του Χρίστου Δάλκου *
|
Ὅσον καὶ ἂν ἐβαρβαρώθη,
αὐτὴ [:
ἡ «γραικική» / νεοελληνική] διασώζει
πολλὰς λέξεις ἑλληνικάς, καὶ πολλὰς σημασίας λέξεων, τὰς ὁποίας ματαίως ἤθελέ
τις ζητήσειν εἰς τὰ λεξικά, πολλὰ παράγωγα τῶν ὁποίων εἰς τοὺς [ἀρχαίους] συγγραφεῖς δὲν εὑρίσκονται παρὰ τὰ
πρωτότυπα, καὶ πρωτότυπα, τῶν ὁποίων εἰς
αὐτοὺς δὲν σώζονται παρὰ τὰ παράγωγα ... Ἀδαμάντιος
Κοραῆς |
Στὸ βιβλίο Μικροβάλτου περιλειπόμενα...,[1]
σ. 370, ὁ π. Νικηφόρος Μανάδης,[2] ἀναλαμβάνει, μὲ τὴν βοήθεια τῆς ὑπέργηρης ἀλλὰ
πάντα θαλερῆς μάννας του, νὰ μᾶς πληροφορήσῃ τί ἦταν γιὰ τοὺς κατοίκους τοῦ
χωριοῦ του, τοῦ ταπεινοῦ Μικρόβαλτου, τὰ «ξυλουκρέματα»:
«Τὰ ξυλουκρέματα.
“Νὰ ξιπατουθῆς κι νὰ σὶ φέρν στὰ
ξυλουκρέματα”. Ἔτσιας ἴλιγαν ἅμα καταργιοῦνταν οἱ μπάμπις στοὺ χουργιό. Αὐτόϊα ἰννουοῦσι,
ὅτ᾿ θὰ ἦταν ἢ βαριὰ ἄρρουστους, δὲν δυνάζουνταν νὰ πιρπατήσ᾿ μαναχός τ᾿, τοὺν ἴφιρναν
ἄλλ᾿, ἢ ὅτ᾿ θὰ ἦταν πιθαμένους κι θὰ τοὺν πάηναν γιὰ θάψιμου σν ἉγιΚοίμησ᾿.
Τὶ ἦταν ὅμους τὰ ξυλουκρέματα; Μὶ τοὺ ἰξήγησ᾿
ἡ μάννα μ᾿ ἀνήμιρα ᾿μ Πασχαλιὰ 8.4.2007 κι τὄγραψα ἰδώϊας στοὺ χαρτί. Ἔπιρναν, ἁπ᾿
λέτι, δγυὸ γιρὰ κιδρουπάλουκα ἢ λουμάκια κάναδγυὸ μέτρα τρανά, τὰ κλαρνοῦσαν
καλὰ κι τὰ καθάρζαν, γιὰ νὰ μὴν ἔχν τσιπότχια ἢ ζιουγκάργια π᾿ θὰ τς ἀμπουδοῦσαν.
Ὕστιρα ἔπιρναν τοὺ φόρτουμα[3]
ἀπ᾿ τοὺ σαμάρ᾿, τοὺ κουμπόδιναν στοὺ ἕνα, ἄφναν κάνα οὐγδόντα πόντ᾿ κι
κουμπόδιναν κι τἄλλου παλούκ᾿ γιὰ νὰ εἶνι σταθιρὴ ἡ ἀπόστασ᾿ ἀπ᾿ τὰ δγυό. Ὕστιρα
τὄπλικαν λίγου πυκνὰ κι ἀπ᾿ τὰ δγυὸ μέχρι νὰ φτάσν σν ἄλλ᾿ ᾿ν ἄκρια, ὅπ᾿ κι τοὺ
κουμπόδιναν πάλι.
Ἅμα τὄφκιαναν ἔτσιας ὕστιρα τοὺ χρησιμουποιοῦσαν γιὰ φουρείου, ὅπως φκιάν᾿ οἱ νουσουκόμ᾿ στς ἀρρώστ᾿, μιτέφιρναν ὅπχοιουν ἦταν τραυματζμένους ἢ δὲ μπουροῦσι νὰ πιρπατήσ᾿.
Ἄλλ᾿ δλειὰ ἁπ᾿ ἔφκιαναν ἦταν νὰ κουβαλοῦν
μιτιαὐτὰ ἄχυρου ἀπ᾿ τ᾿ ἁλώνια σν ἀχυρώνα τς, ἅμα δὲν εἶχαν δίχτχυα.
Τρίτ᾿ δλειὰ ἁπ᾿ ἔφκιαναν τὰ
ξυλουκρέματα ἦταν τοὺ φέριθρου (ἔτσιας λιέει ἡ μάννα μ᾿ τὸ φέρετρο). Ἀπάν᾿ σιαὐτὸ
ἔβαναν τοὺ νικρὸ κι τοὺν πάηναν τέσσιρ᾿ σν ἉγιΚοίμησ᾿. Προυτοῦ τοὺν κατιβάσν
ξιλνοῦσαν τοὺ φόρτουμα κι τοὺν κατέβαζαν μέσ᾿ στ᾿ γούρνα. Τραβοῦσαν πρῶτα τὰ
παλούκια ἀπάν᾿ κ᾿ ὕστιρα τὰ φουρτώματα κι τὰ ξανάβαναν στοὺ σαμάρ᾿ ἀπ᾿ τοὺ
μπλάρ᾿ ἢ ἀπ᾿ τοὺ γουμάρ᾿. Ἔτσιας πάηναν τότι τς πιθαμέν᾿ γιὰ νὰ τς θάψν. Ὕστιρα
ἔφκιαναν φέριτρου μὶ τέσσιρα σανίδγια γύρου γύρου κι ἀποὺ κάτ᾿ κάρφουναν
τέσσιρα πέντι κουντουσάνδα γιὰ νὰ κρατοῦν τοὺ νικρό. Ἀργότιρα βγῆκαν ἰτοῦτα τὰ ἀκριβὰ
φέριτρα ἁπ᾿ φκιάν᾿ ᾿ν ἴδγια τ᾿ δλειὰ ἁπ᾿ ἔφκιαναν κι τὰ ξυλουκρέματα κάναν
κιρό.»
Εἶναι προφανὲς ὅτι τὰ «ξυλουκρέματα»
ταυτίζονται μὲ τὰ «ξυλοκρέβατα», καὶ ὅτι ἔχουμε πρὸ ὀφθαλμῶν μιὰν ἐναλλαγὴ β/μ. Τὸ συμπέρασμα προκύπτει ἀβίαστα ἀπὸ
τὴν σημασία τῆς λέξης «ξυλουκρέβατου» (τό), ποὺ καταγράφει ὁ Εὐ. Μπόγκας στὸ ἔργο
του Τὰ γλωσσικὰ ἰδιώματα τῆς Ἠπείρου:
«ξυλουκρέβατου
(τό), τὸ νεκροκρέβατο, εἶδος φορείου μὲ 4 πόδια, ὄχι ἡ κάσσα. Ἀνῆκε στὴν ἐκκλησία
καὶ μὲ αὐτὸ μετέφεραν τοὺς ἀπόρους νεκροὺς γιὰ ταφή. Καὶ κατάρα “ποὺ νὰ τ᾿ς τοὺν
φέρουν (τὸν ἄντρα) στοὺ ξυλουκρέβατου ἢ
στοὺ ταμπούτ᾿ (τουρκ.).”.»
Αὐτοὶ ποὺ ἀντιμετωπίζουν τὶς ἐνδείξεις
τῆς νέας ἑλληνικῆς μὲ τὴν συνήθη περιφρόνηση, θὰ ἀποφαίνονταν πὼς δὲν ἔχει καὶ
μεγάλη σημασία ποὺ κάποια γιαγιὰ σ᾿ ἕνα ἀσήμαντο χωριουδάκι προφέρει τὰ
«ξυλοκρέβατα» ὡς «ξυλουκρέματα», καὶ ὅτι ἡ ἐναλλαγὴ β/μ δὲν μπορεῖ νὰ ἀξιοποιηθῇ γιὰ τὴν συναγωγὴ οἱωνδήποτε περαιτέρω
συμπερασμάτων.
Διαφορετικὴ εἶναι ἡ δική μας ἄποψη,
καθ᾿ ὅσον φρονοῦμε ὅτι ἡ «περιθωριακὴ» ἐναλλαγὴ β/μ στὰ ξυλουκρέβατα /
ξυλουκρέματα εἶναι πολὺ σημαντική, διότι μᾶς βοηθάει, πλὴν ὅλων τῶν ἄλλων,
στὴν ἀσφαλῆ ἐτυμολόγηση τῆς δυσετυμολόγητης λέξης κράββατος, κράβαττος, κράβακτος, κρεβαττάριον κ.λπ., ν.ἑ. κρεββάτι (κρεβάττι).
Ἡ ἀκαδημαϊκὴ ἐπιστήμη, ἐπισημαίνοντας
τὴν σχέση τοῦ κράββατος μὲ τὸ λατ. grabatus(grabattus), θεωρεῖ τὴν
λέξη δάνειο ἀπὸ «μακεδονο - ἰλλυρικὴ» πηγὴ καὶ πιθανολογεῖ ἐτυμολογικὴ σχέση πρὸς
τὸ «*γράβος» (= βελανιδιά), πρβλ. ἀ.ἑ.
γράβιον, ν.ἑ. γράβος, γάβρος κ.λπ.
Ἐν τούτοις,
ἂν ἀξιοποιηθῇ ἡ ἐναλλαγὴ β/μ στὰ ξυλουκρέβατου / ξυλουκρέματου,
τότε μπορεῖ νὰ στοιχειοθετηθῇ ἡ ἐτυμολογικὴ συσχέτιση τῆς ἐπίμαχης λέξης μὲ ἕνα
ἄλλο φυτό, τὴν κληματαριά (= κλῆμα) / κρεβαταριά (= κλῆμα || ἡ
κρεβατίνα πάνω στὴν ὁποία στηρίζεται ἡ κληματαριά), ἡ ὁποία ἐμφανίζει
παρόμοια ἐναλλαγὴ β/μ, ὅπως ἔχει ὑποστηριχθῆ
ἀπὸ τὸν ὑποφαινόμενο στὸ παρελθόν (βλ. Χρίστος Δάλκος, «Τσακωνικὴ διάλεκτος: ἕνα
πρωτοελληνικὸ ἀπολίθωμα», β΄ μέρος, περ. ἑλλοπία, τχ. 12, Σεπτ. - Ὀκτ.
1992, σ. 48).
Στὸ
παραπάνω ἄρθρο, ἀναφερόμενοι στὴν ἄποψη τῆς Εὐαγγελίας Φραγκάκι (Συμβολὴ εἰς
τὴν δημώδη ὁρολογίαν τῶν φυτῶν, σ. 31-32) ὅτι ἡ λαϊκὴ ὀνομασία «ἀκρέβατος»
τοῦ ἀναρριχητικοῦ θάμνου «σμῖλαξ ἡ τραχεῖα» «ἴσως ἐδημιουργήθη ἐκ τοῦ ὅτι οἱ
χωρικοὶ κόβουν κλάδους, τοὺς κάνουν δεμάτια, τὰ πιέζουν καὶ τοὺς κάνουν κρέβατο
(χαμαικοίτη)», ἐπισημαίναμε, μεταξὺ ἄλλων, πὼς «Γιὰ νὰ ἔχουμε ὅμως
μιὰ πλήρη εἰκόνα τῆς ἀκριβοῦς σχέσης κρεββαταριᾶς καὶ κρεββατιοῦ,
πρέπει νὰ ἀντιστρέψουμε τὴν πορεία τῶν ἐτυμολογικῶν συνειρμῶν, διότι, ὡς
φαίνεται, δὲν προῆλθε τὸ ὄνομα τοῦ φυτοῦ ἀπ᾿ τὸ κρεββάτι (ὅπως λέει ἡ Ἑλ.
Φραγκάκι), ἀλλὰ τὸ ὄνομα τοῦ κρεββατιοῦ ἀπὸ τὸ φυτό, ἢ μᾶλλον ἀπὸ ὅλα αὐτοῦ τοῦ
εἴδους τὰ φυτά, ποὺ εἶναι στὴν οὐσία κρεββαταριές
– κληματαριές.
Κληματαριὰ καὶ κρεββαταριὰ εἶναι ἡ ἴδια λέξη, καὶ τὸ ὅλοζήτημα κατὰ βάσιν ἔγκειται σὲ μιὰ ἐναλλαγὴ μ~β ...»
Ἡ ἐναλλαγὴ β/μ ἐντοπίζεται καὶ στὰ ν.ἑ. κληβαταργιά
(= κληματαριά) Νότ. Μακεδ. κουτσοβλ. klâvâtâreáuă, πρβλ. Κ.
Νικολαΐδου, Ἐτυμολογικὸν Λεξικὸν τῆς
Κουτσοβλαχικῆς γλώσσης, 1909, σ. 221: «... klimâtârγeáuă [...] =
κληματίς, κοιν. κληματαργιά∙ Καὶ κλâβâτâρεάυă.
Ἐν Νοτ. Μακ. κληβαταργιὰ ὑπὸ τῶν ἑλληνοφώνων».
Θὰ ἀντέτεινε ἴσως κάποιος ὅτι τὰ κρεβαταριά / κληματαριὰ δὲν μποροῦν νὰ
συσχετισθοῦν μεταξύ τους, διότι ἐμφανίζουν, πλὴν τῆς ἐναλλαγῆς β/μ καὶ ἐναλλαγὴ λ/ρ. Ἔχει ἐν τούτοις μιὰ σημασία ὅτι ἴχνη τῆς ἐναλλαγῆς λ/ρ ἐντοπίζονται καὶ στὰ τῆς ἀρχαιοπινοῦς
τσακωνικῆς διαλέκτου κρᾶμα (= κλῆμα),
κραματαζ΄ία (= κληματαριά), κραματόσ΄αμντα (= *κληματόρραβδα), κραματόφυλλε (= κληματόφυλλε,
κληματόφυλλο).
Τὴν σχέση τῆς κληματαριᾶς / κρεβαταριᾶς καὶ κραβάτου
/ κρεβατιοῦ μοιάζει νὰ ἐπιβεβαιώνῃ καὶ τὸ τοῦ Μαλάλα «κραβαταρία, ἡ, φορεῖον, φέρετρον, Ἰω. Μαλ. Χρονογρ. 16 σελ. 397,
σελ. 436. Διάφ. γραφὴ κραβαταρέα»[4], ὅ,τι δηλ.
καὶ τὸ ξυλουκρέβατου / ξυλουκρέματου.
Εὔλογα, λοιπόν, προκύπτει τὸ
συμπέρασμα ὅτι ἡ λέξη κράββατος (κράβαττος) ἐτυμολογεῖται βάσει ἐνδείξεων
ὄχι τόσο τῆς ἀρχαίαςἀλλὰ κυρίως τῆς νέας ἑλληνικῆς, καὶ ὅτι ἐπίσης ἡ φωνητικὴ ἐναλλαγὴ
β/μ ἔχει ἐπισυμβῆ στὸ ἀπώτατο παρελθὸν
τῆς καθ᾿ ὅλου ἑλληνικῆς, εἶναι δηλαδὴ χαρακτηριστικὴ τῆς πρωτοελληνικῆς.
Κι ἐδῶ, βέβαια, βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι
μὲ τὶς προκαταλήψεις τῶν ξένων γλωσσολόγων, οἱ ὁποῖοι, μὴ μπορῶντας νὰ ἐντάξουν
τὴν συγκεκριμένη ἐναλλαγή -ἢ καὶ ἄλλες παρεμφερεῖς- στὸ σύστημα τῶν δῆθεν ἐπιστημονικῶν
νόμων ποὺ διέπουν τὴν φωνητικὴ συμπεριφορὰ τῶν ἰνδοευρωπαϊκῶν γλωσσῶν, ἀποφαίνονται
ὅτι ἡ ἐναλλαγὴ β/μ εἶναι
χαρακτηριστικὴ τῆς λεγόμενης «προελληνικῆς», ἤτοι μιᾶς –κατὰ τὴν ἄποψή τους- μὴ
ἑλληνικῆς καὶ μὴ ἰνδοευρωπαϊκῆς γλώσσας(πρβλ.
π.χ. ἀρβύλη / ἄρμυλα, βάρβιτος / βάρμιτος, κύμινδις / κύβινδις, λυκάβας /
λυκάμας, μύσταξ / βύσταξ, σκόλυμος / σκόλυβος, φάρμακον / φόρβαντα).
Ἦρθε ὅμως καιρὸς νὰ ξεστομίσουμε, χωρὶς
ἴχνος ἔπαρσης, ἀλλὰ μὲ τὴν σιγουριὰ τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔρχονται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὰ
πράγματα ἀπὸ πρῶτο χέρι, πὼς οἱ ξένοι ἐπιστήμονες, παρὰ τὴν ὁμολογουμένως ἀπέραντη
σοφία τους, ἐν προκειμένῳ ὑποπίπτουν σὲ μέγα σφᾶλμα, διότι δὲν γνωρίζουν καὶ
συνακόλουθα δὲν λαμβάνουν ὑπ᾿ ὄψη τους τὶς πολύτιμες μαρτυρίες τῆς νέας ἑλληνικῆς
καὶ τῶν κατὰ τόπους περιφρονημένων διαλέκτων καὶ ἰδιωμάτων της.
*καθηγητὴς
φιλόλογος
[1]πρεσβυτέρας Ἀφροδίτης
π΄΄ Χρ. Μανάδη, ἀρχιμ. Νικηφόρου π΄΄ Χρ. Μανάδη, Μικροβάλτου περιλειπόμενα..., ἔκδ. Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ Ἀρδάσσης
– Κρυόβρυσης, Πτολεμαΐδα 2013.
[2] Ἄνθρωποι σὰν τὸν π. Νικηφόρο Μανάδη, ποὺ
διακονοῦν τὴν γλῶσσα μας μὲ τέτοια συγκινητικὴ ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση, ἔχουν,
νομίζω, νὰ προσφέρουν πολὺ περισσότερα πράγματα (καὶ) στὴν ἐπιστήμη τῆς
γλωσσολογίας, ἀπὸ τοὺς ἐντόπιους ἀναμασητὲς τῆς ξένης «σοφίας».
[3] Ἐδῶ μὲ τὴν σημασία τῆς τριχιᾶς, τοῦ σχοινιοῦ.
[4] Συμπλήρωμα
Λεξικοῦ Liddell – Scott
/ Γεωργούντζου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου