διὸ καὶ φιλοσοφώτερον
καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν· ἡ μὲν γὰρ ποίησις...
|| εἶναι ἐρωτευμένος
ἀκόμη || ἀλλά ὅπως τοῦ συμβαίνει συνήθως δὲν ἠξεύρει μὲ τί ἀκριβῶς
|| συνήθως δὲν κοιμᾶται καλά || συχνὰ μουσκεύει τὴ φανέλα του πάλι
καλά || πάντως ἀπὸ τὸν ἐφιάλτη ἡ συχνουρία τὸν σώζει || πάλι ἔβλεπε
πὼς κυκλοφοροῦσε στὴν Ἑρμοῦ δίχως μάσκα || Ἀλλὰ θυμᾶται καὶ τὶς καλές
του στιγμές || Στὸν ὕπνο του ἔρχεται ἡ νεαρὰ φιλενάδα του || Εἶναι
μικροκαμωμένη καὶ δροσερὴ μὲ καλωσυνάτο χαμόγελο || τὰ κόκκινα
κατσαρά της μαλλιὰ κι οὐράνιο πορπάτημα || κάθε δεκαπέντε κατεβαίνει
ἀπὸ τὸν βορρᾶ || Χτὲς εἶδε στὸν ὕπνο της τὸν ἅη-Σεραφείμη! || Τὴν κρατοῦσε
τρυφερὰ ‘πὸ τὸ χέρι || Ἕνα ἥσυχο ρεῦμα ζεστὸ τὸ κορμί της γεμίζει ||
Ὅπως τὸ κράτημα ‘πὸ τὸ χέρι τοῦ πατέρα της ὅταν ἦταν παιδί || Τί βλέπει
στὸ θεό σου αὐτὸ τὸ κορίτσι || Φτάνει ὅμως μιὰ πινακίδα στὸ δρόμο
Πρὸς Κορώνης Μονὴ Ἱερὰ γιὰ μιὰ τέτοια ἐπίσκεψη; || Γιὰ ἕναν ἅγιο
ποὺ ἄκουγε πρώτη φορά; || Τὸν εἶχε ὅμως; || Ἢ μήπως τὸν ἤξευρε δίχως;
|| Αὐτὸς τὸ μόνο ποὺ θυμόταν ἦταν οἱ διαβεβαιώσεις τοῦ «μαρξιστῆ»
ἱστορικοῦ || οἱ Νεομάρτυρες συχνὸ φαινόμενο ἐποχῆς ποὺ δέχονται
θάνατο μαρτυρικὸ γιὰ τὴ χριστιανική τους τὴν πίστη || εἶναι συγχρόνως
κι οἱ πρῶτοι οἱ ἥρωες οἱ ἐθνικοὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ μας τοῦ Νέου || δέχου
θεάνθρωπε Λόγε οὓς προσάγει σου γένος αἰχμάλωτον || Ἂν εἶχε ὅμως
διαβάσει τὸ «Πόθος Μαρτυρίου» στὰ Ἱστορικά-τεῦχος-εἴκοσι-τρία θὰ
τά ‘λεγε; || δέν θὰ τά ‘λεγε... || ὁ πρίν-πρίν
Ἕλληνας, ὁ πρίν
ὥριμος Γάλλος, ὁ νῦν
«Ἕλληνας» || ὁ-ἐντὸς-εἰσαγωγικῶν || ὁ ἰδεολογηματίας αὐτός || ὁ
περιττὸς νοσταλγός... || Ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ συχνουρία κάτι πρέπει νὰ γίνει
διαφεύγουν σταγόνες κατὰ τὸ σχῆμα λιτότητος || τὴν ἄτιμη τὴν διακεκομμένη
τὴν οὔρηση || τὴν δυσούρηση || Ποῦ κατήντησε (ὁ πρὶν ὠμογέρων) ||
Τώρα πληρώνει τὴ μανία του μὲ τὴν ἀ-συνέχεια || τὸ σπασμένο || τὸ τάχα
ἀνθεκτικό || τὰ ἀφηγήματα π’ ἐγίναν ἀγνώστου πατρὸς ἀποκόμματα
|| Συναντήθηκαν πίσω ἀπὸ τ’ ἄγαλμα τοῦ πυρπολητῆ τοῦ Κανάρη τὸν Ἰούλιο
τοῦ ἑξήκοντα πέντε || κι ὁρκιστῆκαν πὼς δὲν θά ‘φηναν ποτὲ τὴν Κυψέλη
|| Ὅμως αὐτὸς τὴν κοπάνησε || μαζὶ μὲ τὸν ἄλλον τῆς Γαλβάνη τὸν ἅγιο
|| τοῦ πρέπει νὰ σταματήσει
ἡ συζήτηση γιὰ τὴν ἑλληνικὴ τὴν ταυτότητα || τοῦ φτάνει πιὰ ἡ ἀναζήτηση τῆς ἑλληνικῆς
idiot-προσωπίας
|| τοῦ ἡ
συζήτηση αὐτὴ εἶναι ἡ πλέων ἡ ἄγονη || τοῦ τώρα πιὰ φύλαγέ
μας Χριστέ μας ὅταν γαμιώμαστε || (ἀλλὰ γαμιώμαστε πιά;) || me too
ναί! || κι ἐμένα μὲ πήδηξε ὁ Κουλὸς στὸ ὄγδοο μὲ τὸ τρίσημον || πάρε
τώρα καὶ Ἀντετοκοῦνμπο νά ‘χεις τετράσημο || κι ἕνα ἑκατομμύριο
γιὰ ἐξελληνισμὸ προσφυγάκια || πού εἰπε στὴ Γκιώνα ἡ Λιάκουρα ἀπὸ
τὴν κορφή της || Καὶ τὸ γιορτάσανε πολὺ στὸ Συγκρότημα || Δικέ μου
|| ἀτῶν εἶν’ ἡ πατρίδα τους ὁπού ‘ναι τὸ λογάριν || ἐσένα καὶ στὸ
Μανχάταν θὰ σ’ ἀκολουθάει ἡ Πατησίων || μὲ τὶς μαῦρες τὶς τσοῦπρες
στὸ πεζοδρόμιο καὶ τοὺς ἀντιφά || Ἀλλὰ τώρα πές μου || τί ἠταν αὐτὸς
ὁ παππούλης ὁ ὡς ἀμνὸς σουβλισθεὶς ὑπὲρ τῶν λογικῶν του προβάτων ||
ὁ λατρεμένος τῶν Κλεφτῶν αὐτὸς ὁ νομοταγής || τῶν ἀπροσκύνητων ποὺ
τρίψανε τὴ μούρη τῆς Χοντραχείλως || κι ἀραδιαστὰ τραγουδούσανε
τοῦ Φαναριοῦ τὸν ἐπίσκοπο || τὸν ἅη-Σεραφείμη; || Γίνεται ἥρωας ἐθνικὸς
πρὶν τὸ Ἔθνος; γιὰ πές μου || Ἔτσι τὴν πάτησε κι ὁ «μαρξιστὴς» ποὺ λέγαμε
παραπάνω || πού ‘θελε νὰ κάμει Ἱστορία μὲ κεφαλαῖο Ἰῶτα ὁ δύστυχος
καὶ πάλι στὴ Ζωολογία κατέληξε || τὴν ἄλλη τὴ μασκαρεμένη τοῦ διαφορικοῦ
ρατσισμοῦ τοῦ τρόμου τῆς διαφορᾶς τοῦ Ἀλλὰχ-ἴλ-Ἀλλά τοῦ βλέπε καὶ
Μπαλιμπάρ || ἂς μάθαιν’ ἀπ’ τὸν κὺρ-Φλῶρο ἀκούοντα φιλοσοφικῶς –
ποιά;... || α ὐ τ ὰ
π ο ὺ ε ἶ χ ε ν ἰ δ ε ῖ μ ὲ τ ὰ μ ά τ ι
α τ ο υ ! || γιὰ κείνη τὴν Ἐπανάστασι τὰ τόσον παρηλλαγμένα
ἀπὸ στόμα εἰς στόμα || π’ ἐσκέπτετο ὅπως εἶναι ἀδύνατον νὰ μένῃ
προϊόν τι ἢ ἐμπόρευμα ἀνόθευτον εἰς τὴν ἀγοράν || ἀδύνατον καὶ
περὶ τοῦ ἐλαχίστου συμβάντος νὰ γνωσθῇ ἡ ἀκριβὴς ἡ ἀλήθεια || καὶ
τοῦτο κυρίως: || ὅτι δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχουν ἀληθῆ ἄλλα εἰμὴ ὅσα...
—ἀκοῦς!— δ έ
ν σ υ ν έ β η σ α ν ! || Περὶ τῶν ὁποίων ἀκριβῶς
καὶ ἡ ποίησις! || τὸ Συρτάκι στὸ Ζάλογγο || τὸ κρυφὸ τὸ σχολειὸ στῆς
μαύρης ἀνάγκης τὰ ἑσπερινὰ Βάθης Πλατεία || τὸ λάβαρο τὴν εἰκοστὴ
πέμπτη τοῦ Μάρτη || (καὶ ὄχι τὴν εἰκοστὴ τετάρτη περικαλῶ) || τ’ ἀρβανίτικα
σὲ Χασιὰ καὶ Ἀσπρόπυργο ὅπου μάζευε τὶς δόσεις τοῦ πλανόδιου πεθαμένου
πατέρα || συνελόντιεἰπεῖν τοῦ Ρωμιοῦ ὁ ἀνύστακτος ζῆλος || Ἂς ἄκουγε
ἐπιτέλους τὸν φιλοζὸφ ποὺ ρήμαζε τὰ βιβλιοπωλεῖα στὰ Παρίσια ||
πού εἰχε ψύχωση μὲ τὴν συμπεριφορὰ τὴν ἄνθρώπινη || μὲ τὰ πρόσωπα
τὰ σὰν τὸν Κανέλλο σαθρά || Αὐτὸς πιὰ κι ἂν ἦταν στὴ Ζωολογία ἐξπέρ
|| Ἀφοῦ τὸ ψέμμα εἶναι ὁ ἄνθρωπος || κάνε τώρα ἐσὺ ἱστορία μὲ τὸ
ψέμμα || μήπως κι ἦταν λιγότερα τοῦ Θοδωράκη τὰ ψέμματα; || Ἐγὼ τὸ
μόνο ποὺ τοῦ πιστεύω εἶναι τοῦτο στὴ Ζάκυθο || στὸ μνημόσυνο τῆς γυναίκας
του || ὅταν πῆρε τὴν τάβλα μὲ τὰ κόλλυβα στὸ κεφάλι || καὶ τὰ πῆγε ἀτός
του ἀπὸ τὸ σπίτι στὴν ἐκκλησιά || σημεῖον τῆς ἀγάπης του || λέει κι ὁ
ποπολάρος ὁ τρὶς βαπτισθείς || καὶ τὸ ἄλλο τὸ μετά || μὲ τὴν ἀστεφάνωτη
τὴν καλόγρια καὶ τὸν πῆδο στὰ 63 ποὺ τοῦ χάρισε τὸν Πάνο τὸν Δεύτερο
|| τὸν ἁγνὸ πατριώτη || τέτοιες ἀλήθειες || φρέσκες τοῦ 1879 ἀναλλοίωτες:
|| Ὅθεν || πρὸς τῇ διοικήσει, κινδυνεύει καί τὸ πολίτευμα || οἱ δὲ πολῖται
γένονται σ ο σ ι α λ ι σ τ α ὶ νέου εἴδους || ἀξιοῦντες δικαίωμα
πρὸς ἐργασίαν οὐχί || ἀλλὰ πρὸς θέσεις δημοσίας || πρὸς μισθούς ||
καὶ πρὸς ἁρπαγάς || Καὶ τούτου ἕνεκα || ἡ πολιτεία μετεβλήθη εἰς
χρηματιστήριον εὐρύ || ὡς ἐπὶ τῶν λαυρεωτικῶν ἡ ὁδὸς τοῦ Αἰόλου
|| Πασίγνωστα πράγματα κύριε Σημίτη || κυρὰ Ναταλία τὸ γένος
Δραγούμη || Ἀλλὰ τώρα ἡ Μεγάλη Μέρα ξημέρωνε || Ἅη-Σεραφείμη βοήθα μας
φωνάξανε ὅλα τὰ κόλια μαζί || Στὴν ἐξέδρα πιάσανε θέση ὅπως πάντα
ὁ Πούτιν ὁ Κάρολος || κι ὁ Μακρὸν ὁ μακρὰν Μικρομέγαλλος || Οἱ Προστάτιδες
ὅλες προστάτη μου || Θά ‘ναι κι ἡ Γιάννα ἐκεῖ μὲ Κυριάκο μὲ Βερέμη τὸν
ἄνετο || καὶ τὰ Ραφὰλ ἀπὸ πάνω ἀρχάγγελοι ν’ ἁπλώνουν φτεροῦγες
|| Μπροστὰ θὰ κυλάει τῶν σιδερένιων ἁρμάτων τὸ σύβροντο || Ἕνα ἀτέλειωτο
σήριαλ ἡ Πατρὶς ἡ καινούργια θὰ κυλάει ἀτσαλάκωτη σὲ συνέχειες
πάντα || συντριμμένη κι αἱμάσσουσα σοῦ φαινόταν ὡς χθές || διακεκομμένη
συνουσία || τὸ βράδυ ἀλγεινὴ δυσουρία || ἀλλὰ ἔπασχες || ἀπὸ πατριδουρίαν
ἑλλαδικὴν ἀκατάσχετον || κι ἐσὺ κακομοίρη μου || καὶ δὲν τό ‘ξερες
||
Ἀντιδεοντολογικὴ
διασαφήνισις: Στὴ σύνταξη
τοῦ παρόντος ἂς-τὸ-ποῦμε-ποιήματος συνεισέφεραν μὲ τοὺς γραπτοὺς
λογισμοὺς/παραλογισμούς τους οἱ ἑξῆς κατὰ σειρὰν ἐμφανίσεως,
τοὺς ὁποίους καὶ εὐχαριστῶ ἀπὸ τὴν θέσιν αὐτήν: Σταγειρίτης, Νίκος
Σβορῶνος, Φίλιππος Ἠλιοῦ, Γιῶργος Βελουδῆς, Χρῆστος Βακαλόπουλος,
Ἄγγελος Καλογερόπουλος, Ἀντώνης Λιάκος, Μπεργαδῆς, Γιάννης Βλαχογιάννης,
Ἄκης Γαβριηλίδης, Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Κωστῆς Παπαγιώργης,
Γεώργιος Τερτσέτης, Νικόλαος Δραγούμης, Περικλῆς Γιαννόπουλος.
Πρώτη δημοσίευση: περ. Τὸ κοινὸν τῶν ὡραίων τεχνῶν,
ἀρ.11, Μάρτιος 2021 [ἐδῶ βελτιωμένο].
Εἰκόνα: Ἡρὼ Νικοπούλου, PostModern Hellas 2021. Ψηφιακὴ ἐπεξεργασία
φωτογραφίας τυπωμένη σὲ μουσαμᾶ, 21Χ18ἑκ. Συμμετοχὴ στὴν Ἐπετειακὴ
Ἔκθεση «1821, Ὀπτικὴ μιᾶς Ἐπανάστασης» τῆς Ψηφιακῆς Πλατφόρμας Τέχνης
«gr collectors».
Εἰκόνα λήξεως ἑορτασμῶν: Ἡ
ἑλληνικὴ σημαία στὸ πάρκο Φλοίσβου Παλαιοῦ Φαλήρου στὶς 31 Δεκεμβρίου
2020. Φωτογραφία: Γιάννης Πατίλης.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου