|
|
ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΠΟΥ πνίγηκε ὁ ἀδελφός μου εἶχε
πανσέληνο καὶ ὅλη ἡ παρέα εἴχαμε μαζευτεῖ στὴν παραλία καὶ διασκεδάζαμε.
Τέλος Αὐγούστου καὶ οἱ γονεῖς μας ἑτοίμαζαν τὶς βαλίτσες, γιατί τὴν ἑπομένη
θὰ παίρναμε τὸ καράβι νὰ γυρίσουμε στὴν Ἀθήνα, ὅπου ὁ Χάρης, ὁ ἀδελφός
μου, θὰ ξεκινοῦσε φροντιστήριο. Ἤθελε νὰ γίνει γιατρός. Γιὰ μένα, ποὺ
εἶμαι μικρότερος, ἡ σχολικὴ χρονιὰ θὰ ξεκινοῦσε ἀργότερα καὶ ἤθελα
νὰ μείνω λίγες μέρες παραπάνω στὸ νησί, στὸ σπίτι μιᾶς ἀγαπημένης
μου θείας. Ὅμως ὁ πατέρας ἦταν ἀνένδοτος.
— Ὅπως ἤρθαμε ὅλοι μαζὶ ἔτσι καὶ θὰ ἐπιστρέψουμε, μοῦ ἀπάντησε κοφτὰ
ὅταν τόλμησα νὰ τοῦ τὸ πῶ.
Θύμωνα ποὺ ἀπαιτοῦσε ἀπὸ ὅλους μας ὁ λόγος του νὰ εἶναι διαταγή,
ἀκόμη καὶ γιὰ τὸ τίποτα, πολὺ περισσότερο ὅμως θύμωνα μὲ τὴν μητέρα
μου πού, μὲ τὴν ὑποχωρητικότητά της, τοῦ ἐπέτρεπε νὰ
γίνεται ὅλο καὶ πιὸ καταπιεστικός. Ὑπῆρχαν φορὲς ποὺ σχεδὸν τὸν μισοῦσα,
κυρίως ὅταν ξεκίναγα νὰ τοῦ μιλάω καὶ ἀπὸ τὸν τόνο τῆς φωνῆς μου μάντευε
πὼς ἐπρόκειτο κάτι νὰ τοῦ ζητήσω καὶ ἔνευε μὲ τὸ κεφάλι ἀρνητικά,
πρὶν προλάβω νὰ ὁλοκληρώσω τὴν πρότασή μου. Μὲ τὸν ἴδιο προσβλητικὸ
τρόπο φερόταν συχνὰ καὶ σὲ ἐκείνη.
Ὅταν τὴν παντρεύτηκε ἦταν ἤδη διευθυντὴς κλινικῆς, χρόνια χῆρος καὶ χωρὶς παιδιά. Συναντήθηκαν ἕνα καλοκαίρι, ποὺ εἶχε ἔρθει ἐκεῖνος γιὰ διακοπές, σ’ ἕνα κοινὸ κάλεσμα, ἦταν καὶ οἱ δύο ἀπὸ τὸ ἴδιο νησί, καὶ ὕστερα ἀπὸ τρεῖς μῆνες τῆς πρότεινε γάμο. Θεωρήθηκε φυσικὰ ἐξαιρετικὴ τύχη, κι ἄς τὴν περνοῦσε δεκαπέντε χρόνια, κι ἄς τοῦ ἦταν δύσκολο, ἀκόμη κι ἂν τὸ ἤθελε, νὰ κρύβει τὸν αὐταρχικό του χαρακτήρα. Οἱ γονεῖς της εἶχαν ἄλλες δύο κόρες ἀνύπαντρες καὶ καμία περιουσία.
Ἡ
μητέρα μου ὑπῆρξε πολὺ ὄμορφη στὰ νιάτα της. Καὶ ἀκόμη… Ἴσως κοντὰ
σὲ ἕναν ἄλλον ἄντρα νὰ ἦταν ὅπως τῆς ἄξιζε, πιὸ χαρούμενη καὶ πιὸ λαμπερή.
— Μάνα, ποῦ τὸν βρῆκες; Δὲν κυκλοφοροῦσε τίποτα καλύτερο στὴν ἀγορά;
τὴν πείραζα κάποιες φορὲς ποὺ βρισκόμασταν μόνοι οἱ δυό μας, καὶ ἀπὸ
τὸ μελαγχολικὸ ὕφος της διαισθανόμουν πὼς ἔκρυβε μυστικά.
Χαμογελοῦσε ὕστερα, ἕνα χαμόγελο ποὺ χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνει ἁπλωνόταν
σὲ ὁλόκληρό τὸ πρόσωπό της, μαζὶ μὲ ἕνα ἁπαλὸ κοκκίνισμα, καὶ ἀπαντοῦσε
μὲ βιασύνη πὼς ἡ ζωὴ δὲν τὰ φέρνει πάντα ὅπως τὰ θέλουμε. Πὼς ἀληθινὴ
σημασία ἔχει τὸ ὅτι τὴν ἀγάπησε καὶ τὴν παντρεύτηκε ἕνας ἄνθρωπος
ἀξιόλογος, μὲ τὸν ὁποῖο ἔφτιαξε μιὰ εὐτυχισμένη οἰκογένεια.
— Κι ἐσύ, ρὲ μάνα; Ἐσὺ δὲν ἐρωτεύτηκες ποτέ σου; συνέχιζα νὰ
ρωτάω χωρὶς ἔλεος, παίρνοντας εἴτε μονολεκτικὲς εἴτε μπερδεμένες
ἀπαντήσεις, πάντα ὡστόσο ἀρνητικές. Ὅμως, τὸ κοκκίνισμα τοῦ προσώπου
της κάθε φορὰ τὴν διέψευδε.
Συχνὰ τὴν λυπόμουνα ποὺ δὲν εἶχε ἀποκτήσει μιὰ κόρη. Οἱ μανάδες
δένονται περισσότερο μὲ τὰ κορίτσια τους. Τοὺς ἐκμυστηρεύονται τὰ ἐσώψυχά
τους εὐκολότερα ἀπὸ ὅ,τι σ’ ἕναν γιό.
Ὁ
πατέρας μου εἶχε ἀδυναμία στὸν ἀδελφό μου. Ὁ Χάρης μὲ περνοῦσε τέσσερα
χρόνια καὶ ἦταν ἄριστος μαθητής, ἐνῶ ἐγὼ μόλις ποὺ πέρναγα τὶς τάξεις.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἀπέφευγε νὰ κάνει, τουλάχιστον μπροστά μου, δυσάρεστες
συγκρίσεις. Ἁπλῶς ποτὲ δὲν μιλοῦσε σ’ ἐκεῖνον μὲ τὸν περιφρονητικὸ
τρόπο ποὺ ἀπευθυνόταν σὲ μένα καὶ στὴ μητέρα μας.
Ἔχουν
περάσει μερικὰ χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε τὸ ἀτύχημα. Ὅσο κι ἂν προσπαθῶ,
εἶναι ἀδύνατον νὰ φέρω στὸ νοῦ μου πολλὲς λεπτομέρειες. Ἴσως καὶ νὰ
μὴν ὑπάρχουν.
Θυμᾶμαι ἀμυδρά, σὰν μέσα ἀπὸ ὄνειρο, πὼς κάποια στιγμή, ἐνῶ
διασκεδάζαμε στὴν παραλία, τρεῖς ἀπὸ τὴν παρέα ἀποφάσισαν σὲ πλήρη
εὐθυμία νὰ πετάξουν τὰ ροῦχα τους καὶ νὰ πᾶνε νὰ κολυμπήσουν. Ἀνάμεσά
τους καὶ ὁ Χάρης, ἀσυναγώνιστος στὸ κολύμπι. Ἡ θάλασσα ἦταν ἤρεμη,
λουσμένη στὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ.
Στὴν ἀρχή,
ὅποτε κοιτάζαμε πρὸς τὴ μεριά τους, διακρίναμε καὶ τὰ τρία κεφάλια,
πότε πότε μάλιστα, ἀκούγαμε τὰ γέλια καὶ τὶς φωνές τους. Εἶχε περάσει
ἀρκετὴ ὥρα, ὅταν βγῆκαν μόνον οἱ δύο ἀπὸ τὸ νερό, χοροπηδώντας σὰν
τρελοὶ γιὰ νὰ ζεσταθοῦνε.
Τὸν ἀδελφό μου τὸν ἔβγαλε ἔξω λίγο ἀργότερα τὸ Λιμενικό.
Τὸ χαρτὶ
ποὺ χρειάστηκε γιὰ νὰ τὸν κηδέψουμε ἔγραφε ἀνεύρυσμα, ἀκούστηκαν ὅμως
καὶ διάφορες ἄλλες ἀνοησίες, ἀνάξιες νὰ ἀναφερθοῦν.
Γιὰ πρώτη φορὰ ἡ μητέρα μου ὕψωσε τὸ ἀνάστημά της καὶ δήλωσε ἀποφασιστικά:
— Τὸ παιδὶ θὰ ταφεῖ ἐδῶ, στὸ
νησί.
Ὁ
πατέρας μου δὲν ἔφερε παραδόξως καμιὰ ἀντίρρηση, ἔμοιαζε ξαφνικὰ
γέρος, ἕνας ἐντελῶς ἀνήμπορος γέρος.
Ἡ
μητέρα δὲν γύρισε μαζί του στὴν Ἀθήνα. Οὔτε κι ἐγώ. Γράφτηκα στὸ
σχολεῖο τῆς περιοχῆς. Ἂν μπῶ στὸ Πανεπιστήμιο, ποὺ δὲν τὸ πολυπιστεύω,
ἴσως ἐπιστρέψω καὶ τότε θὰ ἔλθει κι ἐκείνη μαζί μου. Τὸ σπίτι τοῦ πατέρα
εἶναι πάντα ἀνοιχτὸ καὶ μᾶς περιμένει. Ὁ ἴδιος, ὅποτε τηλεφωνιόμαστε,
λέει πὼς ἀνυπομονεῖ. Μπορεῖ κάποτε καὶ νὰ πᾶμε… μπορεῖ νὰ γίνω κι ἐγὼ
γιατρός.
Μερικὰ πράγματα, τελικά, εἶναι ζήτημα τύχης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου