Με το βιβλίο του «Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου - Η συμβολή της αφηγηματολογίας» ο Σπύρος Κιοσσές, μεταδιδακτορικός ερευνητής στη δημιουργική γραφή στο Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του ΔΠΘ, όπου και διδάσκει, Καθηγητής-Σύμβουλος στο Μεταπτυχιακό Δημιουργικής Γραφής στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο, αλλά και ποιητής, μας έδωσε ένα έργο που καλύπτει ένα σημαντικό κενό στη σχετική ελληνική βιβλιογραφία.
Του Κ.Β. Κατσουλάρη
Πώς μπορεί να αξιοποιηθεί η δημιουργική γραφή στην εκπαίδευση; Ποια είναι η σχέση δημιουργικής γραφής και φιλολογίας; Γιατί, δημιουργική γραφή και δημιουργική ανάγνωση είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος και πώς μπορεί κανείς να μάθει να διαβάζει και να γράφει μαζί με τους άλλους; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που διερευνήσαμε σε αυτή τη συζήτηση, μικρό μέρος μονάχα του πλούτου που συναντά κανείς στο βιβλίο του Σπύρου Κιοσσέ, ένα έργο που ισορροπεί ανάμεσα στον θεωρητικό-επιστημονικό λόγο, έχοντας ως βάση τις ποικίλες εκδοχές της Αφηγηματολογίας (τις οποίες και παρουσιάζει εκτενώς και με μεγάλη ενάργεια και κατανόηση – πράγμα καθόλου εύκολο), και στην καταστατική ελευθερία της λογοτεχνικής έκφρασης. Στο τέλος, πέρα από μια εκτενέστατη βιβλιογραφία, θα βρει κανείς σειρά από ασκήσεις ή ιδέες για την πραγμάτωση της δημιουργικής γραφής και ανάγνωσης σε εκπαιδευτικό περιβάλλον.
Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου
Η συμβολή της αφηγηματολογίας
Σπύρος Κιοσσές
Κριτική 2018
Σελ. 488, τιμή εκδότη €26,00
Ποιος ήταν ο βασικός στόχος σας γράφοντας αυτό το ιδιαίτερα φιλόδοξο βιβλίο; Ποιο κενό έρχεται να καλύψει;
Όταν ξεκίνησα να ερευνώ το θέμα της δημιουργικής ανάγνωσης και γραφής, και τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να προωθήσει και τις δύο ο επιστημονικός λόγος περί αφήγησης, δεν στόχευα τη συγγραφή ενός βιβλίου. Ήθελα περισσότερο να απαντήσω σε δικά μου ερωτήματα. Όταν όμως η μελέτη αυτή έλαβε πιο συστηματικό χαρακτήρα, στο πλαίσιο μεταδιδακτορικής έρευνας που εκπόνησα στο Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του Δ.Π.Θ., διαπίστωσα κάποιο «κενό», όπως αναφέρετε, στην ελληνική βιβλιογραφία σε σχέση με το παραπάνω θέμα: έλειπε μια συνολική, κατά το δυνατό, και ευσύνοπτη επιστημονική εξέτασή τους. Δεν υπήρχε στην ελληνική γλώσσα μια συστηματική παρουσίαση των ποικίλων πτυχών της σύνθεσης του λογοτεχνικού πεζού λόγου, και ταυτόχρονα ένας οδηγός που θα κατεύθυνε όποιον ενδιαφερόταν για την περαιτέρω μελέτη των ζητημάτων αυτών.
.
Τα τελευταία χρόνια γίνεται λόγος για την ένταξη της Δημιουργικής Γραφής στα σχολεία. Σε τι μπορεί να βοηθήσει κάτι τέτοιο; Κάποιοι λένε: πολλά παιδιά τελειώνουν το σχολείο χωρίς να έχουν διαβάσει ούτε ένα ολόκληρο μυθιστόρημα, σε τι ωφελεί να τους βάλεις στον ρόλο του συγγραφέα, αν πρώτα δεν έχεις καταφέρει να τους βάλεις στο ρόλο του αναγνώστη;
Η παρατήρηση αυτή είναι ορθή. Πράγματι, πολλοί μαθητές ολοκληρώνουν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση χωρίς να έχουν διαβάσει ολόκληρο μυθιστόρημα. Η αποσπασματικότητα είναι μία από τις αδυναμίες της λογοτεχνικής εκπαίδευσης στη χώρα μας. Παρά τους τυπικούς παράγοντες, όπως λ.χ. η έλλειψη διδακτικού χρόνου, τα εγχειρίδια λογοτεχνίας, που ανθολογούν αναγκαστικά ποιήματα, σύντομα διηγήματα και αποσπάσματα μυθιστορημάτων, υπάρχουν πιο ουσιαστικές δυσκολίες ή μάλλον απαιτήσεις. Η βασικότερη αφορά την ίδια τη στόχευση του «μαθήματος»: πρέπει ο εκπαιδευτικός να θέσει ως στόχο τη δημιουργία «μικρών αναγνωστών» και όχι «μικρών φιλολόγων». Το πρώτο είναι σαφώς πιο δύσκολο από το δεύτερο. Για να κάνεις έναν μαθητή αναγνώστη πρέπει αρχικά να εγκύψεις στην προσωπικότητα και στην ψυχοσύνθεσή του, να ακούσεις τους προβληματισμούς του, να γνωρίσεις τα ενδιαφέροντά του, να διερευνήσεις την αναγνωστική του εμπειρία. Έπειτα, πρέπει εσύ ο ίδιος ως εκπαιδευτικός να προσεγγίζεις τη λογοτεχνία ως μορφή τέχνης και όχι ως «διδακτικό αντικείμενο», όπως τα υπόλοιπα. Να αντιλαμβάνεσαι ότι οι όποιες γνώσεις για την ιστορία της λογοτεχνίας, για ρεύματα, συγγραφείς, σχήματα λόγου, αφηγηματολογικές έννοιες κ.λπ. δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσα που πρέπει να χρησιμοποιούνται για την προώθηση της αναγνωστικής απόλαυσης. Το ίδιο και η δημιουργική γραφή, που πρέπει να αξιοποιείται στο σχολείο ακριβώς ως μέσο βαθύτερης και εντονότερης απόλαυσης των κειμένων, τόσο αυτών που γράφουν οι μαθητές όσο και αυτών που διαβάζουν. Πέρα και πάνω από όποιες γνώσεις γύρω από τα κείμενα, ο δάσκαλος της λογοτεχνίας οφείλει να μεσολαβήσει ώστε να «μιλήσουν» τα λογοτεχνικά κείμενα στους μαθητές. Να τους κάνει να νιώσουν ότι τα έργα αυτά τους αφορούν, γιατί έτσι συμβαίνει στ’ αλήθεια. Βασική όμως προϋπόθεση για όλα αυτά είναι να απολαμβάνει ο ίδιος ο εκπαιδευτικός τη λογοτεχνία. Να την αγαπά. Μόνο τότε θα εμπνεύσει την αγάπη αυτή στους μαθητές του. Κι αν την αγαπήσουν, θα βρουν τον χρόνο και τον τρόπο να διαβάσουν ολόκληρα μυθιστορήματα στα σχολικά τους χρόνια και κυρίως στη ζωή τους μετά το σχολείο.
Συμπληρωματικά της Δημιουργικής Γραφής προτάσσεται η έννοια της Δημιουργικής Ανάγνωσης; Τι να καταλάβει κανείς με αυτήν την έννοια; Δεν είναι κάθε ανάγνωση δημιουργική;
Κάθε ανάγνωση μπορεί να είναι δημιουργική. Μπορεί όμως και όχι. Δημιουργική ανάγνωση δεν σημαίνει απλή κατανόηση ενός κειμένου. Σημαίνει να συνθέτεις ερμηνείες με βάση το κείμενο, αλλά και να διαβάζεις πίσω από τις λέξεις του. Να μπορείς να το διαβάζεις εκ του σύνεγγυς, αξιοποιώντας για την ερμηνεία σου όλες εκείνες τις μικρές αλλά σημαντικές λεπτομέρειες, περισσότερο ή λιγότερο εμφανείς, αλλά να εντοπίζεις επίσης τον τρόπο με τον οποίο το κείμενο λειτουργεί στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα κατασκευής και πρόσληψής του. Να συναισθάνεσαι την ιδεολογία, μέρος της οποίας συνιστά το κείμενο αυτό. Να μπλέκεσαι στους ιστούς με τους οποίους το κείμενο συνομιλεί με άλλα κείμενα, σύγχρονα και προγενέστερα. Να αντιλαμβάνεσαι την πολυσημία του, να νιώθεις ότι δεν «κείται» απλώς μέσα στον κόσμο, αλλά ότι επενεργεί σε αυτόν και σε σένα ως αναγνώστη. Και να μπορείς, επίσης, να αποστασιοποιείσαι από αυτό, να κρίνεις την «αλήθεια» του σε σχέση με τη δική σου «αλήθεια». Μόνο έτσι η ανάγνωση γίνεται δημιουργική: όταν αφήνεις το κείμενο να σε διαπεράσει και τον εαυτό σου να περάσει μέσα από το κείμενο, και από το πέρασμα αυτό βγαίνετε και οι δύο αλλαγμένοι.
Υπάρχουν αυτήν τη στιγμή δύο μεταπτυχιακά τμήματα Δημιουργικής Γραφής στην Ελλάδα, ένα στο Πανεπιστήμιο της Μακεδονίας, που είναι και το πρώτο που δημιουργήθηκε, και το άλλο, πιο πρόσφατο, που γίνεται σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Μακεδονίας, στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Θα σκεφτόταν κανείς: Μα, Μεταπτυχιακά, χωρίς να υπάρχουν αντίστοιχες πτυχιακές σπουδές; Αυτό είναι το πρώτο ερώτημα. Και το δεύτερο, συναφές: Πιστεύετε ότι ως αντικείμενο η Δημιουργική Γραφή θα μπορούσε να στηρίξει τέσσερα χρόνια σπουδών, να είναι δηλαδή ένα κανονικό αντικείμενο σπουδών, μια «Πειθαρχία», όπως η Φιλολογία ή η Κοινωνιολογία ή η Ιστορία;
».
Πολλά πράγματα ξεκινούν πρωθύστερα στη χώρα μας. Η έλλειψη ενός προπτυχιακού προγράμματος σπουδών στη δημιουργική γραφή είναι γεγονός. Νομίζω, όμως, ότι το βασικό ερώτημα στο οποίο θα έπρεπε να απαντήσει κάποιος που θα πρότεινε ένα παρόμοιο προπτυχιακό πρόγραμμα είναι το εξής: «Μα, τι θα “είναι” ο απόφοιτος ενός τέτοιου Τμήματος; Συγγραφέας;» Η προφανής απάντηση είναι «όχι», ή τουλάχιστον «όχι απαραίτητα» ή «όχι αναγκαστικά». Πέρα από την εύλογη «ένσταση» περί ταλέντου, κάποιος γίνεται συγγραφέας όχι χάρη σε κάποια επίσημη πιστοποίησή του, αλλά μέσω της ίδιας της διαδικασίας της συγγραφής. Επιπλέον, η σύνδεση των πτυχιακών σπουδών με την αγορά εργασίας και την επαγγελματική προοπτική αποτελεί για τη χώρα μας μια πραγματικότητα η οποία δεν μπορεί να παραγνωριστεί, ούτε σε επίπεδο συνείδησης ούτε σε αυτό της εκπαιδευτικής πολιτικής. Από την άλλη, έχουν ιδρυθεί Πανεπιστημιακά Τμήματα χωρίς, προφανώς, παρόμοιο σκεπτικό. Η λειτουργία μεταπτυχιακών σπουδών έχει, από την άποψη αυτή, πολλά πλεονεκτήματα: προσφέρει εξειδικευμένες γνώσεις σε ήδη πτυχιούχους, λ.χ. σε εκπαιδευτικούς ποικίλων κατευθύνσεων, ώστε να ανταποκριθούν στη «θεσμοθετημένη» εισαγωγή της δημιουργικής γραφής στην εκπαίδευση, αλλά και σε όλους όσοι επιθυμούν να εμβαθύνουν στις τεχνικές της γραφής, σε συγγραφείς (επίδοξους ή ήδη ενεργούς), σε επιμελητές εκδόσεων, κ.λπ. Ως προς το δεύτερο ερώτημα, η Δημιουργική Γραφή θα μπορούσε να «στηρίξει» ένα τετραετές αντικείμενο, εάν την προσεγγίσουμε στην, απαραίτητη, κατά την άποψή μου, σχέση της με την ανάγνωση και τη συστηματική μελέτη της λογοτεχνίας. Ένα παρόμοιο Πρόγραμμα Σπουδών θα περιείχε, πέρα από τα εργαστήρια συγγραφής σε διάφορα κειμενικά είδη, διδακτικά αντικείμενα που θα αφορούσαν ευρύτερα τη λογοτεχνία, ελληνική και διεθνή, λογοτεχνικά ρεύματα και Σχολές, κ.λπ. Η προσέγγιση όμως θα γινόταν, ιδανικά, μέσα από τα ίδια τα κείμενα, την ανάγνωση και την ερμηνεία τους. Θα περιείχε επίσης ζητήματα θεωρίας και κριτικής της λογοτεχνίας, επιμέλειας κειμένων, πρόσληψης της λογοτεχνίας, αισθητικής θεωρίας, κ.λπ., ζητήματα, δηλαδή, με τα οποία αν ασχοληθεί κανείς συστηματικά και σε βάθος χρειάζεται πολλά χρόνια μελέτης. Η «Δημιουργική Γραφή», με την έννοια αυτή, συνιστά «Πειθαρχία», όπως ακριβώς απαιτεί και «πειθαρχία».
Στο βιβλίο σας, που έχει τον γενικό τίτλο «Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου» προτάσσετε τη «συμβολή της αφηγηματολογίας»; Μια σκέψη που έκανα είναι ότι εστιάζετε εκεί γιατί η Αφηγηματολογία φαίνεται να προσφέρει μια εντύπωση (ή επίφαση;) επιστημονικότητας στο φευγαλέο αυτό αντικείμενο που είναι η λογοτεχνική γραφή. Θέλετε να μας πείτε δυο λόγια γι’ αυτήν σας την επιλογή;
Η αφηγηματολογία είναι η επιστημονική μελέτη της αφήγησης: εξετάζει με συγκεκριμένες, αντικειμενικές μεθόδους τη δόμηση των αφηγήσεων και τους μηχανισμούς κατασκευής τους, καθώς και τη λειτουργία και αποτελεσματικότητά τους σε συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτισμικές περιστάσεις. Νομίζω ότι παρόμοια προσέγγιση είναι απαραίτητη ακριβώς για να διασκεδάσει την εντύπωση της (θεωρούμενης για πολλά χρόνια) άκρατης υποκειμενικότητας του λογοτεχνικού φαινομένου. Τέτοιες απόψεις είχαν τη στρεβλωτική, κατά την προσωπική μου άποψη, συνέπεια προσέγγισης των λογοτεχνικών έργων ως δημιουργημάτων μιας εκκεντρικής ιδιοφυΐας, τα οποία μόνο ένας εξίσου ιδιοφυής κριτικός μπορεί να εκτιμήσει και να αξιολογήσει. Από το άκρο αυτό της ελιτίστικης προσέγγισης της λογοτεχνικής γραφής περάσαμε κατόπιν στην «υποτίμησή» της ως λόγου προσωπικού, ασαφούς, ιμπρεσσιονιστικού, χωρίς ειδικό βάρος για το σύγχρονο κοινωνικό γίγνεσθαι. Η λογοτεχνική γραφή όμως είναι τόσο τέχνη όσο και τεχνική, και μάλιστα τεχνική που απαιτεί ιδιαίτερη δεξιότητα και πολλή προσπάθεια. Η αφηγηματολογία εξετάζει το κομμάτι της τεχνικής. Αυτή είναι η συμβολή της. Το κομμάτι της «τέχνης», του ταλέντου, της φαντασίας, της έμπνευσης, κ.λπ. δεν μπορεί να τα μελετήσει – κι ούτε διατείνεται ότι τα μελετά.
Σχετικά με την Αφηγηματολογία: Αν και στη χώρα μας έχει επικρατήσει το μοντέλο του Ζενέτ (περισσότερο αυτό διδάσκεται και παρουσιάζεται), υπάρχουν πολλά «αφηγηματολογικά μοντέλα», αρκετά από τα οποία παρουσιάζετε κι εσείς στο βιβλίο σας. Αυτή η πολυμέρεια ή πολυφωνία (ή κακοφωνία) εκ μέρους των απανταχού αφηγηματολόγων, δεν μαρτυρά κάτι για το αντικείμενο; Με άλλα λόγια, μήπως η αφηγηματολογία δημιουργεί στον αναγνώστη (εκπαιδευτικό, συγγραφέα) μεγαλύτερη σύγχυση; (Είναι κάτι που το έχω ακούσει κατά καιρούς από φοιτητές, μαθητές κ.λπ)
Υπάρχουν διάφορα αφηγηματολογικά μοντέλα, πολυάριθμοι όροι, ποικίλες έννοιες, εξεζητημένες ή μη μέθοδοι ανάλυσης της αφήγησης, κ.λπ.. Η πολυφωνία και η πολυμέρεια δεν είναι κακό, ούτε στην επιστήμη ούτε στην κοινωνία. Μάλλον η μονομέρεια είναι επικίνδυνη, αυτή που αξιώνει τη μοναδική και αλάνθαστη αυθεντία. Τα διαφορετικά μοντέλα, έτσι, αποτελούν εναλλακτικές από τις οποίες μπορεί κάποιος (θεωρητικός, εκπαιδευτικός ή συγγραφέας) να επιλέξει αυτό που θεωρεί περισσότερο πειστικό και αποτελεσματικό ως προς τη λειτουργία και στόχευσή του, την περιγραφή δηλαδή της σύνθεσης των πεζών κειμένων και την ερμηνεία τους. Σύγχυση μπορούν να δημιουργήσουν, κατά την άποψή μου, δύο πράγματα: πρώτον, αν το όποιο αφηγηματολογικό μοντέλο χρησιμοποιηθεί όχι ως περιγραφικό μέσο αλλά ως κανονιστικό πρότυπο γραφής. Δεύτερον, αν η αφηγηματολογία αναχθεί σε αντικείμενο καθαυτό, αποσπασμένο από τα κείμενα που περιγράφει.
Εδώ και αρκετά χρόνια, στην «αγορά» (σε ποικίλους θεσμούς, δημόσιους ή ιδιωτικούς ή και σε εντελώς ιδιωτικό επίπεδο), πολλοί συγγραφείς (μεταξύ των οποίων και ο υποφαινόμενος), «διδάσκουν» δημιουργική γραφή σε σεμινάρια παντός είδους και διάρκειας. Δύο ερωτήσεις:
α. Ποια θα ήταν για σας η επαρκής κατάρτιση οιουδήποτε θέλει να «διδάξει» τη Δημιουργική Γραφή; Θα έπρεπε, π.χ., να έχει κάποιο πτυχίο ή κάποια άλλη ιδιότητα;
β. Κάποιοι, συνήθως συγγραφείς οι ίδιοι, ισχυρίζονται ότι δεν μπορεί να διδάξει την γραφή κάποιος που δεν είναι ο ίδιος συγγραφέας (να έχει δηλαδή εκδώσει αρκετά βιβλία, να είναι «αναγνωρισμένος» στον χώρο κ.λπ). Ποια είναι η άποψή σας;
Νομίζω ότι δεν μπορούμε να γενικεύουμε. Εξαρτάται κατά περίπτωση τόσο του δασκάλου όσο και των διδασκομένων και των αναγκών τους. Υπάρχουν δάσκαλοι που διαθέτουν και τα δύο. Κι εξάλλου, γιατί να μιλούμε μόνο για έναν δάσκαλο, αποκλειστικά; Είναι καλό οι διδασκόμενοι να δοκιμάσουν και τα δύο είδη δασκάλων, συμπληρωματικά. Είναι γεγονός ότι τόσο η επαρκής θεωρητική κατάρτιση όσο και η εμπειρία στη γραφή είναι απαραίτητα εφόδια του δασκάλου της δημιουργικής γραφής, γιατί και τα δύο χρειάζονται στους διδασκόμενους. Από την άλλη, κανένα από τα δύο δεν αρκεί από μόνο του. Ούτε θεωρία χωρίς άσκηση και πρακτική καλλιέργεια της δεξιότητας ούτε γραφή χωρίς γνώσεις τεχνικών, εννοιών, μεθόδων, άλλων λογοτεχνικών κειμένων κ.λπ. Η θεωρητική κατάρτιση αφεαυτής δεν καθιστά κάποιον ούτε καλό συγγραφέα ούτε καλό δάσκαλο. Από την άλλη, η συγγραφική εμπειρία ή «επιτυχία» κάποιου επίσης δεν τον καθιστά αυτόματα καλό δάσκαλο της τέχνης του, ικανό να αναστοχαστεί πάνω σε αυτήν και να τη διδάξει σε άλλους. Εξάλλου, η τέχνη δεν μεταδίδεται μαγικά από τον δάσκαλο στο μαθητή. Χρειάζεται ταλέντο, φυσική κλίση, γνώσεις, δεξιότητες, πολύ διάβασμα, σκληρή δουλειά, πείσμα, δημιουργικές αφορμές, πρότυπα κι έμπνευση. Ο επαρκής δάσκαλος της δημιουργικής γραφής μπορεί να επέμβει σε κάποια από αυτά, να καθοδηγήσει τα πρώτα βήματα των μαθητών, να τους δείξει δρόμους, αλλά η πορεία θα γίνει από τους ίδιους τους μαθητές, με τον δικό τους ρυθμό, τρόπο και ύφος.
Στο τέλος έχετε ένα μεγάλο κεφάλαιο, πάνω από 100 σελίδες, με «Δραστηριότητες». Θέλετε να μου πείτε ποιος είναι ο σκοπός αυτού του κεφαλαίου και σε ποιον, κυρίως, απευθύνεται;
Το κεφάλαιο αυτό έρχεται ως «φυσικό» συμπλήρωμα των προηγούμενων, για να δείξει πώς μπορεί να αξιοποιηθεί η θεωρία που προηγήθηκε στην «πράξη» της δημιουργικής ανάγνωσης και γραφής. Πρόκειται για δραστηριότητες που αφορμώνται από διάφορους παράγοντες και στοιχεία της συγγραφικής σύνθεσης (τίτλος του έργου, αφηγηματική πλαισίωση, σύγκρουση, χαρακτήρες, εστίαση, αφηγηματική φωνή, κ.ά.), δίνοντας κάποια «νήματα» δημιουργικής επεξεργασίας πλήθους λογοτεχνικών κειμένων και συγγραφής καινούργιων κειμένων από τους διδασκόμενους. Όλες από αυτές τις δραστηριότητες έχουν δοκιμαστεί στην πράξη, είτε με μαθητές δευτεροβάθμιας ή με φοιτητές μου, αλλά και άλλους. Είναι βεβαίως ενδεικτικά παραδείγματα, που μπορούν να συμπληρωθούν, να τροποποιηθούν, κ.λπ. Προσφέρουν όμως μια καλή αρχή προβληματισμού προς αυτή την κατεύθυνση.
Τι δουλειά κάνει (ή τι ιδιότητα έχει) για εσάς ο ιδανικός αναγνώστης του βιβλίου σας; (εκπαιδευτικός, μαθητής ή φοιτητής, συγγραφέας)
Ο ιδανικός αναγνώστης του βιβλίου μου είναι κυρίως «αναγνώστης». Ανεξαρτήτως επαγγέλματος ή άλλης ιδιότητας (μαθητής, φοιτητής, εκπαιδευτικός, συγγραφέας, επίδοξος συγγραφέας) ο αναγνώστης του συγκεκριμένου βιβλίου αγαπά τη λογοτεχνία, την ανάγνωση και τη γραφή, και αγαπά τα βιβλία που μιλούν για τη λογοτεχνία, την ανάγνωση και τη γραφή.
* Ο Κ.Β. ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά» (εκδ. Μεταίχμιο).
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά» (εκδ. Μεταίχμιο).
Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου
Η συμβολή της αφηγηματολογίας
Σπύρος Κιοσσές
Κριτική 2018
Σελ. 488, τιμή εκδότη €26,00
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου