|
|
στὴ Marie
Faubert
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ ’87 στὴ Σκόπελο. Ὄμορφο
νησί. Ὁ Ἀλέξανδρος, ὁ Τάκης κι ἐγώ. Στήσαμε τὴ σκηνὴ σὲ μιὰ ἀπόμερη
παραλία καὶ τὴν ἀράζαμε ἐκεῖ μέχρι τὸ ἀπόγευμα. Ὕστερα στὴν πόλη,
νὰ φᾶμε κάτι, νὰ βολτάρουμε καὶ κατόπιν σὲ κάνα μπὰρ γιὰ ποτό.
Τὸ πρῶτο βράδυ, περπατώντας
στοὺς κεντρικοὺς δρόμους, σταματήσαμε μπροστὰ σ’ ἕνα μαγαζὶ μὲ γυναικεία
ροῦχα. Στὴ βιτρίνα δέσποζε μιὰ κούκλα πανέμορφη, σὰν ζωντανὴ φαινόταν.
Τῆς εἶχαν φορέσει ἕνα ὡραῖο μακρὺ φόρεμα κι ἕνα πέπλο στὸ κεφάλι
ποὺ κάλυπτε τὰ μάτια της.
Χαζέψαμε ἀσυναίσθητα
κι οἱ τρεῖς κάμποση ὥρα καὶ φύγαμε.
— Ρὲ παιδιά, ὁλοζώντανη αὐτὴ ἡ κούκλα στὴ βιτρίνα, τοὺς λέω στὸ δρόμο.
— Ναι, ἀπαντᾶνε περιπαιχτικά,
καὶ σὲ κοίταζε κιόλας…
Τὸ ἄλλο βράδυ, τοὺς παρέσυρα καὶ βρεθήκαμε πάλι μπροστὰ στὴ βιτρίνα.
— Τι ἔγινε, τὴν ἐρωτεύτηκες τὴν
κούκλα; μὲ πείραξαν πάλι.
Δὲν ἀπάντησα. Ἔμεινε ὅμως μέσα μου ἐκεῖνο τὸ ζωηρὸ μειδίαμά της, ἀλλὰ
ποῦ νὰ τολμήσω νὰ τὸ ξαναπῶ.
Τὴν τρίτη μέρα ἦρθε ὁ καύσωνας. Ἀκόμη κι ἐδῶ χτύπαγε σαραντάρια. Τὸ βράδυ, ὡστόσο, πάλι στὴν πόλη. Βρίσκω μιὰ δικαιολογία, ξεκόβω ἀπ’ τοὺς ἄλλους καὶ πάω ξανὰ ἔξω ἀπ’ τὸ μαγαζί. Αὐτὴ ἐκεῖ. Στὴν ἴδια θέση, ὄρθια, μὲ φρεσκοβαμμένα χείλη, πλάι σε μίαν ἄδεια καρέκλα.
Μόνος μου εἶχα τὴν ἄνεση νὰ τὴν παρατηρήσω καλύτερα. Μ’ ἔτρωγε ἡ
περιέργεια. Μιὰ κίνηση μόνο, μιὰ τόση δὰ κίνηση στὰ χείλη, στὰ χέρια,
ὁπουδήποτε, νὰ φύγει τὸ βάρος. Ἄρχισα νὰ τῆς κάνω γκριμάτσες, μπὰς
καὶ τὴν πιάσουν τὰ γέλια, τὴν ἐξέταζα ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω, τὴν καταβρόχθιζα
μὲ τὰ μάτια. Ἐκείνη ἀτάραχη, μὲ τὸ μειδίαμα ὑποσχόμενο.
Ὁ καύσωνας στὸ φούλ, εἶχα γίνει μούσκεμα, δὲν ξέρω ἂν ἵδρωνα ἀπ’ τὴ
ζέστη ἢ τὴν ὀμορφιά της. Ὥσπου κάποια στιγμὴ βλέπω σταγόνες ἱδρώτα
νὰ τρέχουν σιγὰ σιγὰ στὸ πρόσωπό της καὶ νὰ κάνουν αὐλάκια στὸ μακιγιάζ.
Ταράχτηκα. Τὸ ’ξερα, φωνάζω θριαμβικά, εἶναι γυναίκα ἀληθινή,
ζωντανή! Καὶ τί ὄμορφη! Ἔτρεξα γρήγορα νὰ βρῶ τοὺς φίλους μου.
Τοὺς ἔφερα τρέχοντας, ἀλλὰ ἐκείνη δὲν ἦταν ἐκεῖ. Πάνω στὴν καρέκλα
ριγμένο τὸ φόρεμα, ἄδειο.
Στὴν ἐπιστροφὴ οἱ φίλοι μου μὲ δούλεψαν γιὰ τὰ καλά. Δίχτυ μὲ τύλιγε ἡ
λύπη. Θὰ τὴν ἔβλεπα ἄραγε πάλι; Ξημερώματα ξύπνησα καὶ βγῆκα ἀπ’
τὴ σκηνή, κάθισα ἔξω καταϊδρωμένος, ἐνῶ μέσα οἱ ἄλλοι κοιμοῦνταν,
ἀναίσθητοι.
Κάποια στιγμὴ παρατήρησα ὅτι ἀπέναντί μας, σὲ μικρὴ ἀπόσταση, κάποιος
εἶχε στήσει μιὰ σκηνή.
Σὲ λίγο βγαίνει ἀπὸ μέσα ἐκείνη, γυμνή. Ἡ ὀμορφιὰ της ἀνείπωτη. Ἕνας
ξανθὸς ἄγγελος, μὲ σῶμα φιδίσιο, σκέτη καλλονή. Τὰ στήθη της ἕτοιμα
νὰ πετάξουν.
Τὰ μάτια μας διασταυρώθηκαν κι ἔνιωσα ἀμέσως ἐκεῖνο τὸ γνώριμο
μειδίαμα. Σάστισα. Ὁ καύσωνας μὲ μπέρδευε. Σηκώθηκα καὶ πῆγα πρὸς
τὸ μέρος της.
— Καλημέρα, λέω.
— Καλημέρα, ἀπαντάει μὲ σπαστὰ ἑλληνικά. Do you speak English, μὲ ρωτάει
στὴ συνέχεια.
Ὁ ἥλιος ἔξω εἶχε ἀρχίσει νὰ ζεματάει καὶ σὲ λίγο συρθήκαμε στὴ σκηνή
της.
Βγῆκα πρὸς τὸ μεσημέρι. Ἔλαμπα ὁλόκληρος. Οἱ φίλοι μου κολυμποῦσαν.
Μόλις μὲ ἀντιλήφθηκαν μοῦ ἔκαναν νόημα.
— Ποῦ χάθηκες ὅλο το πρωί, μὲ ρωτᾶνε. Πολὺ χαρούμενος εἶσαι. Ραντεβοὺ
μὲ τὴν κούκλα σου εἶχες; Ἢ πῆγες νὰ τὴν πάρεις πάλι μάτι;
Δὲν ἀπάντησα. Περίμενα μόνο νὰ βγεῖ ἀπ’ τὴ σκηνή της, νὰ τοὺς τὴ δείξω,
νὰ τρελαθοῦν. Κολυμπώντας τραβήξαμε βαθιὰ κι ἡ ὥρα πέρασε. Ὅταν
βγήκαμε τὴν ἔψαξα ὁλόγυρα μὲ τὰ μάτια. Πουθενά. Μετὰ κοίταξα πρὸς
τὴ σκηνή της. Δὲν ὑπῆρχε πιὰ ἡ σκηνή. Μὲ κυρίεψε θλίψη καὶ ἄγχος. Ἀνέπνεα
δύσκολα. Τὸ λιοπύρι στὸ ζενίθ. Ἔπεσα κάτω ξερός. Ὤχ, λένε ἀνήσυχοι
οἱ φίλοι μου, τὸν πείραξε ὁ καύσωνας.
Ἀλλὰ ἐγὼ ἤξερα καλὰ ὅτι δὲν ἦταν ὁ καύσωνας. Ἡ ὀμορφιά της, ἡ ὀμορφιά
της μὲ ἐξουθένωσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου