Κείμενο: Ορέστης Δαβίας
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Κ»
Κάθε χρόνο τέτοια εποχή υπόσχομαι στον εαυτό μου ότι, είτε μόνος είτε με παρέα, ένα από τα προσεχή Σαββατοκύριακα θα βρεθώ οπωσδήποτε ξανά, ύστερα από απουσία μιας δύστροπης δεκαετίας, στην Κίμωλο. Ούτε φέτος βλέπω να τα καταφέρνω – ως ισοπεδωτική δικαιολογία θα χρησιμοποιήσω ξανά τον «φόρτο εργασίας». Μια υποψία γυρίζει στο μυαλό μου: μήπως αποφεύγω τούτο το ταξίδι για να διατηρήσω αναλλοίωτες τις ευτυχισμένες αναμνήσεις που το νησί μού χάρισε στο απώτερο παρελθόν; Πιθανόν. Τι πρόκειται μάλλον να πράξω ως αναπλήρωμα; Θα γεμίσω ένα πιάτο με τα πιο αρωματικά παξιμάδια που επινόησαν οι Κυκλαδίτες, θα τα βρέξω με ελαιόλαδο και θα τα προσφέρω στην παρέα μαζί με τους πρέποντες μεζέδες. Είναι παξιμάδια ζυμωμένα με σχινόκοκκο, τον μικρούτσικο καρπό του σχίνου (Pistacia lentiscus) δηλαδή, ο οποίος μαζεύεται από τους ντόπιους τούτο τον καιρό, που μεστώνει και από σκουροκόκκινος βάφεται μαύρος. Είχαμε μαζί, τότε, συλλέξει από τα πολύ θρασεμένα «σχινάρια» ικανή ποσότητα για τις ανάγκες του τοπικού φούρνου. Η ρητινώδης μυρωδιά που αναδίδουν όλα τα μέρη του θάμνου είναι καταπληκτική, θυμίζει αρκετά την πολύτιμη μαστίχα, κι αυτό όχι τυχαία βέβαια, αφού το μαστιχόδεντρο της Χίου (P. lentiscus var. chia) δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ποικιλία του σχίνου με θαυμαστή ιστορία.
Συμμετείχα στο επίπονο καθάρισμα των σχινοκούκουτσων που ακολούθησε, έμαθα τον τρόπο παρασκευής των παξιμαδιών που αυτά νοστιμίζουν και, όταν πια βγήκαν από τον φούρνο, τα ερωτεύτηκα με το πρώτο δάγκωμα. Έχω βέβαια διαπιστώσει ότι δεν τα εκτιμούν άπαντες, κάποιοι λένε πως ο σχινόκοκκος, εξαιτίας του ξυλώδους ενδοκαρπίου του, είναι σκληρός για τα δόντια τους και άλλοι, οι ίδιοι πάνω κάτω που δεν αγαπούν τη μαστίχα, ότι δεν ενθουσιάζονται με το άρωμά του. Το οποίο για μένα αποτελεί μία από τις πιο απολαυστικές συμπυκνώσεις του πνεύματος που ορίζει τα νησιά του Αρχιπελάγους, τρεφόμενο ταυτόχρονα από την τραχύτητα, την αλμύρα, τη χλωράδα και τη γλύκα τους.Υπάρχει άλλο ένα είδος της ελληνικής χλωρίδας που αποπνέει την ίδια σχεδόν ευωδιά με τον στενά συγγενικό του σχίνο. Στις περισσότερες περιοχές όπου ευδοκιμεί ως φυλλοβόλος θάμνος ή δεντράκι λέγεται κοκορεβιθιά (P. tereninthus), στο Πήλιο όμως, που κάθε άνοιξη μαζεύουν τους φυλλοφόρους βλαστούς του για να παρασκευάσουν τα περίφημα τσιτσίραυλα, ονομάζεται τσιτσιραβιά. Στη Χίο, πάλι, όπου από την έκθλιψη των καρπών του έβγαζαν παλιά το τσικουδόλαδο, ένα μυρωδάτο έλαιο που έκανε ακαταμάχητα τα τοπικά γλυκίσματα, λέγεται τσικουδιά. Τα έχω δοκιμάσει όλα τα παραπάνω και θα μπορούσα να γράψω κατεβατά σχετικά με τις γαστρονομικές αρετές τους, οφείλω όμως κάπου εδώ επιτέλους να αυτοσυγκρατηθώ, για να επιστρέψει η στήλη στην πεπατημένη της. Ο αειθαλής λοιπόν, και άρα πανέμορφος όλο τον χρόνο, σχίνος με το σκουροπράσινο, πυκνό και δερματώδες φύλλωμά του μπορεί να ξεπεράσει σε ύψος τα τέσσερα μέτρα. Συνήθως πάντως παραμένει σε διαστάσεις ιδανικές για να φιλοξενηθεί ακόμα και σε μικρούς κήπους, χαρίζοντάς τους την απαραίτητη, ειδικά το καλοκαίρι, αίσθηση του φυτικού σφρίγους. Ιδιαίτερα δε αν φυτέψετε στη σειρά περισσότερους από έναν, ώστε να είναι βέβαιο (πρόκειται για είδος δίοικο) πως θα χαίρεστε για αρκετές εβδομάδες και το θέαμα των, πριν ωριμάσουν, άλικων καρπών του.
Αγαπά όλα τα εδάφη
→ Ο σχίνος ευδοκιμεί σε όλους τους τύπους εδαφών, αρκεί να στραγγίζουν καλά, αγαπά τις ηλιόλουστες θέσεις, προσφέρεται για παραθαλάσσιες φυτεύσεις και δεν εμφανίζει πρόβλημα στον καύσωνα και στην ανομβρία. Θα θυμάστε πάντως να τον ποτίζετε καλοκαιριάτικα, κάπως παραπάνω μάλιστα τα πρώτα δύο χρόνια από την εγκατάστασή του, για να διατηρείται ωραία η όψη του. Μόνο τον παγετό αποστρέφεται, δεν αντέχει σε θερμοκρασίες κάτω από -7οC. Δεν χρειάζεται κλάδεμα, δεν προσβάλλεται από εχθρούς και ασθένειες.
Πηγή: kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου