Mια σπαραξικάρδια τραγικωμωδία του Καμπανέλλη από το «Θέατρο Πρόβα»
Του Λέανδρου Πολενάκη
Τα έργα του
Καμπανέλλη αποτελούν αληθινά «τοπία» της νεοελληνικής κοινωνίας και οι
χαρακτήρες του ανθρώπινα «περιβόλια» όπου ευδοκιμούν λογής-λογής καρποί,
προϊόντα της γιγαντιαίας ζύμωσης που συντελείται τα τελευταία εκατόν πενήντα
χρόνια στην ευρύτερη περιοχή μας. Μιλάω για τις μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών,
για την κρίσιμη μετατόπιση του κέντρου βάρους του ελληνισμού από την Ανατολή
στη Δύση, για την άνοδο των μικροαστικών στρωμάτων στην εξουσία, σε συνδυασμό
με την αδυναμία της ντόπιας αστικής τάξης να παίξει τον ιστορικό της ρόλο.
«Τα Τέσσερα πόδια του
τραπεζιού» είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα των πιο πάνω: ένας πατέρας, τυπικός
εκπρόσωπος του μικροαστικού αναρριχώμενου είδους, που κατορθώνει,
εκμεταλλευόμενος τις ατυχίες της χώρας, να γίνει μέγας οικονομικός παράγοντας
και να ασκεί ανεξέλεγκτη τυραννία τόσο στους πρώην ομοίους του όσο και στους
τέσσερεις γιούς του, τους οποίους ακόμη και σε κώμα, κατάκοιτος, εξακολουθεί να
κρατάει δεμένους επειδή έχει φροντίσει να του ανήκουν τα πάντα.
Γύρω από αυτό το ζωντανό πτώμα που συνέρχεται και επικοινωνεί μόνο όταν ακούει να του μιλάνε για το… χρηματιστήριο, εξελίσσεται μια τραγικωμωδία, με τους τέσσερεις γιους να αλληλοσπαράζονται ποιος θα οικειοποιηθεί το χρυσοφόρο ζωντανό λείψανο εν όψει του αναμενόμενου αλλά μηδέποτε ερχόμενου τέλους του.
Στη δυναμική της αντιπαράθεσης των κληρονόμων, ο Καμπανέλλης εκθέτει την υβριδική φύση του δύσμορφου ελληνικού καπιταλισμού και των εκπροσώπων του. Ενός καπιταλισμού κατ’ επίφαση που δεν ανταποκρίνεται στις λογικές του Δυτικού συγγενούς του αλλά ορμάται από την πρωτόγονη αντίληψη του πλιάτσικου και της αρπαχτής. Τι είχες Γιάννη; Τι είχα πάντα! Για αυτό και δεν μπορεί να έχει ιστορική συνέχεια. Οι τελευταίες ατάκες του έργου είναι χαρακτηριστικές. Έχοντας χάσει προσωρινά τον έλεγχο των δικών τους τέκνων, οι τέσσερις γιοί του αφέντη - πατέρα αναφωνούν μπροστά στο ζωντανό λείψανο: «μπορεί να μην έχουμε παιδιά, αλλά πατέρα έχουμε ακόμη!» Και η ιστορία θα συνεχιστεί απαράλλαχτη όταν οι επίγονοι επιστρέψουν (θα επιστρέψουν σίγουρα σύντομα γιατί είναι δεμένοι με κοντό σκοινί), στην εστία για να αναλάβουν, με το καλό ή με το κακό, τα ηνία. Ένα έργο διόλου αισιόδοξο, προφητικό, γραμμένο και πρωτοπαιγμένο το 1978 από το «Θέατρο Τέχνης» σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν.Στο Θέατρο «Πρόβα»
της Μαίρης Ραζή και του Σωτήρη Τσόγκα παρακολουθήσαμε μια πολύ προσεγμένη σε
κάθε λεπτομέρεια, καλοχτισμένη και δουλεμένη παράσταση του έργου, που ήδη
περιοδεύει. Ο σκηνοθέτης Παντελής Παπαδόπουλος, παλαίμαχος του Θεάτρου Τέχνης,
κατάφερε να βρει μια εσωτερική ισορροπία ιδανική για το έργο, μεταξύ δράματος
και κωμωδίας, και μια θερμοκρασία κατάλληλη για να μην παγώσουν οι χυμοί του.
Βρήκε τον σφυγμό και την ανάσα του, με χιούμορ, με διάθεση σατιρική, με κέφι,
σε ύφος «Ντάλτον», όχι χάρτινο αλλά ζωντανό, ευρηματικό, με αδιάπτωτους ρυθμούς
και δουλεμένους ρόλους. Ο Σωτήρης Τσόγκας (Μεγάλος «κακός» αδελφός Ντάλτον –
Κώστας) «δίνει ρέστα». Ο δεύτερος αδελφός (Τώνης) Κώστας Δαρλάσης «βγάζει
σπίθες» με τα «σπηρούνια». Ο τρίτος αδελφός (Μάνος) Αντώνης Ζιώγας «βροντάει».
Ο μικρότερος αδελφός (Γιώργος) -Γιάννης Χαρμπάτσης στη διανομή που είδα-
«αστράφτει». Η Μαίρη Ραζή (Αλίκη) το βαρύ πυροβολικό της παράστασης, η Κοραλία
Τσόγκα (Μαίρη) ένα διαμαντάκι, η Ελευθερία Ρήγου (θεία) έκτακτη, η Άννα Πορφύρη
(Ειρήνη) εξαιρετική τυπίστρια. Με την πολύ ωραία μουσική του Διονύση Τσακνή, τα
σκηνικά - κοστούμια της Λαμπρινής Καρδάρα, τους φωτισμούς του Ρίζου Τσίγαρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου