ΑΝΩ ΣΤΟ ΒΡΩΜΙΚΟ κρεββάτι βρισκόταν
τὸ σῶμα τῆς δόνα Φρανθίσκα, θύματος σαράντα χρόνια κατσαρολιῶν
καὶ σκούπας. Στὸ μικρὸ δωμάτιο μπαινόβγαιναν κλαμένες οἱ κόρες. Παιδάκια
κάθε ἡλικίας, σχεδὸν κουρελιάρικα καὶ ξεχτένιστα, ἔτρεχαν παρασύροντας
τὸ ἕνα τὸ ἄλλο, μιὰ κουλουριασμένη γριὰ κρατοῦσε ἕνα κομποσκοίνι
ἀνάμεσα στὰ ξυλώδη δάχτυλά της. Ὁ θόρυβος τῆς πόλης κατέφτανε σὰν
τὸ συγκεχυμένο βουητὸ ποὺ ἀνεβαίνει ἀπὸ κάποια ἄβυσσο καὶ τὸ ξεθωριασμένο
φῶς, σκορπισμένο ἑκατὸ φορὲς πάνω σὲ μισογκρεμισμένους τοίχους,
γλίστραγε νωθρὰ στὰ χιλιοχτυπημένα ἔπιπλα. Ἀκολουθώντας τὴν κλίση τοῦ σπασμένου
πατώματος, κυλοῦσαν ἀμφιβόλου σύστασης ὑγρά, νερὰ βρώμικα. Ἕνα
τραπέζι χωρὶς τραπεζομάντηλο, ὅπου ὑπῆρχαν μπουκαλάκια ἀπὸ φάρμακα
ἀνακατεμένα μὲ λιγδιασμένα πιάτα, ταρακουνιόταν στὸ διάβα τῶν
ἀνθρώπων καὶ ἔδειχνε νὰ τρίζει καὶ νὰ βογκάει. Ὅλα ἦταν ἀταξία καὶ
μιζέρια. Ἡ δόνα Φρανθίσκα, ἡττημένη, κειτόταν ἀκίνητη. Εἶχε ὑπάρξει δυνατὴ καὶ θαρραλέα. Εἶχε τραγουδήσει στὸν ἥλιο, πλένοντας κάλτσες καὶ πουκάμισα. Εἶχε πλύνει πλάκες, πιρούνια, κουτάλια καὶ μαχαίρια δημιουργώντας μιὰ ἀπολαυστικὴ σπιτικιὰ φασαρία. Εἶχε σκουπίσει νικηφόρα. Εἶχε θριαμβεύσει στὴν κουζίνα, μπροστά σε σειόμενα τηγάνια, δίνοντας ξυλιὲς στὰ λαίμαργα παιδιά. Εἶχε γεννήσει καὶ μεγαλώσει γυναῖκες σὰν αὐτή, πεισματάρες καὶ χαρούμενες. Εἶχε στὸ τέλος ὑποκύψει, γιατί οἱ ἀνθρώπινες δυνάμεις εἶναι περιορισμένες μπροστὰ στὴν ἀδυσώπητη φύση. Τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς
της ἡ δόνα Φρανθίσκα πάχυνε καὶ πέταξε μουστάκι. Ἕνα μουστακάκι
μαῦρο καὶ στιλπνό, ποὺ προσέδιδε στὸ γέλιο τῆς καλῆς γυναίκας κάτι
τὸ ψευτοτρομακτικὸ καὶ χαριτωμένα πολεμικό. Τὰ κόκκινα καὶ κοντόχοντρα
χέρια της, γερὰ καὶ ἡλιοκαμένα, ἔγιναν πιὸ τραχιά. Ἡ ἐξαιρετικὴ
νοημοσύνη της ἀμβλύνθηκε καὶ ἔγινε ἐπίμονη. Καὶ μιὰ νύχτα ἔπεσε
ἀπὸ ἕνα ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο, ὅπως πέφτει ἕνα βόδι χτυπημένο ἀπὸ
ρόπαλο. Καθὼς κυλοῦσαν οἱ ἀτέλειωτες
μέρες ποὺ ἀργοπέθαινε, τὸ ράψιμο ἐγκαταλείφτηκε, οἱ κόρες τρομαγμένες
δὲν ἀσχολοῦνταν πιὰ παρὰ μόνο μὲ τὸ νὰ παρατηροῦν τὴν ὄψη τῆς ἑτοιμοθάνατης
καὶ νὰ κατασκοπεύουν τὰ βήματα τοῦ θανάτου. Οἱ σκοτεινὲς ἐχθρικὲς
δυνάμεις τοῦ φτωχοῦ, αὐτὲς οἱ κακόβουλες ποὺ κηλιδώνουν, ἀποδομοῦν
καὶ προκαλοῦν σήψη, αὐτὲς οἱ φορτικὲς καὶ ἐλεεινές, κατέλαβαν τὸ
σπιτικὸ καὶ ἀπολάμβαναν τὸ πτῶμα τῆς δόνα Φρανθίσκα. Οἱ ὧρες, οἱ μονότονες ὧρες, ἀδιάφορες,
ἴδιες, ἔφταναν διαδοχικὰ καὶ περνοῦσαν ἀπὸ τὸ μίζερο δωματιάκι,
περνοῦσαν ἀπὸ τὸ πτῶμα τῆς δόνια Φρανθίσκα καὶ ἐπέτρεπαν νὰ κυλήσουν
πάνω σε ἐκείνη τὴ μελαγχολία, ἡ μελαγχολία τοῦ σούρουπου καὶ τὸ
κουβάρι ἀπὸ σκιὲς ποὺ δένει τὸν ὕπνο μὲ τὴ λήθη. Τὰ παιδάκια, χορτασμένα
ἀπὸ παιχνίδι, σιγὰ σιγὰ κοιμήθηκαν. Οἱ γυναῖκες, καθισμένες στὶς
γωνιές, μᾶλλον προσεύχονταν. Ἡ γριά, πάντα κουλουριασμένη, ἦταν
στὸ σκοτάδι σὰν ἄλλο πτῶμα ποὺ εἶχε ἀνοιχτά τα μάτια. Μιὰ ἀπὸ τὶς γυναῖκες σηκώθηκε
σὲ λίγο καὶ ἄναψε ἕνα κερί. Μετὰ γύρισε πρὸς τὴ νεκρὴ καὶ κοκκάλωσε.
Κάτω ἀπὸ τὴν πλακουτσωτὴ μύτη τῆς δόνα Φρανθίσκα ἡ γραμμὴ τοῦ μουστακιοῦ
γινόταν ἐντονότερη. Τὸ μῆκος τῆς κάθε τρίχας εἶχε διπλασιαστεῖ
καὶ μερικὲς ἄγγιζαν πιὰ τὰ πρασινωπὰ μάγουλα τῆς γενναιόψυχης μάνας. — Στοὺς ἄνδρες συνήθως μεγαλώνουν
τὰ γένια – μουρμούρισε ἡ γριά. Ἡ σιωπὴ σκέπασε ξανὰ σὰν ἕνα
σάβανο τὴ θλιβερὴ σκηνή. Ἡ φλόγα τοῦ κεριοῦ τρεμόπαιζε ἀλλόκοτα
κάνοντας συνθέσεις ἀπὸ σκιὲς νὰ χορεύουν στοὺς τοίχους τῆς κάμαρας.
Κουβαριασμένες καὶ ἐξαντλημένες οἱ γυναῖκες κοιμόνταν, βυθίζοντας
τὰ μαραμένα μέτωπά τους στὰ κύματα τῆς νύχτας. Οἱ ὧρες πέρναγαν καὶ
τὸ μουστάκι τῆς δόνα Φρανθίσκα συνέχιζε νὰ μεγαλώνει. Κάπου-κάπου ἀνασηκωνόταν κάποια
ἀπὸ τὶς κόρες καὶ ἐξέταζε προσεκτικά τὸ παραμορφωμένο πρόσωπο
τῆς μητέρας της ὅπως ἐξετάζονται προσεκτικά τὰ στοιχειὰ ἑνὸς ἐφιάλτη.
Τὰ μικρά, μὲ φτερουγίσματα πουλιῶν ποὺ ὀνειρεύονται, τραντάζονταν
ἀκατάστατα. Τὸ κερὶ ἐξαντλοῦνταν. Στὴν πρησμένη καὶ ἀποκρουστικὴ
δόνα Φρανθίσκα, συνέχιζε νὰ μεγαλώνει ἐκεῖνο τὸ φοβερὸ μουστάκι
ποὺ μετὰ τὸ θάνατό της τῆς ἄλλαζε τὸ φύλο. Ὅταν ἡ χλωμὴ καὶ παγωμένη αὐγὴ
γλίστρησε στὸ φτωχικὸ δωμάτιο καὶ οἱ δυστυχισμένοι ξύπνησαν ξυλιασμένοι
ἀπὸ τὸ κρύο, ἀντίκρυσαν πάνω στὴν ἀποσυνθεμένη σάρκα τῆς δόνας
Φρανθίσκα κάτι τεράστια γουρουνίσια καὶ μαραμένα μουστάκια ποὺ τῆς
ἔδιναν μιὰ ὄψη ἀποκεφαλισμένου σὲ κέρινο ὁμοίωμα. Τότε τὸ μικρότερο ἀπὸ τὰ διαβολάκια
ἔσκασε στὸ γέλιο, ἕνα γέλιο τρελὸ ποὺ ξεπήδησε σὲ πίδακα σὰν ἀπὸ
μιὰ ἄγρια πηγή· ἡ γριὰ ἀποκαλύφθηκε σὰν ἕνα πληγιασμένο ἀγρίμι καὶ οἱ
γυναῖκες δὲν ἄντεξαν ἄλλο καὶ γέλασαν σὰν κάποιος ποὺ οὐρλιάζει καὶ
ἐκεῖνα τὰ ἀνεξάντλητα γέλια, ἀντηχώντας στὰ σωθικὰ τοῦ πάμφτωχου
σπιτικοῦ, προκαλοῦσαν χαμόγελα σὲ αὐτοὺς ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ τὸ δρόμο. Πηγή: Cuentos
breves, 1911:
https://ciudadseva.com/autor/rafael-barrett/cuentos/
Ραφαὲλ Μπάρρετ (Rafael Barret). Γεννήθηκε στὴν
Τορρελαβέγκα τῆς Καντάβρια (Ἱσπανία) τὸ 1876 καὶ πέθανε στὴν Ἀρκασὸν
(Γαλλία) τὸ 1910. Ὑπῆρξε μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος,
δοκιμιογράφος καὶ δημοσιογράφος. Τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ λογοτεχνικοῦ
του ἔργου παρήχθη στὴν Παραγουάη, γιαυτὸ καὶ θεωρεῖται μιὰ ἐξαιρετικὰ
διακεκριμένη φιγούρα τῆς παραγουανῆς λογοτεχνίας τῶν ἀρχῶν τοῦ
20οῦ αἰώνα. Εἶναι ἰδιαίτερα γνωστὸς γιὰ τὰ διηγήματά του καὶ τὰ
δοκίμιά του, βαθέως φιλοσοφικοῦ περιεχομένου, παράδειγμα ἑνὸς
βιταλισμοῦ ποὺ ἦταν κατὰ κάποιον τρόπο πρόδρομος τοῦ ὑπαρξισμοῦ.
Γνωστὲς εἶναι ἐπίσης οἱ φιλοσοφικὸ-πολιτικές του θέσεις ὑπὲρ τοῦ
ἀναρχισμοῦ.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἱσπανικά:
Χρηστάκου Βασιλική. Ἰατρὸς καρδιολόγος
καὶ ἀριστοῦχος ἀπόφοιτος τοῦ τμήματος Ἱσπανικὴ γλώσσα καὶ Πολιτισμὸς
τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀνοιχτοῦ Πανεπιστημίου. Μεταφράζει λογοτεχνία
ἀπὸ τὴν ἱσπανικὴ στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου