O ΠΑΥΛΟΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ τεράστιο μωρὸ καὶ μὲ
πολλὲς δυσκολίες στὴ γέννα. Ἡ μάνα του κινδύνεψε ἀπαίσια στὴν ἐπιχείρηση
τοκετός, ἔτσι ποὺ ὁ πατέρας του τὰ χρειάστηκε γιὰ καλά. Ἀπ’ τὴ δεύτερη
ὅμως μέρα τὰ ξέχασε ὅλα καὶ καμάρωνε σὰν γύφτικο σκεπάρνι γιὰ τὸν
παίδαρο ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο (ἀκόμα διηγεῖται τὴν ἱστορία τοῦ
γιοῦ του, ποὺ βρέφος βυζανιάρικο ζητοῦσε —τάχα— ἐπίμονα καὶ εἰδικὰ
πεπόνι στὸ τραπέζι). Μετὰ τοὺς γνωστοὺς ἐνθουσιασμοὺς ἐγκατέλειψε
μὲ ἀνακούφιση τὸν Παῦλο στὶς φροντίδες τῆς σκληροτράχηλης μάνας
του. Τὸ παιδὶ πέρασε ὁμαλὰ ὅλες τὶς παιδικὲς ἀρρώστιες, ἐπέζησε
στὴν Κατοχὴ καὶ μπῆκε στὴν ἐφηβεία χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει. Ἔγινε ἕνας
πανύψηλος, παχὺς κι ἀδέξιος νεαρὸς καὶ φανερὰ μονόχνοτος τύπος.
Ὑπάκουος καὶ ὑποκριτὴς στὸ σπίτι ἀπ’ τὸ φόβο τῆς δεσποτικῆς μητέρας
του, ἔμαθε σιγὰ-σιγὰ νὰ ξεσπάει στοὺς ἄλλους: μικρὸς ἀκόμα, στοὺς βολικοὺς
κι ἀδύνατους συμμαθητές του· καὶ ὅταν μεγάλωσε καὶ βγῆκε στὴν πιάτσα,
στοὺς ταλαίπωρους ὑπαλλήλους του. Γιατί, παρὰ τὰ κουσούρια του, κατόρθωσε
νὰ πετύχει ἐπαγγελματικὰ (μιὰ ἀκόμη ἀπόδειξη πὼς τίποτα δὲν ἐμποδίζει
τὸν ἄνθρωπο νὰ κάνει λεφτά). Στὴν περίπτωσή του, αὐτὴ ἡ ἐπιτυχία
σίγουρα εἶναι ἀτύχημα, παρατηρεῖ ὁ φίλος μου ὁ Κοσμᾶς, ἀφοῦ μὴν ἔχοντας
τώρα νὰ ἀναλωθεῖ σὲ κάποιο εἶδος βιοπάλης, πρέπει ν’ ἀντέχει καθημερινὰ
τὸν ἄθλιο ἑαυτό του: κάτι σὰν ἀνθρωπόμορφο χρυσόψαρο μέσα στὴ γυάλα
τῆς οἰκονομικῆς εὐμάρειας. Μ’ ὅλες τὶς περίσσιες ἀνέσεις του ἀλλὰ
καὶ μὲ τὶς ἴδιες καὶ περισσότερες δυσκολίες προσαρμογῆς στὸν γύρω
του ἐχθρικὸ κόσμο (χωρὶς νὰ λάβουμε ὑπόψη τὴν ὕπουλη αἴσθηση τοῦ
διαβρωτικοῦ χρόνου καὶ τῆς παροδικότητας τῆς ὕπαρξής μας στὴ ζωή).
Ἀπὸ φύση μαζοχιστής, ἔβρισκε πάντοτε ἡδονὴ στὶς ἀνικανοποίητες
γυναῖκες, αὐτὲς ποὺ φάνταζαν μ’ ἔντονη προσωπικότητα – συνήθως ἕνα
διάφανο προπέτασμα τῆς ἀξεπέραστης, στὶς πιὸ πολλές, μοναξιᾶς
τους. Γνώρισε ἔτσι πρόωρα κάμποσες ἐρωτικὲς ἀπογοητεύσεις μὲ τὰ
συνακόλουθα ψυχικὰ τραύματα, ποὺ ἡ χρόνια ἀνώριμη ψυχοσύνθεσή
του δὲν θέλησε νὰ παραδεχτεῖ, οὔτε μπόρεσε φυσικὰ νὰ ξεπεράσει.
Κάποτε παντρεύτηκε μιὰ ξεβγαλμένη μὲ ἐκδηλωμένα δύστροπο χαρακτήρα,
ποὺ συμφωνοῦσε, φαίνεται, ἀόριστα μέσα του μὲ τὸ ἀνδρικὸ ἀρχέτυπο
τῆς μάνας του. Ἴσως πάλι ν’ ἀναζητοῦσε στὰ τυφλὰ κάποιο αἴσθημα ἀσφάλειας
ποὺ χαρίζει σὲ τέτοιους τύπους τὸ νόμιμο πλαίσιο τοῦ ζευγαρώματος.
Ξέχασε ὅμως τὴ διαφάνεια τοῦ ἀντιφατικοῦ χαρακτήρα του καὶ πόσο
εὔκολα μπορεῖ κι ἡ πιὸ ἠλίθια σύζυγος νὰ διακρίνει τὶς εὐάλωτες
πλευρὲς τοῦ συμβίου της, μιὰ καὶ τὸν ἔχει κάθε μέρα στὸ χέρι. Ἀπὸ ὑποταγμένος
γιὸς ἔγινε ὑποταγμένος σύζυγος κι αὐτὴ ἡ μετάθεση συντελέσθηκε
ἀνεπαίσθητα καὶ σὰν μοιραία ψυχολογικὴ πορεία τῆς σφραγισμένης,
μισερῆς φύσης του. Ζώντας τώρα μόνιμα τὴν ἀνασφάλεια σὰν φυσικὴ
κατάσταση, βιάζεται νὰ γυρίσει νωρὶς στὸ σπίτι, πρέπει νὰ ξέρει
ποὺ βρίσκεται κάθε στιγμὴ ἡ γυναίκα του καὶ δὲν ἀνέχεται νὰ μένει
μόνη μὲ τὶς φιλενάδες της. Θέλει νὰ νιώθει πὼς τῆς εἶναι ἀπαραίτητος,
γιατὶ ἕνα τέτοιο συναίσθημα τοῦ καλλιεργεῖ μιὰ ὑποδόρεια αἴσθηση
προορισμοῦ ποὺ τὸν ἡσυχάζει. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι πὼς ἡ ἄλλη, σίγουρη
γιὰ τὴν ἄρρωστη ἐξάρτησή του, διαμαρτύρεται ἀνοιχτὰ πὼς ἡ τόση ἀγάπη
καὶ φροντίδα του τὴ σκοτώνει. Σὲ λίγο, πιστεύει ὁ φίλος μου ὁ Κοσμᾶς,
θὰ ξεσπάσουν ἀπ’ τὴν τέτοια καταπίεση οἱ γνωστές, γελοῖες τάσεις
ἀνταρσίας ποὺ ἀνακαλύπτουν μέσα τους, γύρω στὴν κλιμακτήριο, οἱ βολεμένες
ἔγγαμες. Καὶ τότε θ’ ἀρχίσει ἕνα ἄλλο ἑλληνικὸ σήριαλ μ’ ἐλεεινὸ
θύμα καὶ πρωταγωνιστὴ τὸν κωμικοτραγικὰ πανικόβλητο φίλο μας.
Μιὰ ἐξέλιξη ποὺ οὔτε θέλω νὰ τὴ σκέφτομαι.
Ὅμως ἀφέθηκα στὰ προβλήματα
τοῦ Παύλου, λὲς κι εἶναι ὁ μόνος ποὺ βασανίζεται ἀπ’ τοὺς παλιούς
μας φίλους. Ἴσως ὅμως καὶ νὰ προβάλω πάνω του προσωπικά μου πλέγματα
ἢ ἐνοχὲς καὶ συγγενικὲς καταστάσεις ἄλλων φίλων, ποὺ μ’ ἀρέσει νὰ
πιστεύω πὼς δὲν μὲ ἀφοροῦν καθόλου. Ὅπως καὶ νά ’χει τὸ πράγμα, τὸ
σίγουρο εἶναι πὼς πιάσαμε ὅλοι τὰ σαράντα πέντε (ἐδῶ κάτι κλέβω)
κι ὅλο τὸ μικρὸ κεφάλαιο τῶν ἐπαφῶν μας μὲ τὶς γυναῖκες μοιάζει κιόλας
μακρινὸ κι ἐξαντλημένο. Μπαίνουμε τώρα κανονικὰ στὴ θέση τοῦ ἀμέτοχου
θεατῆ στὸ ἐρωτικὸ παιχνίδι τῶν ἄλλων μ’ ὅλες τὶς κρύες φοβίες τοῦ
μεσήλικα. Ψυχολογικὰ ἀνέτοιμοι στὸ γύρισμα τῆς ζωῆς καὶ μὲ τὸ
φάντασμα τῆς γεροντικῆς κατάπτωσης μπροστά μας. Ἔλεγα πὼς μόνο ἐγὼ
αἰσθάνομαι ἔτσι κι ἄρχισα νὰ τὰ βάζω μὲ τὴν ξεκάρφωτη σὲ πολλὲς
πλευρὲς εὐαισθησία μου. Ὅμως βλέπω παρόμοιες τάσεις καὶ σ’ ἄλλους
γνωστούς, μὲ στέρεο —ὣς τὰ τώρα— μυαλό. Συχνὰ μὲ στριμώχνουν τὰ μεσημέρια
στὰ οὐζάδικα κι ἐκεῖ ζῶ τὰ πιὸ θλιβερὰ διαλείμματα ἀνάμεσα στὴ
δουλειὰ καὶ τὸν ἀπογευματινὸ ὕπνο. Βρισκόμαστε μαζὶ γιὰ νὰ ἐκτονωθοῦμε
—τάχα— ἀπὸ πιεστικά, τρεχούμενα προβλήματα. Ὅμως αὐτὴ τὴν ὥρα, ἴσως
κι ἀπ’ τὴν ἐπίδραση τοῦ ποτοῦ, τὸ ναρκωμένο μας θυμικὸ γυρίζει μόνιμα
σὲ παλιὲς γκομενοδουλειές. Ἰδίως ὅταν βρίσκονται στὸ μαγαζὶ τίποτα
ὀρεκτικὰ μανούλια μὲ τ’ ἀγόρια τους.
Ἱδρώνω τότε πραγματικὰ νὰ σταματήσω
τὴ λογόρροιά τους γύρω ἀπὸ μπαγιάτικες ἐρωτικές ἱστορίες ποὺ τὶς
ξέρω ἀπ’ ἔξω κι ἀνακατωτὰ σ’ ὅλες τὶς ὁμαλὲς καὶ διάστροφες ἐκδοχές
τους. «Δὲν τὸ κόβετε τώρα», τοὺς μαλώνω. «Ἐντάξει, κύριοι, ὡραῖο
πράγμα ὁ ἔρωτας. Φτάνει νὰ εἶναι στὴν ὥρα του. Ἀλλιῶς μοιάζει μὲ ξαναζεσταμένο
τσάι.» Κουβέντες ἄσχετες, ποὺ κανένας δὲν δείχνει ν’ ἀκούει, ἐνῶ
ταυτόχρονα πιάνω τὸν ἑαυτό μου νὰ συμμετέχει κανονικὰ στὶς ἄρρωστες
ἀναδρομές τους. Φεύγουμε ζαλισμένοι καὶ ἀλλόκοτα ἄδειοι μὲ ὑποσχέσεις
διάφορες νὰ μὴ χαθοῦμε πάλι.
Τί μᾶς μένει, λοιπόν, ἐδῶ ποὺ
φτάσαμε, μὲ τὶς αἰσθήσεις μας σχεδὸν μουδιασμένες καὶ βαθιὰ ἀνήσυχοι
γιὰ ὅσα κρυφὰ ρημάζουν τὸν μέσα μας κόσμο; Ὁ Κοσμᾶς πιστεύει πὼς σὲ
κάθε ἄντρα ἐπιζεῖ μέχρι θανάτου ἕνα ἀνεξάντλητο ὑπόλειμμα ἐρωτικῆς
φύσης ποὺ ἀδιάκοπα ἀντιδρᾶ στὸ σκοτεινὸ μέλλον τῆς φθορᾶς του. Ἂν εἶναι
ἔτσι τὸ φύλο μας, ὑπάρχει ἀκόμη ἐλπίδα σ’ ἕναν τελευταῖο γεροντικὸ
ἔρωτα, ποὺ ἀνθεκτικὸς στὸ μοχθηρό μας περιβάλλον θὰ κρατήσει ἀνοιχτὴ
τὴν ὑπόσχεση τῆς σπάνιας ἐπα- φῆς ποὺ ἡ ἐρωτικὴ διάθεση χαρίζει.
Κάτι τέτοιο χρειαζόμαστε γιὰ νὰ ἀντέξουμε τὰ πικρὰ χρόνια ποὺ μᾶς
περιμένουν. Κι ὄχι νὰ παριστάνουμε τώρα τὸ σκληρὸ πεπόνι στὴν κακότυχη
γυναίκα μας, ποὺ κάποτε τρομαγμένη ἤ κουρασμένη ἀπ’ τὸ ἐρωτικὸ
παιχνίδι ἀφέθηκε καὶ ἄραξε σὲ κάποιον δειλὸ κι ἀνεκδήλωτο ξεμωραμένο,
ὅπως οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ μᾶς.
Πηγή: Ὀκνηρίας
ἐγκώμιον ἤ γιατί μᾶς κλαῖνε κι οἱ ρέγγες (Στιγμή, 1985).
Βασίλης Καραβίτης (Νέα Ορεστιάδα, 1934-2016).
Μεγάλωσε στὸν Πειραιᾶ καὶ ἀνδρώθηκε στὴν Αθήνα τῆς δεκαετίας τοῦ '50, ὅπου
σπούδασε νομικὰ καὶ δικηγοροῦσε γιὰ ἀρκετὰ χρόνια. Ἐξέδωσε ἐννέα ποιητικὲς
συλλογές, δύο πεζογραφήματα και εἶχε μεταφράσει ξένη μεταπολεμικὴ ποίηση (Χέρμπετ,
Μιλότς, Ρουζέβιτς, Σιμπόρσκα, κ.ἄ.). Ὑπῆρξε ἀπὸ τὰ ἱδρυτικά μέλη τῆς
Ἑταιρείας Συγγραφέων καὶ τακτικὸς συνεργάτης τοῦ περιοδικοῦ Διαγώνιος στὴ
Θεσσαλονίκη. Πρῶτο του βιβλίο Τὸ
παιχνίδι τῆς ἐπαφῆς (ποιήματα, Διαγώνιος, 1973).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου