|
|
ΚΑΘΕΜΙΑ ΡΑΒΕΙ τὸ ροῦχο της. Πρέπει νὰ
εἶναι ζεστὸ καὶ πρακτικό. Νὰ φοριέται ὅλες τὶς ὧρες. Πρωινό, ἀπογευματινό,
βραδινό, καθημερινό, ἐπίσημο, ἐπαγγελματικὸ ἀλλὰ καὶ θηλυκό.
Παρακολουθοῦμε ὅλες τὴν ἴδια σχολὴ ραπτικῆς. Ἀκολουθοῦμε τὴν παλιὰ
μέθοδο. Οἱ μικρότερες μαθαίνουμε ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες. Παρατηροῦμε
πῶς φτιάχνουν τὸ πατρόν, πῶς βάζουν τὶς καρφίτσες στὰ σημάδια, πῶς κόβουν
τὸ ὕφασμα, πῶς τὸ γαζώνουν. Δὲν μιλᾶμε, ἁπλὰ τὶς παρατηροῦμε.
Μόλις μαθαίνουμε, καθόμαστε στὸν δικό μας πάγκο καὶ ράβουμε τὸ δικό
μας ροῦχο. Γύρω σιωπή. Ἀκούγονται μόνο οἱ μηχανές. Εἴμαστε συγκεντρωμένες
καθεμία στὸ δικό της σχέδιο.
Ἐγὼ πίστευα πὼς εἶχα τὸ καλύτερο. Καὶ οἱ ἄλλες τὸ ἴδιο νόμιζαν. Διάλεξα τὸ καλύτερο ὕφασμα, σχεδίασα τὸ καλύτερο πατρόν. Ἤθελα ὁ γιακάς μου νὰ εἶναι ζεστὸς καὶ μαλακός, νὰ μπορεῖ νὰ κλείνει μὲ ἕνα κουμπὶ τὶς κρύες μέρες. Νὰ μὲ προστατεύει. Τὸν ὀνόμασα σύζυγο, ὅπως ἔκαναν ὅλες. Τὰ μανίκια μου τὰ σχεδίασα μακριὰ καὶ ἁπαλά, μὲ πρωτότυπο σχέδιο. Ἤθελα νὰ εἶναι ξεχωριστά, μοναδικά. Τὰ ὀνόμασα, τὸ δεξὶ ἡ κόρη μου, τὸ ἀριστερὸ ὁ γιός μου. Δὲν ρώτησα γιατί. Ἔτσι ἔκαναν ὅλες. Τὸ ροῦχο μου ἤθελα νὰ εἶναι ζεστὸ καὶ ἄνετο.Τὸ προτιμοῦσα σὲ κόκκινο. Τελικά, ὅμως, εἶδα πὼς δὲν εἶχα ἐπιλογή. Στὸ ράφι ὑπῆρχε ἕνα μόνο χρῶμα. Συμβιβάστηκα ὅπως ὅλες.
Κάθισα στὸν πάγκο μου κι ἔραβα. Ὅμως τὸ ροῦχο γρήγορα ἔγινε ἀτίθασο,
ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὰ σχέδιά μου. Ὅ,τι ἔραβα τὴν ἡμέρα, τὸ βράδυ ξηλωνόταν.
Δὲν μποροῦσα τελικὰ νὰ ράψω αὐτὸ ποὺ εἶχα ἀποφασίσει. Εἶχα σχεδιάσει,
γιὰ παράδειγμα, ἕναν σύζυγο ζεστό, μὲ ἐπένδυση, γιατὶ ἤμουν ἀπὸ μικρὴ
εὐαίσθητη στὸ κρύο, εἰδικὰ στὸν αὐχένα. Ἀντὶ γι’ αὐτό, τὸ ροῦχο μου
ράφτηκε ἐξώπλατο μὲ ἐλαφρὺ βολὰν στὸ τελείωμα. Ἤξερα ὅτι μὲ τὰ πρῶτα
κρύα, θὰ ἀρρώσταινα. Ἦταν ἀδύνατο νὰ τὸ ἀλλάξω, ὅσο κι ἂν προσπάθησα.
Εἶπα, Δὲν πειράζει, θὰ κάνω ἕνα ὡραῖο σχέδιο τουλάχιστον γιὰ τὰ μανίκια.
Θὰ εἶχα ἕναν γιὸ καὶ μιὰ κόρη. Θὰ εἶχαν πρωτότυπη, ἄνετη καὶ κομψὴ
γραμμὴ μὲ φίνα μανσέτα καὶ βίντατζ κουμπί. Θὰ τὸ φοροῦσα μὲ σατὲν
μπλουζάκι ἀπὸ μέσα. Θὰ κάλυπτα τὴν ἀπουσία ζεστοῦ γιακὰ κάνοντας τὰ
μανίκια ρεγκλάν. Ἐντάξει, δὲν ἦταν τῆς μόδας, ἦταν τῆς ἀνάγκης, μιὰ
λύση ἀνάγκης. Ὅμως καὶ στὰ μανίκια, ὅλα τὰ σχέδιά μου πῆγαν χαμένα.
Τὸ ροῦχο εἶχε ξανὰ ἀντιρρήσεις . Ἀπέρριπτε συνεχῶς τὸ ἀριστερὸ μανίκι.
Ὅσο κι ἂν ἔραβα ἕνα ἀριστερὸ κι ἕνα δεξὶ μανίκι, τὸ ροῦχο κατέληγε
πάντα μὲ δύο δεξιὰ μανίκια. Καί, βέβαια, καθόλου ὅπως τὰ εἶχα σχεδιάσει.
Ἄναρχη γραμμή, καθόλου κομψὴ καί, μάλιστα, χωρὶς μανσέτα, ἡ ὁποία
μοῦ ἄρεσε ἀνέκαθεν πολύ, γιατί εἶχε μιὰ φινέτσα. Ἀλλὰ δὲν ἦταν μόνο
αὐτό. Τὸ ἕνα μανίκι ἐπέμενε νὰ εἶναι κοντό, καλοκαιρινὸ μὲ ξέφτια
στὸ τελείωμα, τὸ ἄλλο τρουακὰρ ἀνοιξιάτικο μὲ πολλὰ βολάν. Ἦταν ἕνα
ροῦχο παράταιρο ἐντελῶς, τὸ φοροῦσα κι ἔμοιαζα μὲ κλόουν. Καί, βέβαια,
οὔτε λόγος γιὰ τὸ ρεγκλάν.
Κοιτάζω τὰ ροῦχα τῶν ἄλλων. Τὰ ἴδια προβλήματα μὲ τοὺς γιακάδες. Κάποιας
ράβεται μπροστὰ σὰν μεγάλη σαλιάρα, περισσότερο τὴν ἐμποδίζει στὶς
κινήσεις, παρὰ τὴν προστατεύει. Ὁ αὐχένας μένει πάλι γυμνός. Μιᾶς ἄλλης,
ἐνῶ τὸν σχεδίαζε μικρὸ καὶ κομψὸ μὲ δαντέλα στὸ τελείωμα, ἔγινε τελικὰ
μιὰ κουκούλα ἀθλητικῆς φόρμας ποὺ τῆς καλύπτει ὅλο τὸ κεφάλι. Δὲν
μπορεῖ ν' ἀκούσει τίποτα καὶ μετὰ βίας βλέπει. Προσπαθεῖ μιὰ ζωὴ νὰ
διορθώσει τὸν γιακά, νὰ ξηλώσει ἐπιτέλους τὴν κουκούλα, ἀλλὰ τὸ ροῦχο
ἐπιμένει. Μιὰ ἄλλη κυκλοφορεῖ μὲ ἀμάνικο μὲς στὸ κρύο, γιατὶ τὸ ροῦχο
ἀπορρίπτει ὅλα της τὰ σχέδια γιὰ μανίκι, ἄλλης τὰ μανίκια δεμένα πίσω,
δὲν μπορεῖ νὰ κινήσει τὰ χέρια της. Μιὰ φοράει ἕνα κουρέλι ποὺ δὲν
μπορεῖ νὰ τὴ σκεπάσει, ἄλλη ἕνα ροῦχο στενὸ σὰν μονοκόμματο κορσὲ
ποὺ τὴν τυλίγει ἀπὸ τὴν κορφὴ ὣς τὰ νύχια, ἄλλη κυκλοφορεῖ γυμνή, γιατὶ
τὸ ὕφασμα ποὺ ἔχει, δὲν γίνεται ποτὲ ροῦχο ποὺ μπορεῖ νὰ φορεθεῖ.
Τὸ ἔχουμε πάρει ἀπόφαση. Κάνουμε τὰ πιὸ ὄμορφα σχέδια, κόβουμε τὰ
πιὸ ὄμορφα πατρὸν καὶ τελικὰ φορᾶμε ὅ,τι ἀποφασίσει τὸ ροῦχο. Ὅ,τι
κι ἂν ράψουμε, στὸ τέλος θὰ ξηλωθεῖ. Τὶς περισσότερες φορὲς τὸ ροῦχο
ἔχει ἐντελῶς ἄλλα σχέδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου