«Επιτρέποντες» του Μένανδρου στο Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου, σε σκηνοθεσία Βασίλη Μαυρογεωργίου
Του Λέανδρου Πολενάκη
Εκπρόσωπος τής μετά
τον Αριστοφάνη Κωμωδίας ο Μένανδρος, (342-293 π.Χ.), εξαιρετικά δημοφιλής στην
εποχή του, ακούραστος ποιητής τουλάχιστον εκατόν πενήντα έργων, πριν λίγες
δεκαετίες μάς ήταν γνωστός μόνο ως όνομα. Στον αιώνα μας ανακαλύφθηκαν τρεις
κωμωδίες του, ο «Δύσκολος», η «Σαμία» και οι «Επιτρέποντες», για να
διαπιστώσαμε πόσο «μοντέρνος» είναι. Μέσα μάλιστα στα κλαπατσίμπαλα του
«μεταμοντέρνου» που μας γδέρνουν τα κρανία. Ενός «μοντέρνου» που διαμορφώθηκε
εν απουσία του, επειδή είχε προλάβει να επηρεάσει εμμέσως, με τους Ρωμαίους
μιμητές του, Πλαύτο και Τερέντιο, το νεότερο ευρωπαϊκό θέατρο, μπολιάζοντάς το
με μια λαϊκή φόρμα πολύ κοντά στην πανάρχαιη τέχνη των μίμων, της Κομμέντια
ντελ Άρτε, προαναγγέλλοντας τον Μολιέρο και τους επιγόνους του. Ο Μπαρρώ και ο
Πλανσόν στη Γαλλία, ο Στρέλλερ στην Ιταλία, ο Πήτερ Χωλλ στην Αγγλία, ο Πήτερ
Μπρουκ, τον ακολούθησαν ξανατοποθετώντας έτσι τον ζωντανό ηθοποιό στο κέντρο
της θεατρικής πράξης. Από την άλλη μεριά, επί της ουσίας ο Μένανδρος συνεχίζει
κατά κάποιο τρόπο υπόγεια, τον ανατρεπτικό, είρωνα έως σαρκαστικό με την
σύγχρονη σημασία της λέξης, Ευριπίδη. Αρκεί να συγκρίνουμε τους «Επιτρέποντες»
με τον «Ίωνα». Είναι πολλές οι ρίζες από τις οποίες αρδεύεται.
Ο Μένανδρος είναι σύγχρονός μας επειδή το θέατρό του διαθέτει χαρακτήρες και όχι τύπους και επειδή αντλεί τα θέματά του όχι από τον μύθο αλλά από την καθημερινότητα.
Ένας χρονικογράφος του μικρού, του ασήμαντου φαινομενικά και του ταπεινού, πολύτιμος όμως, διότι μεταφέρει στο θέατρο το ανεπίσημο ύφος μιας επίσημης εποχής. Αυτό το ύφος θέλησε να αποδώσει σε μια κομψή καθαρεύουσα πριν από ένα τέταρτο του αιώνα η φιλοπαίγμων πέννα του αείμνηστου μεταφραστή και ποιητή Γιάννη Βαρβέρη, στη «Σαμία» και στους «Επιτρέποντες», μια επιλογή με την οποία είχα διαφωνήσει θεωρώντας την ελιτίστικη, που δεν βρήκε εν τέλει συνέχεια: τα έργα του Μένανδρου δεν έχουν ανάγκη από γλωσσικά τερτίπια, ψιμύθια κ.ά., μας μιλάνε «όπως είναι». Αρκεί να φορτίζονται από μια μνήμη μέλλοντος. Όχι ρομαντικού παρελθόντος.Εξηγούμαι. Πέρα απ’ τη
φόρμα υπάρχει ουσία. Σε περιόδους παρακμής η πολιτική ζωή περιορίζεται σε
τυπική λειτουργία των θεσμών και η οικονομία περνάει στα χέρια των εμπόρων. Το
ίδιο η τέχνη. Αλλά υπάρχει κάτι ακόμη πιο ριζικό: Δεν παράγει πλέον η ανταλλαγή
την αξία των αγαθών, όπως στις παραδοσιακές κοινωνίες που ανήκουν πια σε έναν
άλλο αιώνα και ούτε μπορούμε να τις φέρουμε πίσω. Έχουμε προχωρήσει σε πλήρη
εκχρηματισμό της οικονομίας, μη αναστρέψιμο, τέτοιον όπου η οικονομική αξία
μόνη παράγει παραμορφωτικά την ανταλλαγή των προϊόντων μέσω του πληθωριστικού
νομίσματος και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, λίγο πριν από την κατάρρευση.
Και αυτό είναι το μείζον πρόβλημα της εποχής μας. Όπου η φούσκα της πολιτικής
προηγείται της φούσκας του χρήματος.
Μεταφέρω το σκεπτικό
του σκηνοθέτη και μεταφραστή από το πρόγραμμα της παράστασης, στο Μικρό θέατρο
Αρχαίας Επιδαύρου, που συμπυκνώνει την αισιόδοξη άποψή του: «Οι Επιτρέποντες
είναι από τις σημαντικότερες κωμωδίες του Μενάνδρου. Η υπόθεση πλέκεται γύρω
από μια ερωτική συνεύρεση που συντελείται σε κάποια νυχτερινή γιορτή αφιερωμένη
στη θεά Άρτεμη. Σε μια εποχή που η έννοια της συναίνεσης εκ μέρους της γυναίκας
είναι αμφισβητήσιμη και η αντρική επιβολή θεωρείται θεμιτή, η ηρωίδα της
ιστορίας αναζητά ισότητα, ανεξαρτησία και κοινωνική απελευθέρωση, όπως ακριβώς
και οι γυναίκες του σήμερα. Τα πάντα όμως τείνουν να γίνονται κρυφά, μυστικά
δημιουργώντας παρεξηγήσεις και μπερδέματα που μοιάζουν κωμικά ή τραγικά,
ανάλογα με την οπτική γωνία. Μέσα από τα παιχνίδια της τύχης, της κοινωνίας και
των θεών, οι δύο ήρωες παντρεύονται και… τέλος καλό, όλα καλά. Αυτό το τέλος
που προσπαθεί να καθαγιάσει ό,τι έχει προηγηθεί, φωτίζει με αμφίσημο τρόπο τα
πρόσωπα και τις πράξεις τους και αποτελεί το κεντρικό σημείο της παράστασης.
Μια μουσική κωμωδία που ανοίγει, με όχημα το χιούμορ, έναν χώρο συζήτησης για
τον έρωτα και τις σχέσεις των δύο φύλων στην εποχή μας».
Όλα κατ’ ευχήν,
λοιπόν, στην ευπρόσωπη, καλοστημένη αλλά χωρίς υπέρβαση παράσταση του Βασίλη
Μαυρογεωργίου, με όμορφη μουσική του Νίκου Κυπουργού και καλές, σωστές,
μετρημένες, ζυγιασμένες υποκριτικές από τους ηθοποιούς: Δάφνη Δαυίδ, Άννα
Καλαϊτζίδου, Γιώργο Πυρπασόπουλο, Μάριο Σαραντίδη, Λυδία Τζανουδάκη, Ιώβη
Φραγκάτου. Έχω την έντονη αίσθηση ότι η σκηνοθεσία δεν άκουσε τίποτε σχεδόν από
τους τριγμούς της χαρούμενης καταρρέουσας κοινωνίας μέσα στο έργο αυτό του
Μένανδρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου