|
|
]
ΟΤΑΝ ἔφτασε ὁ Δ. Ὑψηλάντης στὸ Μωριᾶ,
ἔστειλε κηρύγματα γραφτὰ μ' ἀνθρώπους σ' ὅλη τὴν Ἑλλάδα γιὰ νὰ κάμῃ
γνωστὸ σ' ὅλους τὸ φτάσιμό του, τὸ φτάσιμο τοῦ «Γενικοῦ Ἐπιτρόπου τῆς
Ἀρχῆς». Ἕνας τέτοιος κήρυκας φραγκοφορεμένος ἔφτασε καὶ στὰ στρατέματα
ποὺ πολιορκούσανε τ' Ἀνάπλι. Διάβασε ἀπὸ τ' ἄλογο τὸ χαρτὶ καὶ τέλος
φώναξε Ζήτω.
— Ζήτω!
Εἶπαν καὶ τὰ παληκάρια, ἂν καὶ πρώτη φορὰ κάνανε τὴ γνωριμιά
τους μὲ τὴ λέξη αὐτή, (τὴν πολύκροτη κατόπι καὶ κακομοιριασμένη). Ὅμως
κ' οἱ Τοῦρκοι δὲν τὴν καταλαβαίνανε λιγώτερο ἀπὸ τοὺς χριστιανούς.
Βγήκανε στὰ μπεντένια [ἐπάλξεις] τοῦ Ἀναπλιοῦ καὶ ρωτούσανε:
— Βρὲ Ρωμιοί, τί πῆρε ὁ Θεὸς τὸ νοῦ σας καὶ σᾶς γελᾶν οἱ παλιό-Φραγκοι
κ' οἱ χαραμῆδες [κλέφτες, κακοποιοί], καὶ θὰ χαθῆτε ὅπως χαθῆκαν κ'
οἱ παπούληδές σας στὸν ἄλλον ἀρπετὲ [ἐπανάσταση τοῦ 1769]; Βρέ, ποιὸς
εἶν' αὐτὸς ὁ «Ζήτως» ποὺ σᾶς λέει ὁ φραγκοφορεμένος ὁ ντελάλης πὼς θἀρθῇ
μιντάτι σας; [βοήθεια].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου