὺ τὸ ἔ­βγα­ζαν.

       Σὲ κά­θε γω­νί­α ἔ­βρι­σκα μὲς στὴ μέ­ση του δρό­μου κι ἀ­πὸ ἕ­να δέν­τρο, κι ἐ­κεῖ γύ­ρω δὲν ὑ­πῆρ­χε ψυ­χή. Πάν­τα θὰ βρε­θοῦν κά­ποι­οι νὰ κά­νουν κά­τι πά­ρα πο­λὺ κα­λά, ὅ,τι κι ἂν εἶ­ναι αὐ­τό.

       Μό­λις γύ­ρι­σα στὸ σπί­τι, πῆ­ρα τη­λέ­φω­νο ἕ­ναν φί­λο μου πού ’­ναι φω­το­γρά­φος καὶ ἀ­νοι­χτὸς στὰ πα­ρά­ξε­να ἐ­νερ­γεια­κὰ πε­δί­α τοῦ εἰ­κο­στοῦ αἰ­ώ­να. Πρέ­πει νὰ ἦ­ταν γύ­ρω στὴ μί­α με­τὰ τὰ με­σά­νυ­χτα. Τὸν ξύ­πνη­σα κι ἡ φω­νὴ του ἦ­ταν φυ­γὰς πού ’χει ἔρ­θει ἀ­π’ τὸν ὕ­πνο.

       «Ποιός εἶ­ναι;», εἶ­πε.

       «Τὰ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα», εἶ­πα.

       «Τί πράγ­μα;»

       «Τὰ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα.»

       «Ρί­τσαρντ, ἐ­σὺ εἶ­σαι;», ρώ­τη­σε.

       «Ναί.»

       «Τί πράγ­μα τὰ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα;»

       «Τὰ Χρι­στού­γεν­να εἶ­ναι σκέ­τη βι­τρί­να», εἶ­πα. «Τί λὲς νὰ τρα­βή­ξου­με ἑ­κα­τον­τά­δες φω­το­γρα­φί­ες μὲ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα πα­ρα­τη­μέ­να στοὺς δρό­μους; Θὰ φα­νε­ρώ­σου­με τὴν ἀ­πό­γνω­ση καὶ τὴν ἐγ­κα­τά­λει­ψη τῶν Χρι­στου­γέν­νων δεί­χνον­τας πῶς οἱ ἄν­θρω­ποι πα­ρα­τᾶ­νε τὰ δέν­τρα τους.»

       «Μπο­ρῶ νὰ τὸ κά­νω ὅ­πως κά­νω τὸ κα­θε­τί», εἶ­πε. «Θὰ ξε­κι­νή­σω αὔ­ριο στὸ με­ση­με­ρια­νὸ δι­ά­λειμ­μά μου.»

       «Θέ­λω νὰ τὰ φω­το­γρα­φί­σεις σὰν νά ’­ναι νε­κροὶ στρα­τι­ῶ­τες», εἶ­πα. «Νὰ μὴν τὰ ἀγ­γί­ξεις οὔ­τε νὰ τὰ στή­σεις γιὰ νὰ σ’ ἀ­ρέ­σει ἡ πό­ζα. Φω­το­γρά­φι­σέ τα ἁ­πλῶς, ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως εἶ­ναι με­τὰ τὴν πτώ­ση τους.»

       Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα ὁ φί­λος μου φω­το­γρά­φι­σε χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα στὸ με­ση­με­ρια­νὸ δι­ά­λειμ­μά του. Δού­λευ­ε στὰ Macy’s ἐ­κεῖ­νον τὸν και­ρὸ κι ἀ­νη­φό­ρι­σε στὶς πλα­γι­ὲς τοῦ Νὸμπ Χὶλ καὶ στὴν Τσά­ι­να­τά­ουν καὶ τρά­βη­ξε ἐ­κεῖ φω­το­γρα­φί­ες μὲ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα.

       1, 2, 3, 4, 5, 9, 11, 14, 21, 28, 37, 52, 66.

       Τοῦ τη­λε­φώ­νη­σα τὸ ἴ­διο βρά­δυ.

       «Πῶς πῆ­γε;»

       «Θαυ­μά­σια», εἶ­πε.

       Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα τρά­βη­ξε κι ἄλ­λες φω­το­γρα­φί­ες χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κων δέν­τρων στὸ με­ση­με­ρια­νὸ δι­ά­λειμ­μά του.

       72, 85, 117, 128, 137.

       Τοῦ ξα­να­τη­λε­φώ­νη­σα κι ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δυ.

       «Πῶς πῆ­γε;»

       «Κα­λύ­τε­ρα δὲν γί­νε­ται», εἶ­πε. «Ἔ­χω 150 πε­ρί­που φω­το­γρα­φί­ες.»

       «Συ­νέ­χι­σε ἔ­τσι», εἶ­πα. Εἶ­χα δου­λειά, μόν­τα­ρα ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το γιὰ νὰ μπο­ρέ­σου­με τὸ Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο νὰ πᾶ­με κι ἀλ­λοῦ νὰ φω­το­γρα­φί­σου­με χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα.

       Πί­στευ­α πὼς ἕ­να κα­λὸ δεῖγ­μα τῆς προ­σφο­ρᾶς πα­ρα­τη­μέ­νων χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κων δέν­τρων στὸ Σὰν Φραν­σί­σκο θὰ μᾶς ἦ­ταν ἀ­ναγ­καῖ­ο.

       Ὁ ὁ­δη­γός μας τῆς ἑ­πό­με­νης μέ­ρας ἐ­πι­θυ­μεῖ νὰ δι­α­τη­ρή­σει τὴν ἀ­νω­νυ­μί­α του. Φο­βᾶ­ται ὅ­τι θὰ χά­σει τὴ δου­λειά του καὶ θὰ δε­χτεῖ πι­έ­σεις οἰ­κο­νο­μι­κὲς καὶ κοι­νω­νι­κὲς ἂν βγεῖ πα­ρα­έ­ξω ὅ­τι συ­νερ­γα­στή­κα­με τὴ μέ­ρα ἐ­κεί­νη.

       Τὸ ἑ­πό­με­νο πρω­ῒ βά­λα­με μπρο­στὰ κι ὀρ­γώ­σα­με το Σὰν Φραν­σί­σκο τρα­βών­τας παν­τοῦ φω­το­γρα­φί­ες πα­ρα­τη­μέ­νων χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κων δέν­τρων. Ἐ­κτε­λέ­σα­με τὸ σχέ­διο μὲ τὴ θέρ­μη μιᾶς τριά­δας ἐ­πα­να­στα­τῶν.

       142, 159, 168, 175, 183.

       Γυρ­νού­σα­με μὲ τ’ ἁ­μά­ξι καὶ ἐν­το­πί­ζα­με χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα νὰ στέ­κον­ται γιὰ πα­ρά­δειγ­μα στὴν αὐ­λὴ ἑ­νὸς ὑ­πέ­ρο­χου σπι­τιοῦ στὸ Πα­σί­φικ Χά­ιτς ἢ στὸ πλά­ι κά­ποι­ου ἰ­τα­λι­κοῦ μπα­κά­λι­κου στὸ Νὸρθ Μπίτς. Στα­μα­τού­σα­με ἀ­πό­το­μα καὶ πη­δού­σα­με ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ ἁ­μά­ξι καὶ ὁρ­μού­σα­με μὲ μα­νί­α στὸ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο καὶ ἀρ­χί­ζα­με νὰ τὸ φω­το­γρα­φί­ζου­με ἀ­π’ ὅ­λες τὶς γω­νί­ες λή­ψης.

       Οἱ ἁ­πλοὶ ἄν­θρω­ποι τοῦ Σὰν Φραν­σί­σκο θὰ μᾶς πέ­ρα­σαν γιὰ τε­λεί­ως πα­ρά­φρο­νες: ἐκ­κεν­τρι­κούς. Ἀ­πο­τε­λού­σα­με ἀ­τρα­ξιόν, μὲ ὅ­λη τὴ ση­μα­σί­α τῆς λέ­ξης.

       199, 215, 227, 233, 245.

       Πε­τύ­χα­με τὸν ποι­η­τὴ Λό­ρενς Φερ­λιν­γκέ­τι νά ’­χει βγά­λει βόλ­τα τὸν σκύ­λο του στὸ Πο­τρέ­ρο Χίλ. Μᾶς εἶ­δε νὰ πε­τα­γό­μα­στε μ’ ἕ­να σάλ­το ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ αὐ­το­κί­νη­το καὶ ν’ ἀρ­χί­ζου­με με­μιᾶς νὰ φω­το­γρα­φί­ζου­με ἕ­να χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο ποὺ ἦ­ταν πε­σμέ­νο στὸ πε­ζο­δρό­μιο.

       277, 278, 279, 280, 281.

       Περ­νών­τας ἀ­πὸ δί­πλα, εἶ­πε: «Φω­το­γρα­φί­ζε­τε χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα;»

       «Πε­ρί­που», εἴ­πα­με κά­νον­τας ὅ­λοι μας τὴν ἴ­δια πα­ρα­νο­ϊ­κὴ σκέ­ψη: Ξέ­ρει ἄ­ρα­γε τί εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ κά­νου­με; Θέ­λα­με νὰ τὸ κρα­τή­σου­με ἑ­πτα­σφρά­γι­στο μυ­στι­κό. Τὸ πι­στεύ­α­με ὅ­τι εἴ­μα­στε σὲ κα­λὸ δρό­μο καὶ μιὰ κά­ποι­α ἐ­χε­μύ­θεια ἦ­ταν ἀ­πα­ραί­τη­τη ἕ­ως ὅ­του φτά­σου­με ἐ­κεῖ ποὺ θέ­λα­με.

       Κά­πως ἔ­τσι πέ­ρα­σε ἡ μέ­ρα καὶ ἡ σού­μα μας ἀ­πὸ φω­το­γρα­φί­ες χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κων δέν­τρων ξε­πέ­ρα­σε ἀ­θό­ρυ­βα τὸ φράγ­μα τῶν 300.

       «Τί λές; Ἀρ­κε­τὲς δὲν εἶ­ναι τώ­ρα;», εἶ­πε ὁ Μπόμπ.

       «Ὄ­χι, λί­γες ἀ­κό­μη κι εἴ­μα­στε ἐν­τά­ξει.», εἶ­πα.

       317, 332, 345, 356, 370.

       «Τώ­ρα;», εἶ­πε ὁ Μπόμπ.

       Εἴ­χα­με ἀ­φή­σει πί­σω μας τὸ Σὰν Φραν­σί­σκο πολ­λὴ ὥ­ρα καὶ ἤ­μα­στε στὸ Τέ­λεγ­κραφ Χίλ, σκαρ­φα­λω­μέ­νοι σὲ μιὰ σκά­λα γιὰ νὰ ἑ­λι­χθοῦ­με ὣς τὸν ἀ­κά­λυ­πτο, ὅ­που κά­ποι­ος εἶ­χε σφη­νώ­σει ἕ­να χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο σ’ ἕ­να συρ­μα­τό­πλεγ­μα. Τὸ δέν­τρο ἔ­βγα­ζε τὴν ἴ­δια ἁ­γνό­τη­τα μὲ τὸν Ἅ­γιο Σε­βα­στια­νό, μὲ τὰ βέ­λη του, μὲ τὰ ὅ­λα του.

       «Ὄ­χι, λί­γες μο­νά­χα ἀ­κό­μη», εἶ­πα.

       386, 387, 388, 389, 390.

       «Τώ­ρα πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἀρ­κε­τές», εἶ­πε ὁ Μπόμπ.

       «Ἔ­τσι νο­μί­ζω», εἶ­πα.

       Εἴ­χα­με ὅ­λοι μας με­γά­λη χα­ρά. Ἦ­ταν ἡ πρώ­τη ἑ­βδο­μά­δα τοῦ 1964. Πα­ρά­ξε­νοι και­ροὶ στὴν Ἀ­με­ρι­κή.


Πη­γή: Richard Brautigan, The Tokyo-Mon­tana Ex­press, Λον­δί­νο, Pi­cador (Pan Books), 1982 [πρώ­τη ἔκ­δο­ση: Νέ­α Ὑ­όρ­κη, Targ Editions, 1979]. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ 

Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan) (1935, Τα­κό­μα – 1984, Σὰν Φραν­σί­σκο). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς πε­ζο­γρά­φος καὶ ποι­η­τής. Τὸ ἔρ­γο του ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ ἕν­τε­κα νου­βέ­λες, δέ­κα ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ μί­α συλ­λο­γὴ σύν­το­μων πε­ζο­γρα­φη­μά­των. Ἡ πρω­το­πρό­σω­πη ἀ­φή­γη­ση, τὸ παι­γνι­ῶ­δες καὶ γλυ­κό­πι­κρο ὕ­φος καὶ ἡ εὑ­ρη­μα­τι­κό­τη­τά του εἶ­ναι στοι­χεῖ­α ποὺ θὰ συ­ναν­τή­σει κα­νεὶς στὸ σύ­νο­λο τοῦ ἔρ­γου του. Ἔ­δω­σε ὁ ἴ­διος τέ­λος στὴ ζω­ή του.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου