ΤΑΞΙΔΕΥΩ μὲ τὸ ὑπερωκεάνιο «Βικτωρία».
Εἶμαι κάτι παραπάνω ἀπὸ χαρούμενος, πλέω σὲ πελάγη εὐτυχίας,
γιατί κατάφερα ἐπιτέλους ν’ ἀφήσω πίσω τὴν παλιά μου ζωή, νὰ ξεφύγω
ἀπ’ ὅλους κι ἀπ’ ὅλα, νὰ βάλω πλώρη γιὰ μιὰ νέα ἀρχή. Οὔτε ποὺ ξέρω
σὲ ποιό λιμάνι θὰ καταλήξουμε, μὰ οὔτε ποὺ ρώτησα κι οὔτε καὶ ποὺ
μὲ νοιάζει. Μοῦ ἀρκεῖ ν’ ἀνακουφίζομαι στὴ σκέψη πὼς θὰ πάψει πιὰ νὰ
ἠχεῖ στ’ αὐτιά μου ἡ γλώσσα μου· ὅλα τὰ λόγια θὰ μένουν στὸ νέο τόπο
μετέωρα, ἀκωδικοποίητα, κενά· καμιὰ κακεντρέχεια, κανένας ψόγος
καὶ κανεὶς ψιθυρισμὸς πιὰ δὲ θὰ μ’ ἀγγίζει. Οἱ μέρες μου ἐν πλῶ εἶναι μακάριες
κι ἀνέφελες. Ὁριζοντιωμένος τὶς περισσότερες ὧρες στὸ στενὸ
κρεβάτι τῆς ἰδιωτικῆς μου καμπίνας, διαβάζω καὶ ξαναδιαβάζω τὰ
ἀγαπημένα μου ἀναγνώσματα κρατώντας στὸ πλάι σημειώσεις κι ὑπογραμμίζοντας
τὰ πιὸ σημαντικά. Τὸ μεσημεράκι ἀνεβαίνω μὲ τὸ πάσο μου στὸ ἑστιατόριο:
ἔχω ἐξασκήσει τὸ στομάχι μου ἔτσι ποὺ νὰ μὴ ζητάει παραπάνω ἀπὸ ἕνα
γεῦμα ἡμερησίως. Ἂν καὶ τὸ πλήρωμα μετρᾶ μερικὲς δεκάδες ἀνθρώπους,
ἐγὼ ἔχω καταφέρει μέσα σὲ ὅλο ἐτοῦτο τὸ διάστημα νὰ τοὺς μάθω ὅλους
τους μὲ τὰ μικρά. Κι εἶναι μάλιστα ὅλοι τους πρόθυμοι, ἴσως ἐπειδὴ
ξέρουν πὼς οἱ δρόμοι μας ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ χωρίσουν, νὰ μοῦ μιλήσουν
μὲ τὸ καλημέρα γιὰ τοὺς καημοὺς καὶ γιὰ τὰ ὄνειρα ποὺ πνίγουν στὴ στεριά. Ὅταν τὸ μυαλό μου θολώνει ἀπ’
τὴν πολλὴ μελέτη, ξεπορτίζω ὣς τὸ κατάστρωμα γιὰ νὰ ξεμουδιάσουν
τὰ ἄκρα μου καὶ γιὰ νὰ ταΐσω μὲ τὶς χοῦφτες μου ἀποφάγια τὰ γλαροπούλια. Μιὰ τέτοια μέρα ἔρχεται ὁ
Στέργιος —ἕνα ὀρφανὸ πού ‘χει ἐπιφορτισθεῖ μὲ ἕνα καὶ μοναδικὸ καθῆκον,
νὰ τρίβει ἀδιακόπως, μὲ μιὰ εἰδικὴ βούρτσα, ὅλες τὶς κουπαστὲς—
καί, τραβώντας με ἀπ’ τὸ μανίκι, μοῦ λέει: «Μπάρμπα, ἐκεῖνος ἐκεῖ ὁ μπάρμπας
εἶναι ἀπ’ τὰ μέρη σου. Τόνε ξέρεις;» Εἶναι ἕνας ἄντρας τῆς ἡλικίας
μου: ψηλός, βλοσυρός, εὐρύστερνος καὶ σμιχτοφρύδης. Μὲ κοιτᾶ κι ἐκεῖνος
ἐταστικὰ ἀπ’ τὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ καταστρώματος. «Μὰ πῶς δὲν τὸν ξέρω», λέω ἀμέσως
τοῦ μικροῦ καὶ τοῦ ἀφήνω ἕνα κέρμα στὴν ἁπλωμένη του παλάμη, διπλασιάζοντάς
του ἔτσι καὶ τὸ μποναμά: στοίχημα τὸ πάω πὼς τὸ ὀρφανό, μ’ αὐτὸ τὸ
λανθάνον ἐπιχειρηματικὸ δαιμόνιο ποὺ τὸ δέρνει, κατάφερε ν’ ἀφαιμάξει
πρῶτα καὶ τὸν συντοπίτη μου τσιμπώντας κι ἀπὸ ‘κεῖ τὸ εὐρουλάκι
του. Χωρὶς νὰ χάνω χρόνο, κινῶ πρὸς
τὸ μεριὰ τοῦ ἄντρα, ὁ ὁποῖος φαίνεται πάντως νὰ δυσκολεύεται ἀκόμα
στὴν ἀναγνώριση καὶ νὰ τὰ ἔχει ὀλίγον τί χαμένα. «Ἀργύρη», τοῦ λέω, ἀφοῦ μειώσω
τὴ μεταξὺ μας ἀπόσταση ἀρκετά. «Ρὲ σύ», μοῦ φωνάζει κι αὐτός,
«ἐσὺ δὲν εἶσαι;». Ἡ φωνή του, ἔτσι τσακισμένη καὶ σπηλαιώδης ποὺ εἶναι,
σὲ τίποτα δὲ θυμίζει ἐκεῖνο τὸ ἀπείθαρχο καὶ ζωηρὸ παιδί: ὑποκινητὴς
πάντα τῶν καταλήψεων καὶ κόκκινο πανὶ γιὰ τοὺς καθηγητές, κακὴ ἐπιρροὴ
γιὰ τοὺς συνομηλίκους του κι ὄνειδος γιὰ τὴν κοινωνία. Ἡ πιὸ χαρακτηριστικὴ
ἀνάμνηση ποὺ κρατῶ ὡς τὰ σήμερα ἀπὸ αὐτὸν εἶναι πού, γιὰ νὰ διασκεδάσει
κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ μαθήματος τὴν ἀνία του, μᾶς μοίραζε ἐμᾶς τῶν
συμμαθητῶν του ραβασάκια ποὺ ‘κρυβαν μέσα τὶς τρίχες ποὺ εἶχε στὸ
μεταξὺ ἀποψιλώσει ἀπ’ τὴ βουβωνική του χώρα. Πιάνουμε παρευθὺς τὴν κουβέντα.
Στὴν ἀρχὴ τὰ παραφουσκώνουμε ἀμφότεροι, καυχιόμαστε γιὰ ἐπιτεύγματα
ποὺ φέραμε σὲ πέρας, γιὰ λεφτὰ ποὺ κάναμε, γιὰ γυναῖκες ποὺ καταφέραμε.
Ἀλλὰ σὲ λίγο σπᾶμε κι οἱ δύο, λυγίζουμε, κι ἀγκαλιασμένοι ἀναλυόμαστε
σὲ δάκρυα: τίποτα δὲν κατορθώσαμε, ἡ μιὰ ἀποτυχία ἔφερε τὴν ἄλλη
κι ὅλες μαζί μᾶς ἔφεραν ὣς ἐδῶ. «…ἄσε, ἀδερφέ, ἔμπλεξα», κλείνει
τὴν ἐξομολόγησή του ὁ Ἀργύρης, «κι ἔκτοτε ἐκτίω τὴν ποινή». Καί, μετὰ κι ἀπ’ αὐτό, χωρίζουμε. Τὸ ἴδιο βράδυ, καθὼς ἀναθυμᾶμαι
τὴν ἀκροτελεύτια φράση τοῦ παλαιοῦ μου συμμαθητῆ καὶ πασχίζω νὰ τὴν
ἀποκρυπτογραφήσω, μία ψιλὴ φωνὴ ἔρχεται καὶ μ’ ἐπισκέπτεται
τρυπώνοντας ἀπὸ τὸ φινιστρίνι. «Χαζέ», μοῦ λέει ἡ φωνή, «ἀκόμα
νὰ τὸ καταλάβεις; Δὲν πηγαίνουμε, ἐρχόμαστε».
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου