|
|
ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΙΕΣ, ἡ γιαγιὰ μαγείρευε κοκκινιστὸ
μὲ μακαρόνια καὶ τὶς Τετάρτες γεμιστά, ἐνῶ τὰ ἀπογεύματα, μᾶς ἔφτιαχνε
ἑλληνικὸ καφέ, ποὺ δυνάμωνε, ἔλεγε, τὴν καρδιά, ὥσπου στὰ δεκατρία
μου, ἀνέβασα πίεση. Ἐκείνη τὸ ἀπέδωσε στὸ ὅτι τὴν ἴδια περίοδο ἀρρώστησε
ὁ παπποὺς ἀπὸ καρκίνο στὸ πάγκρεας, παρόλα αὐτὰ δέχτηκε νὰ μοῦ τὸ
‘κόψει, ἂν καὶ συνέχισε νὰ μοῦ δίνει γουλιὲς ἀπὸ τὸ μπρίκι λίγο καιρὸ
ἀκόμα, γιὰ νὰ μὴν πάθω στερητικά. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ παπποῦ, εἴχαμε
πένθος καὶ γιὰ μῆνες ζούσαμε μὲ μισόκλειστα παντζούρια, ἐνῶ οἱ καθρέφτες
ἦταν καλυμμένοι μὲ μαῦρα πανιὰ κι ἡ γιαγιὰ ἐρχόταν στὴν κάμαρά μας τὰ
βράδια καὶ μᾶς ἔλεγε νὰ μὴν σκᾶμε, γιατί ὁ παπποὺς ἦταν γέρος κι ἄλλωστε
ἤμασταν τυχεροὶ ποὺ εἴχαμε τοὺς γονεῖς μᾶς ἀλλὰ κι ἐκείνη ἀπὸ δίπλα.
Ὅταν, ὕστερα ἀπὸ λίγο, μάθαμε ὅτι ὁ μπαμπὰς ἦταν ἐρωτευμένος μὲ τὴν κοπέλα ἀπὸ τὴ Βουλγαρία ποὺ φρόντιζε τὸν παπποὺ στὰ τελευταῖα του κι ὅτι θὰ ἔφευγαν νὰ ζήσουν στὸν τόπο της, ἡ γιαγιὰ μᾶς ἐξήγησε πὼς αὐτὸ κάνουν οἱ ἄντρες, ρίχνουν τὸν σπόρο τους κι ἔπειτα μὴν τοὺς εἴδατε, κι ἄλλωστε ἔτσι ἦταν ἡ φύση: τὰ παιδιὰ εἶναι τῆς μάνας. Ἐμεῖς ὅμως οὔτε τῆς μάνας ἤμασταν, γιατί λίγους μῆνες ἀργότερα ἡ δική μας γνώρισε τὸν κύριο Παναγιώτη ποὺ ἦταν ὑπάλληλος στὴν τράπεζα καὶ πῆγε νὰ ζήσει μαζί του σὲ ἕνα ρετιρὲ στὸ Παγκράτι χωρὶς ἐμᾶς. Ἀπὸ τότε ἡ γιαγιὰ ἐρχόταν κάθε βράδυ στὸ δωμάτιό μας καὶ προσευχόμασταν παρέα νὰ τὴ συγχωρήσει ὁ Θεὸς ποὺ ἀνάγκασε τοὺς γονεῖς μας νὰ παντρευτοῦν στὰ δεκαεφτὰ γιατί ἡ μάνα μου ἦταν ἔγκυος σὲ μένα καὶ νὰ τὴν ἔχει καλά, γιατί ἂν πάθαινε κάτι, ἐμεῖς θὰ καταλήγαμε σὲ ἵδρυμα.
Συνεχίσαμε
νὰ τρῶμε τὶς Κυριακὲς κοκκινιστὸ μὲ μακαρόνια καὶ τὶς Τετάρτες γεμιστὰ
ὥσπου τὰ σιχάθηκα, ἀλλὰ δὲν εἶπα κουβέντα, γιατί ἡ μικρὴ δὲν ἔβαζε
τίποτα ἄλλο στὸ στόμα της ὅλη τὴ βδομάδα κι ἔτσι γιὰ καιρὸ δὲν ἄλλαξαν
πολλά, ὥσπου κάποια στιγμὴ ἡ γιαγιὰ ἔκανε ἐξετάσεις καὶ βρῆκαν τὰ
λευκά της κατεβασμένα.
Τότε μᾶς
πῆρε καὶ πήγαμε στὸν συμβολαιογράφο νὰ μᾶς γράψει τὴ μονοκατοικία
καὶ νὰ μᾶς ἀφήσει ὅλα της τὰ λεφτά, ἐνῶ στὴ μαμὰ ἄφησε τὰ ἔπιπλα ποὺ ἦταν
ἀντίκες καὶ λίγα κοσμήματα γιὰ νὰ μὴν θυμώσει μαζί μας καὶ μᾶς κόψει
τὴν καλημέρα.
Τέλος
μ’ ἔβαλε κάτω καὶ μοῦ ‘μαθε νὰ φτιάχνω κοκκινιστὸ καὶ γεμιστὰ καὶ μὲ ἔβαλε
νὰ πάρω ὅρκο ὅτι θὰ τὰ φτιάχνω στὴ μικρὴ γιὰ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωή
μας. Ὅταν πιὰ δὲν μποροῦσε νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὸ κρεβάτι, μαγείρευα ἐγὼ
κι ὅταν δὲν μποροῦσε νὰ πιάσει οὔτε κουτάλι, τὴν τάιζα ὥσπου λίγες
βδομάδες ἀφότου ἔκλεισα τὰ δεκαοχτώ, πέθανε στὸν ὕπνο της μιὰ νύχτα.
Ἡ μαμὰ
ἦρθε τότε νὰ μείνει λίγο καιρὸ μαζί μας κι ὅσο ἦταν ἐκεῖ, μάζευε τὰ
πράγματα κι ὅταν τελείωσε μὲ ὅλα, ἔστειλε μεταφορικὴ νὰ πάρει τὰ ἔπιπλα,
ἐκτὸς ἀπὸ τὰ κρεβάτια μας γιὰ νὰ ἔχουμε κάπου νὰ κοιμόμαστε καὶ τὸ
τραπέζι τῆς κουζίνας γιατί δὲν ἦταν ἀντίκα. Ἀπὸ τότε τριγυρίζαμε
στὰ ἄδεια δωμάτια, κοιτάζαμε τὰ σημάδια στοὺς τοίχους καὶ τὰ σανίδια,
κι ἐγὼ σκεφτόμουν πῶς ἔγινε κι ὅλοι ἔφυγαν κι ἔδινα ὅρκο ὅτι τὴ μονοκατοικία
αὐτὴ ποτὲ δὲν θὰ τὴν ἐγκατέλειπα. Ὕστερα ὅταν ξεθύμωσα μὲ τὴ γιαγιὰ
ποὺ πῆγε καὶ πέθανε, ἔκλαψα ποὺ δὲν θὰ τὴν ξανάβλεπα καὶ σκέφτηκα ὅτι
μὲ ἕνα βάψιμο κι ἕνα γυάλισμα ὅλα θὰ ἔσβηναν, γιατί ἕνα σπίτι ἦταν
μονάχα, ἐνῶ αὐτὰ ποὺ ἔγιναν μέσα του – θέλαμε δὲν θέλαμε – θὰ ἀκολουθοῦσαν
ἐμένα καὶ τὴ μικρὴ ὅπου κι ἂν βρισκόμασταν.
Τὴν προηγούμενη
Κυριακὴ ποὺ κάναμε τὰ σαράντα, ἔφτιαξα κοκκινιστὸ μὲ μακαρόνια κι
ἦρθε ἡ μαμὰ μὲ τὸν κύριο Παναγιώτη, φάγαμε παρέα, εἴπαμε δυὸ λόγια
γιὰ τὴ γιαγιὰ κι ἔπειτα μᾶς ἀποχαιρέτησαν. Τρεῖς μέρες μετά, ποὺ ἦταν
Τετάρτη, φώναξα τὴ μικρὴ καὶ τῆς εἶπα ὅτι δὲν θὰ φτιάχναμε γεμιστά,
γιατί τὸ μεσημέρι θὰ ἔπαιρνε τὸ ἀεροπλάνο γιὰ τὴ Βουλγαρία καὶ ὅτι
ἐκείνη θὰ ἔμενε μαζὶ μὲ τὸν μπαμπὰ γιὰ λίγα χρόνια ἐνῶ ἐγὼ θὰ ἔβλεπα
τί θὰ ἔκανα. Τότε, μοῦ εἶπε ὅτι δὲν ἤθελε νὰ φύγω ἀπὸ κοντά της ἀλλὰ
οὔτε νὰ ἀφήσει τὸ σπίτι μας, κι ἐγὼ τὴν πῆρα ἀγκαλιὰ καὶ τῆς ἀπάντησα
ὅτι σπίτι ἤμαστε ἐμεῖς, ἐγὼ κι ἐσὺ τῆς εἶπα ἤμαστε σπίτι κι ἔπειτα
ἐπίασα τὸ χέρι της, τὸ ἀκούμπησα στὸ μέρος τῆς καρδιᾶς μου κι ὕστερα
στὴ δική της καρδιὰ καὶ τῆς εἶπα ἐδῶ εἶναι σπίτι κι ἔπειτα βγήκαμε ἔξω,
κι ἀφοῦ τῆς εἶπα νὰ ρίξει μιὰ τελευταία ματιὰ πρὸς τὰ μέσα, τὴν ἔβαλα
νὰ κλείσει πίσω της τὴν πόρτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου