Ι ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ στιγμὲς τῆς ζωῆς της. Ἡ
Μαρὶ-Φρανσουὰζ καταπλακωμένη ἀπὸ τόνους μπάζα.
Τὸ ψάρι ποὺ ἔτρωγε εἶναι ἀκόμα στὸ στόμα της.
Τὰ μάτια της εἶναι κλειστά.
Νιώθει τὸ σκοτάδι ποὺ τὴν περιέχει.
Δὲν αἰσθάνεται τὸ σῶμα της, λὲς κι ἡ ψυχὴ της ξεγλίστρησε κατὰ τὴν
πτώση καὶ περιμένει τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ νὰ τὸ σκάσει ἀπ’ τὸν
κόσμο.
Ὕστερα ἡ ζωή της σὰν σύννεφο
ἀνοίγει στὴ μέση κι ἐκείνη, καθηλωμένη, δέχεται μιὰ βροχὴ ἀπὸ
στιγμές.
Ἡ πράσινη συσκευὴ τηλεφώνου
στὴν κουζίνα τοῦ παπποῦ καὶ τῆς γιαγιᾶς, πλάι στὴ γλάστρα.
Ἡ δροσιὰ ἀπὸ τὸ πλαστικὸ ἀκουστικό,
ἡ αἴσθηση νὰ τὸ κρατᾶ δίπλα στ’ αὐτί. Στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς γραμμῆς ἀκούγεται
μιὰ φωνὴ γνώριμη – ἡ δική της φωνή.
Τὸ βάρος ἀπ’ τὰ παπούτσια τῆς
μητέρας της καθὼς τὰ μεταφέρει στὸ ὑπνοδωμάτιο.
Ἡ σκέψη ὅτι κάποτε θὰ μεγαλώσει
καὶ θὰ ἔχει παρόμοια.
Ἡ τυχαία συνάντηση μὲ μιὰ
φίλη.
Ὅλα αὐτὰ εἶναι πίσω της.
Κι ὕστερα ἡ βροχὴ τῆς ζωῆς
της διακόπτεται, κι ἐκείνη μένει στὸ σκοτάδι, μὲ τὴν καρδιά της νὰ
πιέζει σιγανά τὰ πλευρά. Θόρυβοι ὑπόκωφοι, λὲς κι εἶναι βυθισμένη
σὲ νερό.
Σὲ λίγο ἡ βροχὴ τῶν στιγμῶν
ξαναρχίζει, γιὰ νὰ τὴ διαποτίσει μὲ τὴν ἐσωτερικότητα μεμονωμένων
λεπτομερειῶν.
Τὸ πρωινὸ φῶς πίσω ἀπ’ τὴν
κουρτίνα.
Ἡ μυρωδιὰ τῆς σχολικῆς αἴθουσας.
Ἕνα ποτήρι γάλα.
Ἡ εὐχὴ γιὰ ἕναν πατέρα, ἡ
φαντασίωση τῶν χεριῶν του ποὺ τὴν ἀγκαλιάζουν.
Τὸ κεφάλι της ποὺ γέρνει στὴ
δροσερὴ πλάτη τοῦ καινούργιου της φίλου κάποιο πρωινό.
Τό ‘χει κάνει δύο φορές. Ἡ σημασία
τῆς στιγμῆς, ἐφάμιλλη τῆς γέννησης.
Ξανὰ ὁ παπποὺς μὲ τὴ γιαγιά, μὰ
τώρα ὡς χαρακτῆρες στὶς δικὲς τους ἱστορίες – περπατοῦν ξυπόλητοι
στὸ λασπωμένο χιόνι καὶ πατοῦν ἕνα θαμμένο χέρι.
Τὸ τέλος τοῦ πολέμου.
Ἕνα σπιτάκι στὴ Γαλλία.
Μιὰ κόρη.
Μιὰ ἐγγονή.
Οἱ ἀγκῶνες τῆς μητέρας της,
καθὼς ὁδηγεῖ τὸ παλιὸ καφετὶ Ρενώ.
Ἡ Μαρὶ-Φρανσουὰζ δὲν αἰσθάνεται
τὸ σῶμα της κι εἶναι ἀνήμπορη νὰ φωνάξει.
Τίποτα δὲν ἀκούγεται, τίποτα
δὲν σαλεύει, μονάχα οἱ βουβὲς ταινίες ποὺ προβάλλονται στὸ ἐσωτερικό
τοῦ κρανίου της.
Ἔχει συναίσθηση ὄχι τόσο
τοῦ ὅτι πεθαίνει, ὅσο τοῦ ὅτι εἶναι ἀκόμα ζωντανή. Ἂν ὑπῆρχε κι
ἄλλος χρόνος, ἴσως καὶ νὰ ἔτρεφε μιὰ κάποια ἐλπίδα σωτηρίας. Ἀντ’
αὐτοῦ, τὴν πλημμυρίζουν οἱ ἀναμνήσεις.
Κεράκια ποὺ τὰ φυσᾶς μὰ δὲν
σβήνουν – δὲν ἔχουν σημασία τὰ χρόνια, μόνο ἡ μυρωδιὰ τοῦ καπνοῦ
τὴ στιγμὴ ποὺ ἀμυδρὰ φυσήματα συνδράμουν στὸ σβήσιμο μικρῶν ἑστιῶν
φωτιᾶς.
Ὁ ἦχος ἀπὸ βήματα στὸ χόλ, ὕστερα
τὰ γυμνά της πόδια ποὺ βηματίζουν ἀθόρυβα κι ἐκεῖ, στὸ τραπέζι τῆς
κουζίνας, ὁ παπποὺς νεκρός· τὸ ψυγεῖο ὀρθάνοιχτο.
Ἕνα ἀβγὸ ἄθικτο στὸ πάτωμα.
Οἱ τσιρίδες τῆς γιαγιᾶς.
Ἡ ἀνάμνηση τώρα δὲν φέρνει
πόνο. Ἡ ζωή της εἶναι παράθυρο ἀνοιχτὸ κι ἐκείνη μιὰ πεταλούδα.
Ἐὰν δὲν ἐπέστρεφε κάθε τόσο
στὸ σκοτάδι —αὐτὸ τὸ σῶμα ποὺ ἐπιμένει νὰ ζήσει— θὰ ‘ταν σὰν σὲ διακοπές,
μιὰ κατάδυση σὲ δροσερὸ νερό, κάθε κίνηση τῶν χεριῶν ὁλόκληρη
φιλοσοφία.
Κι ἔπειτα ἡ μυρωδιὰ ἀπὸ τὸ
παλτὸ τῆς γιαγιᾶς, ὅπως κρέμεται μὲ ἀφοσίωση πίσω ἀπ’ τὴν πόρτα
τῆς κουζίνας μαζὶ μὲ τὴ σκούπα καὶ τὴν τσάντα μὲ τὶς σακοῦλες.
Ἀναρωτιέται μήπως ἔζησε
μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ κάτω ἀπ’ τὰ συντρίμμια. Μήπως τὴ ζωή της τὴ φαντάστηκε
ἕνας ἐαυτὸς ποὺ ποτὲ δὲν γνώρισε πραγματικά.
Κι ὕστερα μεμιᾶς, μὲ τὴν ἰδιοτέλεια
ποὺ νιώθουν οἱ ἑτοιμοθάνατοι, ἐρωτεύεται τὸ σκοτάδι καὶ τὰ ὀκτὼ
δευτερόλεπτα ποὺ τῆς ἀπομένουν – κάθε δευτερόλεπτο καὶ μιὰ μπουκιὰ
σὲ πεινασμένο.
Πηγή: Simon Van Booy, The Secret Lives of People
in Love, New York, Harper Perennial, 2010.
Σάιμον Βὰν Μπόυ (Simon Van
Booy) (Λονδίνο, 1975). Βρετανὸς συγγραφέας. Μεγάλωσε στὴν ὕπαιθρο
τῆς Οὐαλίας καὶ ζεῖ στὴ Νέα Ὑόρκη. Ἔχει γράψει τὰ βιβλία The Secret Lives of People in Love, Love Begins in Winter (διεθνὲς
βραβεῖο διηγήματος Φρὰνκ Ὁ’Κόνορ), Everything
Beautiful
Began After (Ὅλα τὰ ὡραῖα ἄρχισαν μετά,
Πατάκης 2016), The
Illusion of Separateness (Ἡ ψευδαίσθηση τῆς μοναξιᾶς,
Πατάκης 2019), Tales
of Accidental Genius, Father’s Day, The Sadness of Beautiful Things καὶ Night Came with Many Stars. Ἔχει ἐπιμεληθεῖ
τρία βιβλία φιλοσοφίας (Why
We Fight, Why
We Need Love καὶ Why
Our Decisions Don’t Matter). Κείμενά του ἔχουν δημοσιευθεῖ,
μεταξὺ ἄλλων, στὶς ἐφημερίδες The
New York Times, The
Telegraph καὶ The
Guardian.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Χριστίνα Γ. Παπαδοπούλου (Θεσσαλονίκη,
1981). Σπούδασε ἀρχιτεκτονικὴ στὴ Θεσσαλονίκη, design στὸ Λονδίνο
καὶ ἀκολούθησε μεταπτυχιακὲς σπουδὲς στὶς γραφικὲς τέχνες. Ἐργάστηκε
γιὰ μία δεκαετία ὡς ἀρχιτέκτονας. Τὰ τελευταῖα χρόνια ἀσχολεῖται
ἐπαγγελματικὰ μὲ τὴ μετάφραση καὶ τὴν ἐπιμέλεια κειμένων.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου