|
|
ΣΥΝΗΘΩΣ ΕΙΧΕ συνταξιδιῶτες, ὅμως, στὸ ταξίδι
ἐκεῖνο ὁδήγησε ἐφτακόσια χιλιόμετρα, ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ἕως τὴ Φλώρινα,
συντροφιὰ μόνο μὲ τὴ μουσική. Δίδασκε ἀφηγηματικὲς τεχνικὲς σὲ ἕνα
μεταπτυχιακὸ δημιουργικῆς γραφῆς. Τὸ μάθημά του, σὲ κάθε νέο τμῆμα,
τὸ ξεκινοῦσε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη
πρόταση μιᾶς ἱστορίας: Μία γάτα πῆγε καὶ κάθισε σὲ ἕνα χαλάκι. Ἔχει
κάποιο ἐνδιαφέρον; Ὑπάρχει κάποιος συναισθηματικὸς κραδασμὸς σὲ
αὐτό; Ἂν ὅμως ἡ ἱστορία ἄρχιζε κάπως ἔτσι: Μία γάτα πῆγε καὶ κάθισε
στὸ χαλάκι μίας ἄλλης γάτας. Ἐδῶ ὑπάρχει μία ὑπόσχεση ὅτι κάτι θὰ
γίνει. Γεννιέται ἡ προσδοκία μίας ἐπικείμενης σύγκρουσης. Μὲ μία
στραβοτιμονιά, ἀπέφυγε τὸ τελευταῖο δευτερόλεπτο νὰ πατήσει ἕνα
γατάκι ὀλίγων μηνῶν ποὺ βρέθηκε στὴ μέση της ἐθνικῆς ὁδοῦ, λίγο πρὶν
ἀπὸ τὸν Ἅγιο Στέφανο. Τὸ κεντράρισε ἀνάμεσα στὶς ρόδες καὶ πέρασε ἀπὸ
πάνω του. Ἴσως κάποια ἄλλα αὐτοκίνητα νὰ τὸ εἶχαν ἤδη χτυπήσει καὶ
κειτόταν ἐκεῖ σκοτωμένο, κουφάρι ἀδειανὸ στὸ ὁδόστρωμα. Κοίταξε
στὸν καθρέφτη. Αὐξημένη κίνηση, ὑψηλὲς ταχύτητες, ἂν σταματοῦσε
θὰ γινόταν ἀφορμὴ πολλαπλῶν συγκρούσεων. Τὸ γατάκι ἦταν ἀκόμη ζωντανό.
Στροβιλίστηκε ἀπὸ τὸ ρεῦμα τοῦ αὐτοκινήτου, γυρισμένο ἀνάσκελα
καὶ κουνοῦσε σπασμωδικά τὰ πόδια του. Διακόσια μέτρα πίσω του ἐρχόταν
ἕνα φορτηγὸ κατευθείαν ἐπάνω του.
Τὸ ταξίδι ἐκεῖνο τὸ ἔκανε μόνος του. Φώναξε, ἔβρισε καὶ βούρκωσε. Σοβάρεψε στὰ πρῶτα διόδια, ὁ ὑπάλληλος δὲν κατάλαβε τίποτα. Καλὸ ταξίδι. Εὐχαριστῶ. Ὕστερα πάλι φώναξε, ἔβρισε καὶ βούρκωσε. Στὰ δεύτερα διόδια εἶχε πιὰ ἠρεμήσει. Ἡ ζωὴ εἶναι σκληρή. Συμβαίνουν αὐτά, συμβαίνουν καὶ χειρότερα. Ἄραγε οἱ συνήθεις συνταξιδιῶτες του θὰ φώναζαν, θὰ ἔβριζαν καὶ θὰ βούρκωναν κι ἐκεῖνοι; Ἄραγε θὰ καταλάβαιναν αὐτὸ τὸ ἀκατάπαυστο συναισθηματικὸ ξέσπασμα ἢ θὰ παρατηροῦσαν ἀποσβολωμένοι τὴν ἀντίδραση τοῦ οἰκτίρμονα, φιλόζωου ὁδηγοῦ τους; Καὶ ποῦ θὰ τοὺς ὁδηγοῦσε αὐτό; Ὁ ρυθμὸς τῆς μουσικῆς καὶ ἡ ταχύτητα τοῦ αὐτοκινήτου τὸν συνεπῆραν καὶ ξεχάστηκε. Ἦταν ἐπιτακτικὴ ἡ ἀνάγκη του νὰ ξεχάσει τὸ γεγονός. Ἡ μουσική, ἰδίως ἡ μουσική, βοηθοῦσε σὲ αὐτό.
Τὸ ἀμέσως ἑπόμενο ποὺ ἔλεγε στοὺς φοιτητὲς ἦταν ὅτι μία μικρὴ παραλλαγὴ
τῆς ἴδιας πρότασης, μπορεῖ νὰ ὑποσχεθεῖ μία ἐντελῶς διαφορετικὴ ἱστορία.
Μία γάτα πῆγε καὶ κάθισε στὸ χαλάκι ἑνὸς γάτου. Ἐδῶ, τὰ ἐπιφωνήματα
τοῦ ἀκροατηρίου δικαίωναν τὴ μεταδοτική του δεινότητα. Μὰ μπορεῖ
νὰ ὑπάρξουν δύο ἐρωτευμένες γάτες; Ναί, βεβαίως μπορεῖ. Πολλὲς γάτες
ἀναπτύσσουν δεσμοὺς μεταξύ τους ποὺ ξεπερνᾶνε τὸν ἔρωτα. Ἀγαπιοῦνται
κατὰ κάποιον τρόπο, νοιάζονται ἡ μία τὴν ἄλλη. Σὲ τοῦτο τὸ σημεῖο οἱ
φοιτητὲς καταλάβαιναν πιὰ μὲ ποιὸν εἶχαν νὰ κάνουν καὶ τοῦ ἀπηύθυναν
σωρεία ἐρωτήσεων. Ἀγαπᾶτε τὶς γάτες; Εἶστε γατόφιλος; Ἔχετε
γάτες; Πολὺ ντροπιαστικὸ νὰ ἀπογυμνώνεται ἐμπρός τους. Ναί, τὸ ὁμολογῶ.
Εἶμαι γατόφιλος. Ἔχω τρεῖς γάτες στὸ σπίτι μου. Μακάρι νὰ μποροῦσα νὰ
εἶχα περισσότερες. Χαμήλωνε τὸ βλέμμα. Τί θὰ σκέφτονταν ὅλοι τοῦτοι
οἱ ἀσκούμενοι συγγραφεῖς γι’ αὐτόν; Τὸν καημένο, τοῦ ἔχει σαλέψει.
Ἄ, δὲν ἔχει παιδιὰ καὶ μαζεύει στὸ σπίτι του τὰ γατιὰ τοῦ δρόμου. Συγγραφέας
δὲν εἶναι, τί περιμένεις;
Φτάνοντας στὸν κάμπο τῆς Καρδίτσας, λίγα χιλιόμετρα μετὰ ἀπὸ τὸν Δομοκό,
σταμάτησε γιὰ βενζίνη. Ρώτησε τὸν βενζινοπώλη ποῦ ὑπάρχει μία τουαλέτα.
Ἐκεῖνος ἔφτυσε λίγο καπνὸ ἀπὸ τὸ στριφτὸ ποὺ κρατοῦσε σβησμένο στὰ
δόντια του καὶ τοῦ ἔγνεψε. Πίσω ἀπὸ τὸ βενζινάδικο μία ἐλεεινὴ τουαλέτα.
Ἡ θέα μαγευτική, ἔκανε ὡραία ἀντίθεση μὲ τὴν ποικίλη μυρωδιὰ ἀμμωνίας,
ἀπὸ τὴν μετατροπὴ τῆς οὐρίας, καὶ βενζίνης. Ἔξω ἀπὸ τὸ γραφεῖο του ὁ
βενζινοπώλης εἶχε μία πολυκαιρισμένη καρέκλα σκηνοθέτη. Ἔβαλε
στὴν τσέπη τῆς φόρμας του, ρυπαρὸ κόκκινο, τὰ χρήματα καὶ κάθισε. Ἄναψε
τὸ τσιγάρο του. Ἡ καρδερίνα τιτίβισε ἕναν ξεκούρδιστο σκοπό. Βγαίνοντας
ἀπὸ τὴν τουαλέτα εἶχε σκοπὸ νὰ ἀπομακρυνθεῖ δεόντως καὶ νὰ πάρει
μερικὲς βαθιὲς εἰσπνοὲς καθαροῦ ἀέρα. Δὲν πρόλαβε. Τὸν σταμάτησε
ἕνα παρατεταμένο νιαούρισμα ἀγωνίας.
Μία γάτα, λευκὴ ἦταν θαρρῶ, μὲ μακριὰ τρίχα καὶ φουντωτὴ οὐρά, μὲ ἕνα
ξεφτισμένο κόκκινο λουράκι σφιγμένο στὸν λαιμό της, μαυρισμένη ἀπὸ
τὴ βρομιὰ τῶν καυσίμων, στεκόταν ἐκεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς τουαλέτας
καὶ τὸν κοιτοῦσε ἱκετευτικὰ στὰ μάτια. Τὸ μπροστινό της ἀριστερὸ πόδι
σπασμένο, μέσα στὰ αἵματα. Σὲ τρεῖς ὧρες ξεκινοῦσε τὸ μάθημά του. Εἶχε
ἤδη τρεῖς ὑπέροχες γάτες στὸ σπίτι του. Δὲν ἄντεχε νὰ βλέπει αὐτὴ τὴ
λευκὴ γάτα νὰ τὸν βλέπει μὲ γουρλωμένα μάτια, γεμάτα πόνο καὶ ἀπόγνωση.
Ἔφυγε τρέχοντας. Βρέθηκε στὸν δρόμο σὲ μερικὰ δευτερόλεπτα. Φώναξε,
ἔβρισε καὶ ἔκλαψε. Ἐξάλλου τὸ ταξίδι ἐκεῖνο τὸ ἔκανε μόνος του. Στὸ
ταξίδι ἐκεῖνο ὁδήγησε ἐφτακόσια χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ἕως
τὴ Φλώρινα συντροφιὰ μόνο μὲ τὴ μουσική, τὶς φωνές, τὶς βρισιὲς καὶ τὰ
κλάματά του. Τρεῖς ὧρες ἀργότερα ξεκίνησε τὸ μάθημά του. Μία γάτα
πῆγε καὶ κάθισε σὲ ἕνα χαλάκι. Ἔχει κάποιο ἐνδιαφέρον; Ὑπάρχει
κάποιος συναισθηματικὸς κραδασμὸς σὲ αὐτό;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου