|
|
ΠΑΝΕ ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ποὺ εἶμαι ἄρρωστος, ἀπομονωμένος,
χωρὶς νὰ ξεμυτίσω στὸν κῆπο ἢ νὰ δῶ τὴ θάλασσα. Ἴσα ποὺ τὴ νιώθω, τὸ
βράδυ, ὅταν πέφτει ἡ σιωπὴ καὶ φτάνει ὣς ἐμένα τὸ μουρμουρητὸ τῆς ἄμπωτης.
Μέσα ἀπ’ τὸ παράθυρο ἔχω δεῖ νὰ περνᾶνε μερικὰ θαλασσοπούλια καὶ
αὐτὸ εἶν’ ὅλο. Ἔξω πρέπει νὰ μεγαλώνουν τὰ φυτά, νὰ τσιμπολογᾶνε τὰ
σπουργίτια ὅ,τι βρίσκουνε στὴ γῆ. Τί νὰ κάνει ὁ Μπουσόνι; Εἶναι μιὰ ἐρώτηση
ποὺ κάνω στὸν ἑαυτό μου ἀνήσυχος. Θὰ εἶναι ἀκίνητος, ἀκουμπώντας τὴ
ράχη του στὸν πέτρινο τοῖχο, μὲ τὸ ἕνα χέρι ἀκουμπισμένο κάπως ἁπαλὰ
σ’ αὐτὸν τὸν λεπτὸ κορμὸ εὐκάλυπτου ποὺ χρησιμεύει γιὰ κολώνα. Θὰ εἶναι
μὲ τὰ ἀδύναμα πόδια του, τοὺς κάπως πεσμένους ὤμους του καὶ τὸ μεγάλο
του κεφάλι, τὸ ἄδειο του σκάφανδρο, ποὺ μέσα του δὲν πετοῦν σκέψεις, δὲν
ὑπάρχουν ἰδέες ποὺ ξεσηκώνουν, στόχοι ποὺ ἀναστατώνουν. Θὰ κοιτάζει
σταθερὰ ὅ,τι συμβαίνει μπροστά του, πάντα ἕτοιμος νὰ τρομάξει κάποιον,
κάποιον ποὺ περνάει καὶ ποὺ ξαφνικὰ εἰσβάλλει στὴν ἀκίνητη ὕπαρξή
του καὶ παίρνει μιὰ τρομάρα, γιατὶ ὁ Μπουσόνι εἶναι σὰν φάντασμα καὶ ὅταν
τὸν βλέπουν ξαφνικά, ἀναπάντεχα, οἱ γυναῖκες πνίγουν μιὰ κραυγὴ καὶ
οἱ ἄντρες βάζουν τὸ χέρι στὴ θήκη τοῦ ρεβόλβερ, ἂν καὶ ἡ κίνηση μένει
πάντα στὴ μέση, γιατὶ ὁ Μπουσόνι δὲν εἶναι ἐπικίνδυνος. Δὲν εἶναι;
Κάποιες φορὲς δὲν εἶμαι καὶ τόσο σίγουρος.
Καὶ νὰ σκεφτεῖς ὅτι ἐγὼ ὁ ἴδιος του ἔδωσα τὸ κατάλυμα ποὺ ἔχει τώρα, ἐγὼ ὁ ἴδιος τὸν συναρμολόγησα, τὸν ἔφτιαξα, μαζεύοντας ἀπὸ διαφορετικὰ μέρη τὰ δύο κομμάτια ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀποτελεῖται. Ἐγὼ τοῦ ἔδωσα αὐτὴ τὴν κακομοιριασμένη ζωὴ ποὺ ζεῖ, αὐτὴν τὴν κατάστασή του ποὺ προκαλεῖ τὴν ἔκπληξη, τὴν ἐπικίνδυνη ὄψη του. Ἐγὼ ὁ ἴδιος τὸν ὁδήγησα, τὸν τακτοποίησα ἐκεῖ ποὺ εἶναι καὶ τοῦ εἶπα, κάτσε ἐκεῖ Μπουσόνι, εἶσαι καλὰ ἐκεῖ, κανένα πουλὶ δὲν θὰ κουτσουλήσει τὰ ροῦχα σου. Οὔτε κὰν θὰ σὲ πλησιάσουν, ὅπως δὲν πλησιάζουν ἐκείνους τοὺς μεγάλους κάκτους ποὺ εἶναι μπροστά σου, Μπουσόνι, γιατί τὰ λιμασμένα σπουργίτια, τὰ χελιδόνια μὲ τὶς σκοῦρες ζακέτες καὶ τὰ γκρίζα ντιούκας ξέρουν νὰ ἐντοπίζουν τὸν κίνδυνο. Ἐκεῖ τὸν ἄφησα κι ἐκεῖ ἔμεινε λίγο ὡς πολὺ ἀκίνητος, μὲ τὴ λαστιχένια στολή του, ἀρκετὰ παχὺς γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ ὑποθαλάσσια ρεύματα. Καὶ τὰ γυαλάκια μέσα ἀπὸ τὰ ὁποῖα δὲν βλέπει τίποτα, ὅμως ἐμεῖς βλέπουμε τὸ κενὸ ἐκεῖ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν δύο μάτια, ἕνα μέτωπο, ἴσως ἕνα σκοῦρο μουστάκι. Καὶ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀπουσία ἕνα ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ πράγματα ποὺ τὸν κάνουν τόσο μυστηριώδη, καὶ λίγο τρομακτικό. Εἶμαι ὁ δημιουργὸς τοῦ Μπουσόνι, εἶναι σὰν τὸ χαρακτήρα ἑνὸς βιβλίου ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ ἔχω γράψει, καὶ ὄχι ἕνα σκιάχτρο ἢ ἕνα ἀνδρείκελο. Ὁ Μπουσόνι ἔχει ἕνα σκοπό, ὧρες-ὧρες μοιάζει ζωντανός, νομίζεις ὅτι θὰ σηκώσει τὰ χέρια καὶ θὰ βγάλει τὸ σκάφανδρο γιὰ νὰ δείξει τὴν τρύπα, τὸ κενό, τὸ σημεῖο ὅπου θὰ ἔπρεπε νὰ βρίσκεται τὸ κεφάλι του, καὶ ἔτσι νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν κατάστασή του τοῦ ἀποκεφαλισμένου, τοῦ ὄντος ποὺ γνώρισε τὸν κεραυνὸ τῆς γκιλοτίνας.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς τρεῖς μέρες τοῦ ἐγκλεισμοῦ, περιμένω τὸ πρωΐ, τὴν
πρωϊνὴ ὁμίχλη τῆς ἀκτῆς, γιὰ νὰ βγῶ νὰ ρίξω μιὰ ματιὰ στὸν κῆπο, στὸ γεράνι
μὲ τὰ λουλούδια ὄχι τὰ μενεξεδιά, ἀλλὰ τὰ ἄσπρα, σὰν τὸ γάλα, καί, παρεμπιπτόντως,
παριστάνοντας τὸν ἀδιάφορο, ἢ πὼς ξέχασα τάχα ἀφηρημένος, νὰ δῶ
τὸν Μπουσόνι μὲ τὴ ράχη ἀκουμπισμένη στὸν πέτρινο τοῖχο, νὰ περάσω ἀπὸ
κοντά του, ἔχοντας συνείδηση τῆς πράξης μου καὶ συνεπῶς μὲ ἠρεμία,
καὶ νὰ κοιτάξω ἔτσι μέσα ἀπὸ τὸ γυαλὶ τοῦ σκάφανδρου. Περιμένω μὲ ἀνυπομονησία
νὰ τὸ κάνω, ὅμως ὅπως πάντα, καὶ μόνο ποὺ τὸ σκέφτομαι ἀναστατώνομαι,
γιατὶ, ἴσως αὔριο, ἴσως μεθαύριο, ἢ μετὰ ἀπὸ ἕνα μήνα, εἶμαι σίγουρος
ὅτι μιὰ μέρα, ὅταν τὸ κάνω, θὰ διακρίνω πίσω ἀπ’ τὰ γυαλάκια, στὸ
βάθος, δύο μάτια διεισδυτικά, ἴσως ἕνα μελαχρινὸ μέτωπο, κι ἕνα
μουστάκι σκοῦρο καὶ πυκνό, καὶ τότε δὲν θὰ ἔχω ἄλλη ἐπιλογὴ παρὰ νὰ
πυροβολήσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου