|
|
ΤΕΛΗ ΜΑΪΟΥ ἀρρώστησα ἄσχημα καὶ ὁ
γιατρός μοῦ ἔγραψε νὰ κάνω ἐνέσεις. Ἔπρεπε κατὰ τὴ γνώμη του νὰ υἱοθετήσω
ὁπωσδήποτε τὴν ἐνεσοθεραπεία, ἂν δὲν ἤθελα νὰ ὑποφέρω στὸ μέλλον
ἀπὸ ὀδυνηρὲς ἐνοχλήσεις, οἱ ὁποῖες μάλιστα ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ καταστοῦν
μόνιμες. Μετὰ τὶς ἐνέσεις, δέον ἦταν νὰ ἀκολουθήσει συμπληρωματικὴ
ἀγωγὴ μὲ λήψη χαπιῶν τῆς ἴδιας φαρμακευτικῆς οὐσίας, ἀπὸ ἕναν ἕως
τρεῖς μῆνες. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι σὲ τούτη τὴν ἀνεπιθύμητη κατάσταση
θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχα περιπέσει ἤδη ἀπὸ καιρό, ἔτσι ὅπως ὑπέφερε καὶ
βασανιζόταν παρατεταμένα ἡ ψυχή μου. Εἶναι θαῦμα τὸ πῶς ἄντεξα,
μολονότι τούτη ἡ ἀργοπορημένη ἐκδήλωση τῶν συμπτωμάτων δὲν εἶναι
καὶ πρὸς ἔπαινο.
Ἀρρώστησα ἀπὸ τὸν πόνο πού μοῦ προκάλεσε ὁ ἀνεκπλήρωτος ἔρωτας.
Δὲν εἶμαι πιὰ εἴκοσι χρονῶν, ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μου δὲν μποροῦν πλέον νὰ ἀντιπαρέλθουν εὔκολα τέτοιου εἴδους ὀδυνηρὲς καταστάσεις. Τὸ μοτίβο τῆς ἀποτυχίας ἐπαναλαμβάνεται ἀπαράλλαχτό τὰ τελευταῖα χρόνια: ἀναγκάζομαι νὰ ἀποδιώξω ἀπὸ δίπλα μου γυναῖκες ποὺ ἐπιθυμῶ διακαῶς, ἀπὸ σχέσεις ποὺ οὔτε κἄν ἔχουν ἀρχίσει, ἐπιστρέφοντας στὴν ἀβάσταχτη μοναξιά μου. Νὰ ’ταν μόνο ἡ ἀπόρριψη, τὰ πράγματα θὰ ἦταν πολὺ πιὸ ἁπλὰ γιὰ μένα. Μὰ ἡ ὀδύνη μου ἐπιτείνεται ἀπὸ τὴ γενικότερη συμπεριφορὰ τῶν περὶ ὧν ὁ λόγος πρὸς τὸ πρόσωπό μου, ἀμέσως μετὰ τὴν ἀπόρριψη, καθὼς δὲν θέλουν νὰ καταλάβουν ὅτι πικραίνομαι ἀφάνταστα ὅταν ἐξακολουθοῦν νὰ μοῦ τηλεφωνοῦν καὶ νὰ μοῦ στέλνουν μηνύματα, δηλώνοντας ὅτι ἐπιθυμοῦν νὰ μείνουμε γιὰ πάντα φίλοι καὶ νὰ διατηρήσουμε τὴν μεταξὺ μας ἐπικοινωνία. Ὅταν κάποια στιγμὴ ἐννοήσουν ὅτι δὲν εἶναι σωστὸ νὰ συνεχίζουν νὰ μὲ βασανίζουν μὲ τὰ τηλεφωνήματα καὶ τὰ μηνύματά τους, μοῦ δίνουν τὴ χαριστικὴ βολὴ μὲ γενικὲς συμβουλές, εὐχὲς καὶ ἐπισημάνσεις τοῦ τύπου «εὔχομαι νὰ εὐτυχίσεις γιατί τὸ ἀξίζεις», «νὰ προσέχεις τὸν ἑαυτό σου», «ζηλεύω αὐτὴν ποὺ θὰ εἰσπράξει ὅλη σου τὴν ἀγάπη μαζεμένη», «ποτὲ ἄλλοτε δὲν ἔχω ἐκτιμήσει τόσο πολὺ ἄνθρωπο στὴ ζωή μου» καὶ ἄλλα τέτοια ἠχηρὰ παρόμοια. Ἡ ἀποκαρδίωση καὶ ἡ καταβύθιση στὴ θλίψη ὁλοκληρώνονται μὲ τὶς συμβουλὲς τῶν φίλων μου, καλοπροαίρετες καὶ εὔλογες μέν, ἀλλὰ ποὺ ἐπιφέρουν τὸ ἀντίθετο ἀποτέλεσμα μέσα μου δέ, μὲ ὅλα τοῦτα τὰ «ὑπάρχουν κι ἀλλοῦ πορτοκαλιὲς ποὺ κάνουν πορτοκάλια», «δὲν βαριέσαι μωρέ, ἐσὺ νὰ εἶσαι καλά», «ὅλα γίνονται γιὰ τὸ καλό μας», «σίγουρα ὑπάρχει ἕνα βαθύτερο νόημα σὲ ὅλα τοῦτα τὰ πράγματα, γιὰ τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ὑποφέρουμε» καὶ ἕνα σωρὸ ἄλλες τέτοιες ἀνοησίες. Τώρα πρέπει νὰ ψάξω γρήγορα στὴ γειτονιὰ γιὰ νοσοκόμα ἢ γιὰ κάποια γυναίκα ποὺ γνωρίζει νὰ κάνει ἐνέσεις. Ἰδοὺ
λοιπὸν πού, ἀντὶ νὰ διαβεῖ τὸ κατώφλι τοῦ δωματίου μου μιὰ ζαργάνα ποὺ
θὰ δροσερέψει τὸ μαραμένο σῶμα μου μὲ τὸ θελκτικὸ σῶμα της, ἡ μόνη
γυναίκα ποὺ εἶμαι ἀναγκασμένος νὰ δεχτῶ εἶναι αὐτὴ ποὺ θὰ μπήξει μιὰ
βελόνα μὲ πηχτὸ φάρμακο στὰ μεριά μου. Οἱ χαμένες ἐνδορφίνες,
μαζὶ μὲ τὶς ὑπόλοιπες οὐσίες τῆς εὐτυχίας, ποὺ θὰ ἔπρεπε κανονικὰ
νὰ παράγονται ἀπὸ τὴ χαρὰ τοῦ ἔρωτα, σύμφωνα μὲ τὰ ὅσα μᾶς λένε οἱ ἐπιστήμονες,
ἀντισταθμίζονται τώρα μὲ μιὰ βαθειά, ἐνδογλουτιαία πρόσληψη φαρμακευτικῶν
οὐσιῶν. Τὴν ἐπιχείρηση ἀνέλαβε μιὰ συνταξιοῦχος νοσοκόμα, τακτικὴ
στὴν ὥρα της, σοβαρή, λιγομίλητη, ποὺ ὅπως ἀποδείχτηκε γνώριζε πολὺ
καλὰ τὴ δουλειά της. Τῆς ἑτοίμαζα ὅλα τὰ σχετικὰ ὑλικά, παρατάσσοντάς
τα ἐπιμελῶς στὸ κομοδίνο μου, τὴ σύριγγα δηλαδή, τὴ βελόνα, τὶς γυάλινες
φύσιγγες μὲ τὸ φάρμακο, τὸ οἰνόπνευμα καὶ τὸ βαμβάκι κι ἐκείνη, μόλις
ἀφαιροῦσε τὴν περίσσια τοῦ φαρμάκου πιέζοντας μὲ τὸ ἔμβολο ὅλες τὶς
ἀτίθασες φυσαλίδες ποὺ σχηματίζονταν κατὰ τὴν εἰσροή του στὴ σύριγγα,
μοῦ ἔλεγε νὰ πάρω μιὰ βαθειὰ ἀνάσα καὶ μοῦ ἔκανε τὴν ἔνεση. Μολονότι
εἶχα πληροφορηθεῖ ὅτι αὐτὲς οἱ ἐνέσεις προκαλοῦν μεγάλο πόνο, μπορῶ
νὰ πῶ ὅτι δὲν ὑπέφερα πολύ. Ἡ συνταξιοῦχος νοσοκόμα ἦταν ὁμολογουμένως
ἀλαφροχέρα. Τελειώνοντας, μὲ συμβούλευε νὰ κρατήσω γιὰ λίγο τὸ
βαμβάκι στὰ μεριά μου καὶ νὰ μὴν σηκωθῶ ἀμέσως ἀπὸ τὸ κρεβάτι, ἐνῶ ἐκείνη,
τὴν ἴδια στιγμή, ἐγκατέλειπε ἀκροποδητὶ τὸ δωμάτιο, ἀνανεώνοντας
τὸ ραντεβού μας γιὰ τὴν ἑπομένη. Μόλις σηκωνόμουν ἀπὸ τὸ κρεβάτι,
φρόντιζα νὰ μαζέψω καὶ νὰ πετάξω ἀμέσως ὅλα τα ἐναπομείναντα ὑλικά,
καθὼς ἡ βαριὰ μυρωδιὰ τοῦ φαρμάκου, προερχόμενη μᾶλλον ἀπὸ τὰ ἔκδοχα,
εἶχε διαχυθεῖ στὸ δωμάτιο καὶ μοῦ ἦταν πολὺ δυσάρεστη. Ἔτσι περνοῦσαν
οἱ μέρες τῆς θεραπείας μου, ὥσπου, ἕνα βράδυ, γυρνώντας ἀπὸ ἕνα θερινὸ
σινεμὰ – πήγαινα πολὺ συχνὰ τότε σινεμὰ γιὰ νὰ ξεχνιέμαι καὶ γιὰ νὰ
ἁπαλύνω τὸν πόνο μου ὀνειρευόμενος – διαπίστωσα ὅτι εἶχα λησμονήσει
νὰ μαζέψω τὰ ὑλικά τῆς ἔνεσης ἀπὸ τὸ κομοδίνο μου. Ἡ μυρωδιὰ τοῦ
φαρμάκου δέσποζε στὸ δωμάτιο, στὴν «ἀρρωστοκάμερα», ὅπως θὰ τὴν ὀνόμαζε
ὁ Ροΐδης, μά, ὢ τοῦ θαύματος, τούτη τὴ φορὰ ἡ φαρμακίλα δὲν μοῦ προκάλεσε
καμία δυσαρέσκεια· τὸ ἀντίθετο μάλιστα, μ’ ἔκανε νὰ νιώσω μεγάλη
παρηγοριά. Πῆρα στὰ χέρια μου τὴ σπασμένη γυάλινη φύσιγγα, ἔπειτα
πῆρα καὶ τὴ σύριγγα, μύρισα τὰ κοκκινωπὰ ὑπολείμματα τοῦ φαρμάκου
στὰ τοιχώματά τους καὶ κατάλαβα ὅτι τούτη ἡ μυρωδιὰ ἦταν τὸ μοναδικὸ
πράγμα στὴ ζωή μου ποὺ μ’ ἔκανε νὰ νιώθω ὅτι εἶμαι ἀκόμα ζωντανός, ἔχοντας
πράξει ὅσα ἀκριβῶς ἔπρεπε νὰ πράξω – αὐτὰ τὰ ἐλάχιστα ποὺ σχετίζονταν
μὲ τὴν ὑγεία μου – καὶ τίποτα παραπάνω.
Ἔχει
περάσει ἤδη μιὰ ἑβδομάδα ἀπὸ τὴν τελευταία ἔνεση. Πρὸς τὸ τέλος τῶν
συναντήσεών μας ἡ νοσοκόμα εἶχε ἐγκαταλείψει τὴν αὐστηρότητα καὶ
εἶχε ξανοιχτεῖ πρὸς ἐμένα. Μιλούσαμε πλέον ἐπὶ παντός τοῦ ἐπιστητοῦ:
γιὰ τὴν τρέχουσα πολιτικὴ κατάσταση – στὴν ἀνάλυση τῆς ὁποίας παρεμπιπτόντως
συμφωνούσαμε –, γιὰ ζωγραφική, γιὰ λογοτεχνία, ἀκόμα καὶ γιὰ τοὺς
βαθύτερους πόθους καὶ τὰ ὄνειρά μας. Μάλιστα, ὅταν μὲ ἄφηνε ξαπλωμένο
μπρούμυτα στὸ κρεβάτι ἐγκαταλείποντας τὸ δωμάτιό μου, ἐξεδήλωνε
τὴ συγκεκριμένη ἀλλαγὴ στὴ συμπεριφορά της καὶ σωματικά, τουτέστιν,
μὲ χτυποῦσε παρηγορητικὰ πολλὲς φορὲς στὸν ὦμο μὲ τὴν παλάμη της. Μὰ
ὅλα αὐτὰ τελείωσαν κι ἐγὼ δὲν ἔχω τολμήσει ἕως τώρα νὰ πετάξω στὰ
σκουπίδια τὰ σύνεργα τῆς τελευταίας ἔνεσης, τρέφοντας ἐνδόμυχα τὴν
ἐπιθυμία νὰ διατηρήσω στὸ ἀκέραιο τὴν παρηγοριὰ ποὺ καταφανῶς
μὲ ἔκαναν νὰ νιώσω. Γνωρίζω πώς, σὲ λίγο χρονικὸ διάστημα, ἡ μυρωδιὰ
τοῦ φαρμάκου θὰ ἔχει ἐξαλειφθεῖ ἐντελῶς καί, γιὰ τὸν λόγο αὐτό, σκέφτηκα
πὼς ἴσως θὰ μποροῦσα νὰ τὴν παρατείνω τεχνητὰ μὲ διάφορους τρόπους,
ἐνημερωνόμενος ἀρχικὰ καὶ διαβάζοντας τὰ πάντα σὲ σχέση μὲ τὸ φάρμακο:
γιὰ τὴν παραγωγική του διαδικασία, γιὰ τὴ σύνθεση, τὴν ἀνάλυσή
του… Εἰς μάτην ὅμως, εἰς μάτην. Ἡ καθησυχαστικὴ μυρωδιὰ τοῦ φαρμάκου
βαθμιαία θὰ σβήσει, παραχωρώντας τὴ θέση της στὰ συνήθη ὀσφρητικὰ ἐρεθίσματα
τοῦ δωματίου μου ἀλλὰ καὶ τῶν πέριξ τοῦ δωματίου μου χώρων: στὴ μυρωδιὰ
τῆς ἁπλωμένης μπουγάδας τοῦ μπαλκονιοῦ μου (ἀλλὰ καὶ τῆς μπουγάδας τῆς
γειτόνισσάς μου στὸ διπλανὸ μπαλκόνι, ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖ τὴ γνωστὴ
τεχνικὴ ἀπόκρυψης τῶν ἐσώρουχων στὰ μέσα συρματόσχοινα τῆς ἁπλώστρας
της, πρὸς ἀποφυγὴν κοινῆς θέας), στὸ ἀναρριχώμενο ἀπὸ τὴν πιλοτὴ ἄρωμα
τοῦ νυχτολούλουδου, στὴ μυρωδιὰ τοῦ ἱδρώτα ποὺ ἀπόμεινε στὰ σεντόνια
μου ἔπειτα ἀπὸ μιὰ νύχτα ἀϋπνίας ἢ στὴ μυρωδιὰ τοῦ φιτιλιοῦ ἑνὸς ἄρτι
σβησθέντος κεριοῦ, ἀπὸ αὐτὰ πού μοῦ ἀρέσει ν’ ἀνάβω ἀπὸ καιροῦ εἰς
καιρὸν στὸ ἔρημο δωμάτιό μου γιὰ νὰ δημιουργήσω ἀτμόσφαιρα. Ἔπειτα,
ἡ παρηγοριὰ ποὺ εἰσέπραττα ἀρχικὰ ἀπὸ τὰ σύνεργα τῶν ἐνέσεων καὶ ὀφειλόταν
ὁλοκληρωτικὰ στὴν αἴσθηση τῆς ὄσφρησης, θὰ περάσει προσώρας στὸ βασίλειο
τῆς ὅρασης, στὸ ἰδιότυπο αὐτὸ εἰκονοστάσι ποὺ κείτεται στὸ κομοδίνο
μου καὶ δὲν ἀποτελεῖται οὔτε ἀπὸ ἁγιογραφίες, οὔτε ἀπὸ ἐλαιογραφίες,
οὔτε ἀπὸ σκίτσα, ἀλλὰ ἀπὸ σύριγγες, βελόνες καὶ φάρμακα, ὥσπου, στὸ
τέλος, ὅλη αὐτὴ ἡ ἰδιαίτερη συνάθροιση πραγμάτων τοῦ ὑλικοῦ κόσμου
ποὺ τελεῖται πλάι μου νὰ καταστεῖ, μὲ τὴ σειρά της, μιὰ κανονικότητα
τοῦ βλέμματος καὶ νὰ ἀπολέσει τὸν εὐεργετικό της χαρακτήρα. Σκέφτομαι
– τὸ ἔχω ἤδη ἀποφασίσει – νὰ κρατήσω ἀνέπαφα ὅλα τοῦτα τὰ σύνεργα
στὸ κομοδίνο μου ὡς τὸ τέλος τοῦ καλοκαιριοῦ. Ἔπειτα, τὸ φθινοπωράκι,
θὰ τὰ πετάξω καὶ θὰ πασχίσω νὰ βρῶ ἕναν τρόπο νὰ ζήσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου