|
|
ΣΚΟΤΑΔΙ πίσσα. Φυσάει ἐλαφριὰ ὁ Γραῖγος, φουσκώνει τὸ φλόκο, βουβὰ βουτᾶνε τὰ κουπιά, τὸ σφίξιμο ἀλαφραίνει τῆς καρδιᾶς. Εἶναι πέντε οἱ καπεταναῖοι σὲ τοῦτο τὸ σκαρὶ μαζὶ μὲ τὸν παππούλη μου τὸν καπετὰν-Χελίδονα, Νικόλας Σαμοθράκης στὰ χαρτιά, τῆς μάνας μου προπάππος. Μέρες τὸ ἑτοιμάζανε, μαυροντυμένοι ἀπ’ τὴν κορφὴ ὣς τὰ νύχια, ἔχουν ἀλείψει φοῦμο σὲ πρόσωπα καὶ χέρια, νὰ μὴν ἀσπρίζει τίποτα πέρα ἀπ’ τὸ ἄγριο μάτι, μὲς στὴ νύχτα. Οἱ πρόκριτοι ἔδωσαν τὰ γρόσια γιὰ τὸ παλιὸ καΐκι, τὴν ἀγορὰ καὶ τὴ μετατροπή. Δούλευαν μέρα νύχτα γιὰ ν’ ἀνοίξουν τὶς τρύπες στὴν κουβέρτα. Ἐκεῖ μέσα στήσανε βαρέλια μὲ μπαρούτι, βάλανε μίνες ἀπ’ τὴν πλώρη ὣς τὴν πρύμνη, φίσκα κι αὐτὲς μπαρούτι. Πανιὰ καὶ ἄρμενα μούσκευαν ὧρες σὲ πίσσα καὶ νάφθα.
Ἕτοιμοι καὶ οἱ κόρακες μὲ πισσωμένα τὰ σκοινιὰ ν’ ἀγκιστρωθοῦν πάνω στὴ ναυαρχίδα ποὺ πάμφωτη λικνίζεται ἀρόδο λὲς καὶ χορεύει στὸ τούρκικο μπαϊράμι. Μ’ ἕνα σκοινὶ δεμένη ἀκολουθεῖ τῆς διαφυγῆς ἡ βάρκα. Τὸ σχέδιο πάντα ἴδιο: ἀθόρυβα νὰ πλησιάσουν, «μὲ τὴ βοήθεια τοῦ σταυροῦ» στὰ χείλη, ν’ ἀγκιστρώσουν καλά τὸ ἄρμενο στὸ πλάι ὅπου φυσάει ὁ ἄνεμος, ν’ ἀνάψει μὲ τὸ τσακμάκι του ὁ καπετὰν-Χελίδονας τὰ μποῦρλα, γρήγορα νὰ περάσουν στὸ ρυμοῦλκο, νὰ λύσουν τὸ σκοινί, νὰ φύγουν πρὶν ἀπ’ τὶς ἐκρήξεις. Κι ὕστερα ἀπὸ μακριά, ἀσφαλεῖς, νὰ δοῦν τὸν Τοῦρκο νὰ τινάζεται στὸν ἀέρα μὲς στὰ πυροτεχνήματα, νὰ κάνουν τὸ σταυρό τους. Ἐλευθερία ἢ θάνατος!
Ἐγὼ καΐκι δὲν ἔχω, βαρέλια μὲ μπαρούτι δὲν μπορῶ
νὰ βρῶ, ὅμως βαρὺς καὶ σκοτεινὸς εἶναι ὁ ἴσκιος ὅπως τοῦ Τούρκου στὰ παλιὰ
τὰ χρόνια. Πάλι ἀσέληνη ἡ νύχτα κι ἔχουν κι αὐτοὶ εἰκοσιμία Ἀπριλίου
ἐπέτειο-γιορτή. Οἱ σύντροφοι μοῦ ἔμαθαν τὰ κόλπα κι ἀπόψε μ’ ἕνα
μπουκάλι πετρέλαιο, λάδι, ναφθαλίνη, ἕνα στουπὶ βρεγμένο στὴ βενζίνη,
μ’ ἕνα ἀναμμένο σπίρτο ἐξεγείρομαι, ἀπὸ μακριὰ θὰ δῶ τὴν φωταψία,
θὰ ζωντανέψει τὸ 21 τοῦ παππούλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου