|
|
Ἰ
ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ τὰ καπνὰ εἶχαν πάει
καλά. Κατεβαίναμε Ἀθήνα νὰ πληρωθοῦμε. Ὅλοι χωριάτες ἤμασταν. Τὸ
λεωφορεῖο φίσκα, πολλὲς οἱ ὧρες, ἐσκάγαμε. Τὸ ραδιόφωνο ἔκανε
παράσιτα, ἡ κεραία ἔφταιγε. Ὁ ὁδηγὸς ἔβαλε Τσιτσάνη. Μοῦ θύμισε
τὴν Κική. Δὲν τὴν ἤθελε γιὰ νύφη ἡ μακαρίτισσα, ἦταν φτωχή, ἔλεγε,
διώξ’ τη. Εἶχε πάει Γερμανία ἐργάτρια, ἔτσι μοῦ ’χαν πεῖ. Εἴκοσι
χρόνια. Ἡ μάνα μου ἔφταιγε.
Φτάνουμε Ἀθήνα, κατεβαίνουμε κέντρο. Ὁ καπνέμπορος μᾶς πληρώνει,
καλά τα λεφτά. Κάνουμε τὴ μοιρασιά, καθόμαστε γιὰ ρετσίνα, τὰ τσούζουμε.
Πᾶμε νὰ τὸ γλεντήσουμε στὴ Φυλῆς; Λένε οἱ ἄλλοι δύο.
Γεμάτα τὰ πορτοφόλια μας, ἄρχοντες. Πᾶμε.
Τὸ μπουρδέλο ἄδειο. Εἶναι νωρίς, ἀκόμα. Ἀκούω πάλι Τσιτσάνη. Ἦταν
διαχρονικός, αὐτὸ ἔφταιγε. Μπαίνω στὸ δωμάτιο. Μεταλλικὸ κρεβάτι,
τσαλακωμένα σεντόνια, ἡ κοπέλα μικρή. Εἴκοσι λεπτά. Βγαίνω.
Βλέπω τοὺς ἄλλους νὰ πληρώνουν. Παίρνω σειρά. Βγάζω ἀπὸ τὴν τσέπη μου ἕνα
μάτσο κατοστάρικα διπλωμένα.
Τί χρωστάω; τῆς λέω.
Λέει, τίποτα, κύριε.
Μά, πῶς, δὲν εἶναι δυνατόν, πόσα θές, ἐπιμένω.
Γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, Δημήτρη, δὲν θὰ πληρώσεις γιὰ τὴν κόρη σου.
Τὴν κοιτάω. Τὴ βλέπω. Δὲν εἶχε φύγει Γερμανία, δὲν εἶχε γίνει ἐργάτρια.
Ἐγὼ ἔφταιγα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου