«Ματωμένος Γάμος» από τη Μυθωδία σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη
Του Λέανδρου Πολενάκη
Σε προηγούμενο
σημείωμα αναφέρθηκα στον τραγικό Ισπανό ποιητή Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα, που
στην Ελλάδα έχει εκληφθεί ως ένας λυρικός τραγουδοποιός ερωτικών ασμάτων. Έγραφα
ότι ο Λόρκα, αντίθετα, είναι ένας σκοτεινός και απελπισμένος ποιητής που κρούει
μια πένθιμη λύρα για τη μοίρα όλων των ανυπεράσπιστων πλασμάτων της γης.
Απόλυτα πολιτικοποιημένος, που δεν διστάζει να τα βάζει ανοιχτά με τους
ισχυρούς του κόσμου. Κάτι που μάλλον του κόστισε τη ζωή.
Ό,τι ισχύει για την
ποίησή του ισχύει και για τα θεατρικά έργα του, τα οποία έχουν μεταφρασθεί στην
Ελλάδα περίπου ως ειδύλλια δραματικά, ενώ πρόκειται για βαθύτατες κραυγές
υπαρξιακής οδύνης από τα βάθη της ψυχής ανθρώπων που, ενώ θέλουν να ζήσουν
ελεύθεροι, εγκλωβίζονται στη τυπικότητα των θεσμών. Ο «Ματωμένος Γάμος» («Γάμοι
του Αίματος» ο σωστός τίτλος), είναι το κατ’ εξοχήν παράδειγμα των πιο πάνω.
«Ποτέ πια δραματικό
έργο με το μετρικό σφυροκόπημα από την πρώτη ίσαμε την τελευταία σκηνή», λέει ο
ίδιος ο ποιητής, μιλώντας για τον Ματωμένο Γάμο. «Η ελεύθερη και σκληρή πρόζα
μπορεί να φτάσει σε υψηλό επίπεδο έκφρασης, επιτρέποντάς μας μια εκτόνωση που
είναι αδύνατο να επιτευχθεί μέσα στην ακαμψία της μετρικής. Φτάνει σε καλή ώρα
η ποίηση, σε αυτές ακριβώς τις στιγμές που η διάχυση και η φρενίτιδα της δράσης
το απαιτούν. Μα ποτέ σε άλλη στιγμή». (Πηγή: περιοδικό «Θέατρο» του Κώστα
Νίτσου τ.29-30, «Αφιέρωμα στον Λόρκα, 1966, σελ. 32. Η μετάφραση από τα
Ισπανικά, του υπογράφοντος).
Στην Ελλάδα, η ποίηση του Λόρκα, που ήδη από τα χρόνια του μεσοπολέμου είχε αρχίσει να κυκλοφορεί στα ποιητικά σαλόνια κυρίως μέσα από γαλλικές μεταφράσεις που τόνιζαν το «φολκλορικό» στοιχείο, εκλήφθηκε ως μια ποίηση λυρική και βουκολική! Όπως και τα δράματά του. Τα πρόσωπα των έργων του Λόρκα στις ελληνικές μεταφράσεις, πλην εξαιρέσεων, δεν μιλούν την «φύσει» ποιητική λαλιά τους, αστική ή αγροτική, αλλά φέρουν ως γλωσσικό ένδυμα ξενικό μια στολισμένη με περίτεχνα πλουμίδια, πεποιημένη γλώσσα εργαστηρίου που δεν μιλήθηκε ποτέ. Ακόμη και οι αδιαμφισβήτητα καλύτερες, οι πιο δόκιμες μεταφράσεις, του Νίκου Γκάτσου, πάσχουν και αυτές από υπερβολική δόση «λογοτεχνίτιδας».
Η παράσταση της ομάδας «Μυθωδία» στο «Κατράκειο» της Νίκαιας, δουλεμένη πάνω στη μετάφραση του Νίκου Γκάτσου η οποία ζητά επιμόνως μια λυρική, μουσική φόρμα για να εκφραστεί, οδηγήθηκε σε κάποιες επιλογές οι οποίες ευνόησαν το θέαμα, λειτουργώντας όμως ερήμην του ίδιου του κειμένου που απαιτεί όλα όσα ο ποιητής επισημαίνει, έτσι ώστε να δοθεί ως ένα τέμνον εργαλείο, ρομφαία που «ετάζει». Το έργο πρέπει να δίνεται «γυμνό» από λογοτεχνικές εξάρσεις και μουσικές κορυφώσεις, ένα αρχαγγελικό «σπαθί ξεγυμνωμένο» με ανάλογη υπόκρουση από σφήνες αιχμηρές, στα γόνατα και στους αγκώνες. Όχι πλημμυρισμένο από πανηγυρίζουσες νότες, με χάλκινα επί σκηνής να παίζονται από τους ηθοποιούς. Η μουσική του Αλκίνοου Ιωαννίδη μπορεί να είναι καλή, αλλά όχι γι’ αυτό το αδυσώπητα σκληρό έργο, μιας μάνας τρομερής, ζηλωτικής «Τρίμορφης Εκάτης», που ως σελήνη, ξυλοκόπος ή ζητιάνα σέρνει σε «χορό θανάτου» το στερνοπαίδι της.
Η σκηνοθεσία του
Νικορέστη Χανιωτάκη «παρασύρεται» και αυτή από τη μουσική πλημμυρίδα και χάνει
το νήμα του έργου μέσα από τα χέρια της. Αυτά τα γράφω με αγάπη για το έργο και
για τους συντελεστές, εννοείται. Οι ηθοποιοί, φιλότιμα εκτελούν.
Η «νύφη», Μαρία
Χάνου, ωραία και μόνη, ορθή στα πάθη της και τα λάθη της, μας κυριεύει με τον
απλό μεστό της λόγο και με την αρμονία της κίνησης. Δημιουργεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου