του Χρίστου Δάλκου
Ὁ
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στὸ διήγημά του «Τὸ Πνίξιμο τοῦ παιδιοῦ», Ἅπαντα,3.275-279,
ἀναφέρεται στὸ θλιβερὸ γεγονὸς τοῦ πνιγμοῦ ἑνὸς παιδιοῦ, στὴν Σκιάθο τῆς νεανικῆς
του ἡλικίας.
Κεντρικὸ
πρόσωπο τοῦ διηγήματος εἶναι ἡ συμπαθὴς μορφὴ τοῦ Κωνσταντῆ Τσιτσούκα, ὁ ὁποῖος «ἐπὶ δύο ἢ τρία ἔτη
[] ἦτον διωρισμένος παιδονόμος εἰς τὸ σχολεῖον. Ποτὲ ὁ γιαλός, ἀπὸ μίαν ἄκρην εἰς
ἄλλην, δὲν ἦτο ἐλευθερώτερος ἀπὸ μικρὰ παιδιά, καὶ οἱ βράχοι καὶ οἱ κολπίσκοι τῆς
ἀκρογιαλιᾶς δὲν ἦσαν ἐρημότεροι ἀπὸ φυγάδας τοῦ δημοτικοῦ καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ
σχολείου. [] Ἀλλὰ καὶ κανὲν παιδίον δὲν συνέβη νὰ πνιγῇ ἐπὶ Τσιτσούκα
παιδονόμου, τὴν πρώτην καὶ τὴν δευτέραν χρονιάν.»
Ὁ
εὐσυνείδητος Τσιτσούκας ἐπιβάλλει μὲ αὐστηρότητα τοὺς ἄγραφους κανονισμούς του
σ᾿ ὅλα τὰ παιδιά, «τὰ δασκαλούδια, καθὼς καὶ τὰ ξυπόλυτα τοῦ δρόμου», μὲ ἄκρως
εὐεργετικὰ ἀποτελέσματα, μέχρι ἕνα συμβὰν τῆς δευτέρας
χρονιᾶς τῆς παιδονομίας του: «Τὴν δευτέραν χρονιάν, τῆς παιδονομίας τοῦ
Τσιτσούκα, ἕνα παιδί, τέκνον ἑνὸς πρῴην χερσαίου καὶ νῦν θαλασσινοῦ, Δημητρίου
Δαλαπούλια, εὑρέθη ν᾿ ἀτακτῇ μίαν ἡμέραν εἰς τὸν αἰγιαλόν, καὶ νὰ προσπαθῇ νὰ
μάθῃ κολύμβι, εἰς ὥρας ἀπηγορευμένας. Ὁ Τσιτσούκας τὸ ἐκυνήγησε, τοῦ ἔδωσε δυὸ
τρεῖς ξυλιὲς εἰς τὰ νῶτα, καὶ τὸ ἔστειλε νὰ πάῃ στὴ μάννα του. Τὸ παιδίον ἔφυγε
κλαῖον.
Ὀλίγον
παραπέρα, εὑρίσκει τὸν πατέρα του. Καθὼς τὸν εἶδε, ἔβαλε κλαυθμηροτέραν φωνήν,
χωρὶς ὁρατὰ δάκρυα.
—Τί
ἔχεις;
—Νά,
ὁ Τσιτσούκας μ᾿ ἔδειρε!
Ὁ Δαλαπούλιας ἐθύμωσεν. Ἔτρεξε νὰ προφθάσῃ τὸν Τσιτσούκαν. Καθὼς τὸν ηὗρεν, ἤρχισε νὰ τὸν ὀνειδίζῃ σκληρῶς. Νὰ μὴν τρομοκοτήσῃ ἄλλη φορὰ καὶ πειράξῃ τὸ παιδί του!
Αὐτὸς δὲν εἶχεν ἀνάγκην ἀπὸ Τσιτσούκαν παιδευτήν. Εἶναι ἱκανὸς νὰ παιδέψῃ τὸ παιδί του, καὶ μὴν ηὗρε τὰ στραβὰ κομμάτια τῆς Δημαρχίας, κ᾿ εἶναι τεμπέλης, καὶ δὲν πάει νὰ δουλέψῃ. Καὶ γιὰ νὰ φαίνεται πὼς κάτι κάνει κι ὁ Τσιτσούκας, γιὰ νὰ βρίσκεται σὲ δουλειὰ κι αὐτός, θέλει τάχα νὰ παιδέψῃ τὰ παιδιὰ τοῦ κόσμου. Ἂς πάῃ καλύτερα νὰ σαρώνῃ τὴν αὐλὴ τῆς κυρα-Δημαρχίνας, γι᾿ αὐτὸ καὶ μόνο εἶναι ἄξιος, κι ἄλλη φορὰ νὰ προσέχῃ, γιατὶ...»Ἡ
ἄδικη καὶ συκοφαντικὴ αὐτὴ ἐπίθεση ἔχει τὰ ἀποτελέσματά της: «Ἀπὸ τότε ὁ
Τσιτσούκας ἤρχισε ν᾿ ἀπογοητεύεται. Δὲν ἦτο πλέον τόσον δραστήριος καὶ αὐστηρὸς
ὅσον πρῶτα.»
Ὁ
Παπαδιαμάντης περνάει κατόπιν στὴν τελευταία πράξη τοῦ δράματος:
«Τὴν
τρίτην χρονιάν, ἕνα δειλινόν, τὸν Ἰούλιον μῆνα, κραυγὴ ἀγωνιῶντος παιδίου ἠκούσθη
εἰς τὸν αἰγιαλόν, εἰς τὸ ἴδιον ἐκεῖνο μέρος, εἰς τὴν ἄκρην τῆς πολίχνης, ὅπου ἐκολυμβοῦσαν
συνήθως πολλὰ ἀνήλικα παιδιά. Δύο κραυγαὶ γυναικῶν, ἀπὸ ἕνα παράθυρον ἀντικρύ,
καὶ ἀπὸ ἕνα λιακωτὸν παραπέρα, ἀπήντησαν εἰς τὴν κραυγὴν τὴν πρώτην.
—Γλυτῶστέ
το ! ... Γλυτῶστέ το !
—Τρεχᾶτε
! ... Πνίγηκε τὸ παιδί !
Ἔτρεξαν
οἱ εὑρεθέντες ἐκεῖ πλησίον. Δύο νέοι ἐθαλάσσωσαν, ἕνας τρίτος ἐπῆγε μὲ τὴν
βάρκαν, κρατῶν τὸν γάντζον ἕτοιμον καὶ τὴν ἀπόχην, ἀνέσυραν τὸ ἀγωνιῶν παιδίον
καὶ τὸ ἔφεραν εἰς τὴν ξηράν.
Τὸ
ἔτριψαν, τὸ ἐκρέμασαν ἀνάποδα. Μετῆλθον ὅλα τὰ συνήθη ἐμπειρικὰ ἢ πρόχειρα μέσα
... Ἦτον ἀργά. Τὸ παιδίον ἦτο πνιγμένον, ἐντελῶς πνιγμένον.
Ἦτον
αὐτὸ ἐκεῖνο τὸ παιδίον τοῦ Δαλαπούλια. —Ὁ
γερο-Τσιτσούκας εἶχεν ἀπογοητευθῆ.»
Μοῦ
ἦρθε στὸν νοῦ αὐτὸ τὸ διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη, καθὼς ἡ ὁμοβροντία εἰδήσεων τῶν
τελευταίων ἑβδομάδων γιὰ ἀκραῖες παραβατικὲς συμπεριφορὲς ἐκ μέρους μαθητῶν τοῦ
ἑλληνικοῦ σχολείου, γιὰ συμμορίες ἀνηλίκων κ.λπ. δημιουργοῦν τὴν ἐντύπωση -ὄχι
μόνο σ᾿ ἐμένα, ἐλπίζω- πὼς ἔχουμε ἀπὸ καιρὸ ἀφήσει τὴν ὑπόθεση τῆς παιδείας καὶ
τῆς διαπαιδαγώγησης τῶν παιδιῶν μας στὸν αὐτόματο πιλότο τοῦ χωρὶς ὅρους καὶ ὅρια,
ἀμερικάνικης κοπῆς,[1](νεο)«φιλελευθερισμοῦ».
Μαντεύω,
βέβαια, τὶς ἀγανακτισμένες ἀντιδράσεις τῶν κατ᾿ ἐπάγγελμα ὑπερασπιστῶν τῆς «ἐλευθερίας»
χωρὶς ὅρια, πὼς δῆθεν μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ παπαδιαμαντικοῦ διηγήματος ὑπερασπίζομαι
τὴν πρακτικὴ τῆς χειροδικίας ἐκ μέρους τῶν ἐκπαιδευτικῶν. Ἡσυχάστε, κύριοι, δὲν
ἔχω τέτοια πρόθεση˙ τὴν πρακτική, ἄλλωστε, αὐτή, ὄχι μόνο τῆς χειροδικίας ἀλλὰ
καὶ τῆς ποδοδικίας τὴν ἀσκοῦν πλέον ἀποκλειστικὰ παραβατικοὶ μαθητὲς εἰς βάρος ὄχι
μόνο τῶν συμμαθητῶν τους ἀλλὰ ἐσχάτως καὶ εἰς βάρος ἐκπαιδευτικῶν, εἰδικὰ ἐκείνων
ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ πιστεύουνστὸ κακριδικὸ παιδαγωγικὸ δίπτυχο: «Ἀγάπη καὶ αὐστηρότητα!»
Κι
αὐτὴ εἶναι ἡ μεγάλη μου ἀγωνία: μήπως οἱ τελευταῖοι ἐναπομείναντες Τσιτσοῦκες τῆς
ἑλληνικῆς ἐκπαίδευσης, ἐγκαταλελειμμένοι ἀπὸ γονεῖς, μαθητές, συναδέλφους, (ἄφωνη)
πολιτεία καὶ (ἄφωνη) κοινωνία, ἀπογοητευθοῦν καὶ τὰ παρατήσουν κι αὐτοί, ὅπως τὸ
ἔχουν κάνει ἤδη οὐκ ὀλίγοι, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ βρεθοῦμε σύντομα νὰ τρέχουμε ἀλλόφρονες
γιὰ νὰ γλυτώσουμε, ὄχι βεβαίως τὸν Τσιτσούκα, ἀλλὰ τὰ παιδιά μας ποὺ θὰ πνίγωνται
σωρηδόν.
Χρίστος Δάλκος
[1]Αὐτὸς ὁ χωρὶς ὅρους
καὶ ὅρια φιλελευθερισμὸς εὐθύνεται καὶ γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τοῦ «δικαιώματος στὴν
ὁπλοκατοχή», ποὺ ἔχει στοιχίσει τόσα θύματα στὰ ἀμερικάνικα σχολεῖα, εὑρισκόμενα
συχνὰ στὸ ἔλεος μαινομένων ἐνόπλων ἐφήβων. Εὐτυχῶς ποὺ στὴν Ἑλλάδα δὲν εἶναι
νομικὰ κατοχυρωμένη ἡ «ἐλευθερία τῆς ὁπλοκατοχῆς», ἂν καὶ πολὺ φοβᾶμαι πώς, μὲ
τὴν φόρα ποὺ ἔχουν πάρει οἱ «παρ᾿ ἡμῖν πίθηκοι», ποὺ δὲν χάνουν εὐκαιρία νὰ ἀντιγράφουν
ἀστραπιαῖα ὅ,τι προέρχεται ἀπὸ τὴν Μέκκα τοῦ παγκόσμιου καπιταλισμοῦ, τέτοιου εἴδους
φαινόμενα θὰ κάνουν τὴν ἐμφάνισή τους κι ἐδῶ. Μακάρι νὰ διαψευσθῶ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου