|
|
|
|
ΕΙΝΑΙ μιὰ κολασμένα ζεστὴ νύχτα στὸ Σέντραλ Πὰρκ τῆς Νέας Ὑόρκης. Εἶσαι στριμωγμένος σὲ ἕναν συναυλιακὸ χῶρο, ὁ ἥλιος δύει, τὸ κοινὸ ἱδρώνει, τὸ ἄλμπουμ τοῦ καλοκαιριοῦ, τὸ Some Girls τῶν Rolling Stones (ντοὺ-ντοὺ-ντοὺ-ντού, ντοὺ-ντὶ-ντού, ντοὺ-ντοὺ-ντοὺ-ντού, ντοὺ-ντὶ-ντού) παίζει δυνατὰ στὰ μεγάφωνα. Σὲ κάθε κομμάτι, ἐσὺ ἀναρωτιέσαι πότε στὸν διάολο θὰ βγεῖ ἡ Πάτι Σμὶθ νὰ ξεκινήσει τὴ συναυλία, ἐνῶ ταυτόχρονα σκέφτεσαι πὼς αὐτὴ εἶναι ἡ συναυλία. Οἱ Stones δὲν εἶχαν ξανακουστεῖ ποτὲ ἔτσι. Τόσο δυνατά. Τόσο σημαντικοί. Ἀγάπη κι ἐλπίδα καὶ σὲξ κι ὄνειρα, τραγουδάει ὁ Μὶκ Τζάγκερ, ἔχουν σημασία; Καὶ νά τη, βγαίνει χοροπηδώντας στὴ σκηνή.
Μαῦρες μπότες, μαῦρο παντελόνι, μαῦρο μπουφάν, μανίκια σηκωμένα, τὰ χέρια πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι, χοροπηδάει καὶ στριφογυρίζει. Γυρίζει γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό της στὸ κέντρο τῆς σκηνῆς, ἁρπάζει τὸ μικρόφωνο – «αὐτὴ ἡ πόλη», φωνάζει, «εἶναι αὐτὸ ποὺ μετράει μόνο». Καὶ τὸ κοινὸ βρυχᾶται. Ἐκείνη ξεκινάει τὴ συναυλία: «δὲν τὰ βάζω πολὺ μὲ τὸ παρελθόν», γρυλλίζει, «ἀλλὰ τὰ βάζω πολὺ μὲ τὸ μέλλον». Ἕνα κλαρινέτο εἶναι ἀκουμπισμένο στοὺς ἐνισχυτὲς καὶ στὴ μέση της συναυλίας τὸ παίρνει καὶ ἀρχίζει νὰ φυσάει. Μόνο ἦχο – στριγκλίζει, τρίζει, γρυλλίζει, καμία σχέση μὲ τὸ τί κάνει τὸ συγκρότημα, καμία σχέση μὲ τὸ τραγούδι, τὴν ἁρμονία, τὴ μελωδία, τὸν ρυθμὸ καὶ εἶναι ἐκστασιασμένη σὰν ἕνα παιδὶ μπροστά σε ἕνα φάσμα. Φυσάει, στριγκλίζει, κλαγγάζει. Στὴ δεξιὰ ἄκρη τῆς σκηνῆς, ἕνας τεχνικὸς σηκώνει ἕνα φύλλο ἀδιάφανου πλαστικοῦ καὶ τὸ κρατάει στὸ ὕψος τοῦ λαιμοῦ του. Τοῦ δίνει τὸ κλαρινέτο, μπαίνει πίσω ἀπὸ τὸ πλαστικὸ καί, γιὰ ὅσο χρόνο χρειάζεται κανεὶς γιὰ ἕνα καλὸ κατούρημα, ἐκείνη εἶναι μιὰ σκοτεινὴ καὶ θολὴ φιγούρα καθισμένη στὰ γόνατα, σὰν νὰ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸ νερό. Σηκώνεται, κουμπώνει τὴ ζώνη της καὶ ὁ τεχνικὸς κατεβάζει τὸ πλαστικό. Ἐσὺ σκέφτεσαι, κατούρησε μόλις στὴ γαμημένη τὴ σκηνή; Κατούρησε δημόσια; Κατούρησε στὸν ἱερὸ χῶρο; Σκέφτεσαι «Ἐργοστάσιο Κάτουρου», ἡ μυρωδιὰ ἀπὸ ρόδα καὶ ἀμμωνία. Τί ἔλεγε, ἀναρωτιέσαι. Θὰ ὑπῆρχε σίγουρα μιὰ μεταφορά, ἕνα μήνυμα. Κάτουρο. Παράσταση. Διαστροφή. Ἀνατροπή. Ἡ
κοπέλα σου λέει, «Δὲν ξέρεις κὰν ἂν κατούρησε στ’ ἀλήθεια. Ἴσως μᾶς
δουλεύει».
«Τί ἄλλο νὰ ἔκανε πίσω ἀπὸ τὸ πλαστικό;»
«Ὁτιδήποτε ἄλλο στὸν κόσμο, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ νὰ κατουράει;»
Ἐσύ,
ὅμως, δὲν μασᾶς, ἐπιμένεις ὅτι κατούρησε, ὅτι εἴδατε ὅλοι τὴν Πάτι
Σμὶθ νὰ κατουράει.
«Τέλος πάντων», λέει ἡ κοπέλα σου, «ἀλλὰ δὲν θὰ μάθεις ποτὲ σίγουρα,
ἐκτὸς ἂν τὴ ρωτήσεις καὶ ἀκόμα καὶ τότε...»
* * *
Νιώθεις ὑπόχρεος στὴν
Πάτι Σμίθ. Ἕναν χρόνο μόλις πρὶν ἤσουν δευτεροετὴς στὸ κολέγιο, χωρὶς
προσανατολισμό, βετεράνος πολλῶν ἀδιεξόδων καὶ ἄσχημων λαθῶν.
Παρακάμψεις καὶ ἀποτοξινώσεις. Θὰ εἶχες κατουρήσει σὲ σκηνές, σὲ
καθεμία, χωρὶς τὴν κάλυψη τῆς πλαστικῆς κουρτίνας. Εἶχες ἀρχίσει νὰ
βλέπεις μιὰ διέξοδο στὸν κανονικὸ κόσμο, ἕναν τρόπο νὰ γίνεις πολίτης,
νὰ συμμετέχεις, νὰ συνεισφέρεις, νὰ φορᾶς κουστούμια μὲ λεπτὲς ρίγες
καὶ νὰ κρατᾶς χαρτοφύλακα. Ἐπισκέφτηκες τοὺς δικούς σου, εἶπες στὴ
μητέρα σου πὼς θὰ πήγαινες μᾶλλον στὴ Νομικὴ καὶ μετὰ θὰ ἀσχολιόσουν
μὲ τὴν πολιτική. Ἀνακουφίστηκε τόσο πολύ, χάρηκε τόσο, ποὺ ἄρχισε
νὰ κλαίει, σοῦ ἔδωσε ἕνα εἰκοσοδόλαρο γιὰ νὰ πᾶς νὰ πιεῖς μιὰ μπίρα
στὴν πόλη. Σοῦ ἔδωσε καὶ τὰ κλειδιὰ τοῦ Βόλβο της. Ἐσὺ βγῆκες στὸν δρόμο,
ἔβαλες καὶ ραδιόφωνο. Ἀπὸ τὴν πάνω τσέπη τοῦ γιλέκου σου, ψάρεψες
αὐτὸ ποὺ θὰ ὁρκιζόσουν ὅτι ἦταν τὸ τελευταῖο σου τσιγαριλίκι, χαβανέζικη
ἁμαρτία, ὄχι σπόρους, μόνο φούντα. Τ’ ἀνάβεις καὶ σανιδώνεις τὸ γκάζι
καὶ τρέχεις στὴ λεωφόρο Σάουντ. Ἤξερες τυφλὰ τὶς στροφές, τὶς ἀνηφόρες
καὶ κατηφόρες της καὶ τρέχεις πάνω της στὸν αὐτόματο πιλότο, κρατώντας
μεγάλες τζοῦρες στὸ στόμα καὶ φιλώντας τὶς ἐκπνοές. Στὸ ραδιόφωνο,
μιὰ ἐκπομπὴ παίζει τὸν καινούριο ἦχο τῆς Νέας Ὑόρκης: Ramones, the
Dolls, Dead Boys, the Contortions. Μέσα ἀπὸ τὸ σφυροκόπημα τῆς μουσικῆς
δίνης ἀκούγεται ἡ Πάτι Σμὶθ νὰ διασκευάζει τὸ «My Generation» τῶν The
Who. Δὲν τὶς θέλω αὐτὲς
τὶς μαλακίες, οὐρλιάζει, καθὼς οἱ τρίχες στὸν σβέρκο σου καὶ
τὰ χέρια σου πετάγονται στὸν ἀέρα. Φαντασιώνεσαι τὸ πτυχίο τῆς Νομικῆς
νὰ καίγεται καὶ νὰ στέκεται ἀπὸ πάνω του ἡ Πάτι Σμὶθ νὰ κατουράει γκαζολίνη.
* * *
Τὸ ἀπόγευμα μετὰ τὴ συναυλία
μὲ τὸ κλαρινέτο, σὲ βρίσκει στὸ καφὲ Ντάντε, ὅπου κάθεται ἡ Πάτι Σμὶθ
στὸ παράθυρο καὶ σκαλίζει φιγοῦρες σὲ ἕνα σημειωματάριο χωρὶς
γραμμές.
Φοράει ἕνα μπλουζάκι μὲ τὸν Κὶθ Ρίτσαρντς καὶ ἕνα ὑπερβολικὰ
μεγάλο καπέλο χωμένο στὸ κεφάλι της. Ἀπὸ τὰ μεγάφωνα ἀκούγεται ὄπερα,
ὁ Εὐγένιος Ὀνιέγκιν
τοῦ Τσαϊκόφσκι. Στὴν ἄρια τοῦ τενόρου, τὸ κεφάλι της γέρνει πίσω, σὰν
νὰ τῆς ἔκαναν μόλις ἔνεση. Τὸ καπέλο πέφτει στὸ πάτωμα. Καὶ στὸ πρόσωπό
της, τρομερὸς πόνος. Μορφάζει ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο, τὴν ἀντικειμενικὰ
αἰσθητικὴ ὀμορφιά, κι ἐσὺ σκέφτεσαι, αὐτὴ εἶναι ἡ γυναίκα ποὺ πρὶν ἀπὸ
δεκάξι ὧρες χοροπηδοῦσε σὰν τρελὴ σὲ ἄσυλο μὲ ἕνα κλαρινέτο στὸ
χέρι, κι ἐσὺ καὶ πέντε χιλιάδες ἄλλοι χοροπηδούσατε σὰν αὐτή, ἐνῶ
τὰ κανάλια στὰ αὐτιά σας βίωναν συλλογικοὺς παροξυσμούς. Ὅταν τελειώνει
ἡ ἄρια καὶ σωπαίνει ἡ ὀρχήστρα, σηκώνεσαι καὶ μαζεύεις τὸ καπέλο τῆς
Πάτι Σμίθ. Τὰ μάτια της παραμένουν κλειστά, χαμένη στὴ μουσική. Τὰ μάτια
της, βαμμένα μὲ μολύβι, ἡ μύτη της λίγο μεγάλη γιὰ τὸ στενό της πρόσωπο,
τέλεια τοξωτὰ χείλια. Τὰ μάτια ἀνοίγουν ἀργὰ καὶ σὲ ἐντοπίζουν νὰ
στέκεσαι δίπλα της.
«Ναί, μικρέ», λέει, «τί;».
Τῆς λὲς ὅτι ἔριξε κάτω
τὸ καπέλο καὶ τῆς τὸ δίνεις.
Λέει, «Δὲν τὸ ἔριξα, φίλε. Δὲν τὸ ἔριξα. Ἔπεσε. Δὲν ἔβλεπες; Δὲν
ἄκουγες; Δὲν
ἄκουσες αὐτὴ τὴν ὀμορφιά, ρὲ γαμῶτο;».
Τῆς ἀπαντᾶς καταφατικά.
«Ὄχι, ἂν παρακολουθεῖς τὰ καπέλα τῶν ἀνθρώπων, φίλε. Ὄχι, ἂν
παρακολουθεῖς καπέλα. Ἴσως καὶ νὰ τὸ ἤθελα στὸ πάτωμα, ἐκείνη τὴ
στιγμή, σ’ ἐκείνη τὴν ἄρια, καὶ τώρα ἐσὺ τὰ γάμησες ὅλα.»
Ἀπὸ
τὸ στόμα σου βγαίνει σὰν φτυσιὰ μιὰ προσπάθεια συγγνώμης.
«Δὲν καταλαβαίνω κὰν τί λές, φίλε. Δῶσε μου τὸ γαμημένο τὸ καπέλο.»
Λίγα λεπτὰ ἀργότερα, ἡ
Πάτι Σμὶθ πλησιάζει τὸ τραπέζι σου. «Γειά σου.»
«Κυρία Σμίθ.»
«Ἄ, ἄρα ξέρεις ποιά εἶμαι. Γίνεται συνήθεια τελευταῖα. Ἄκου,
θέλω νὰ σὲ ρωτήσω κάτι.»
«Παρακαλῶ.»
«Παρακαλῶ;
Τί εἶσαι; Ἀπὸ τὸ BBC; Παρακαλῶ;»
Ἐσὺ
κοκκινίζεις.
«Μπά, ἄκου, πρὶν λίγο, ἁπλῶς σὲ πείραζα, φίλε.»
«Κανένα πρόβλημα.»
«Φίλε, ἄκου, ἐντάξει, ἄσε με νὰ τελειώσω.»
«Παρακαλῶ.»
«Νά ‘το πάλι τὸ παρακαλῶ. Ἄκου, νιώθω ἄσχημα ἂν σου ἔδωσα τὴ
λάθος ἐντύπωση. Βλέπεις, ἁπλῶς...»
Λὲς ὅτι εἶναι ἐντάξει.
«Ἐντάξει γιὰ σένα», λέει. «Ἀλλὰ ἐγὼ προσπαθῶ νὰ σοῦ πῶ ὅτι δὲν εἶναι
ἐντάξει» —καὶ σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο γίνεται σὰν κανάτα, τεντώνοντας τὸ
δεξί της χέρι πίσω της, καὶ στὴ συνέχεια γέρνει μπροστὰ σὰν νὰ πρόκειται
νὰ ρίξει μπαλιὰ στὸ μπέιζμπολ, ἀλλὰ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ ἄφηνε τὸ μπαλάκι,
γυρίζει ἀνάποδα τὸ χέρι της καὶ ὑψώνει ἕνα δάχτυλο στὸν ἑαυτό της—
«μ’ ἐμένα, μὲ πιάνεις;»
Γελᾶς. Τῆς λὲς πὼς τὴν πιάνεις.
Λέει, «Τί, εἶπα κάτι ἀστεῖο; Τώρα σὲ κάνω νὰ γελᾶς, εἶμαι ἀστεία;»
Λές, «Λάτρεψα τὴ συναυλία σας χθὲς τὸ βράδυ».
Αὐτὸ σταματάει τὸ κωμικὸ νούμερο.
«Ἤσουν ἐκεῖ; Ὡραία. Ποιό κομμάτι ἦταν τὸ ἀγαπημένο σου καὶ μὴ
μοῦ πεῖς τὸ “Because the night”, γαμῶτο μου, ξέρω πὼς εἶσαι πιὸ κοὺλ ἀπ’ αὐτό.»
«Μοῦ ἄρεσε τὸ σόλο κλαρινέτο.»
Σκάει ἕνα πλατὺ χαμόγελο. «Μεγάλε.»
Γέρνει μπροστὰ γιὰ χειραψία σὲ δεκάξι μέρη.
«Πῶς θὰ περιέγραφες τὸ παίξιμό μου;»
Σκέφτεσαι γιὰ μιὰ στιγμὴ καὶ μετὰ λές, «Ἐκτὸς φιλαρμονικῆς κρυπτὸ-ἀβὰντ
νταντὰ ἐναλλακτικό».
Κοιτάζει πίσω της. «Εἴμαστε στὸ γαμημένο κάντιντ κάμερα, ἐπειδὴ
αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ τέλειο – ἄκου, πῶς σὲ λένε;»
Τῆς λές.
«Κλίφορντ Φούτ», ἐπαναλαμβάνει.
«Μὲ ‘ι’ στὸ τέλος», τῆς λές.
«Φυσικὰ μὲ ‘ι’, φίλε», λέει. «Φυσικὰ μὲ ‘ι’. Ἀλλιῶς εἶναι σκέτο
γαμημένο φούτ. Καὶ τί κάνεις Κλίφορντ Φοὺτ μὲ ‘ι’; Θὰ εἶσαι σίγουρα ποιητὴς
ἢ κάτι τέτοιο.»
«Σπουδὲς κινηματογράφου.»
«Δὲν τὸ εἶπα, ρὲ γαμῶτο; Ποιὸς εἶναι, λοιπόν, ὁ ἀγαπημένος σου;
Ὁ Μελιέ; Ὁ Κοκτώ;»
«Ὁ Κασαβέτης.»
Λέει, «Στάσου μιὰ στιγμή».
Πάει στὸ τραπέζι της, γράφει κάτι γρήγορα στὸ σημειωματάριό
της καὶ σκίζει τὴ σελίδα.
«Ὁρίστε», λέει.
Γράφει
Κλίφορντ ΦούτΙ
Δωρεὰν Εἴσοδος γιὰ Πάντα, φίλε
«Στάσου», λέει, «πρέπει νὰ τὸ ὑπογράψω».
Τὸ γυρνᾶς ἀπὸ τὴν ἄλλη στὸ τραπέζι καὶ σκαλίζει κάτι ποὺ εἶναι ἰσοδύναμο
τοῦ τρόπου ποὺ παίζει κλαρινέτο σὲ γραφή.
«Γιὰ πάντα», λέει, «ὅπου κι ἂν παίζω, μὲ πιάνεις;».
Πρὶν τὴ ρωτήσεις γιὰ τὸ κατούρημα στὴ σκηνή, πάει στὸ πικάπ, ἐπιλέγει
τὸ «Lakme» τοῦ Delibes, κι ἐπιστρέφει στὴ θέση της στὸ παράθυρο. Στὸ ἐξαιρετικὰ
ἀβάσταχτο «Ντουέτο Λουλουδιῶν», κλείνει σφιχτὰ τὰ μάτια της, ὁ λαιμός
της χαλαρώνει, τὸ καπέλο πέφτει στὸ πάτωμα. Αὐτὴ τὴ φορά, τὸ ἀφήνεις
ἐκεῖ.
* * *
Ἡ ἑπόμενη συναυλία
της εἶναι στὰ βόρεια στὸ Χουρά. Δείχνεις στὸ μέλος τῆς ἀσφάλειας τὸ ἰσόβιο
πάσο σου. Ἐκεῖνος, μεγαλόσωμος καὶ καραφλὸς μὲ τατουὰζ στὰ μπράτσα
ποὺ εἶναι ὅσο τὰ πόδια σου, σοῦ γελάει κατάμουτρα.
Ἔπειτα,
ἡ Πάτι Σμὶθ μετακομίζει στὸ Ντιτρόιτ, ἡ ὑπόλοιπη ζωή σου συμβαίνει,
καὶ ἡ κοπέλα σου φαίνεται πὼς εἶχε δίκιο σὲ ἕνα τουλάχιστον πράγμα.
Πηγή: Ἀπὸ τὴν ἐπιθεώρηση Litro magazine: (Μέσω ΠΛΑΝΟΔΙΟΥ)
https://www.litromagazine.com/usa/2021/04/patti-smith-takes-a-piss/
Τὶμ Τόμλινσον (Tim Tomlinson) (Νέα Ὑόρκη, 1955). Ἔχει γράψει τὴν
ποιητικὴ συλλογὴ Requiem
for the Tree Fort I Set on Fire καὶ τὴ συλλογὴ μικροδιηγημάτων
This Is Not Happening to You.
Διηγήματα καὶ ποιήματά του ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ πολλὰ περιοδικὰ
σὲ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου. Εἶναι συνιδρυτὴς τοῦ ὀργανισμοῦ γιὰ τὴ
δημιουργικὴ γραφὴ New York Writers Workshop. Ἐπισκεφτεῖτε τον στὸ timtomlinson.org
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Μανουσάκης, Βασίλης. (Ἀθήνα, 1972). Ποίηση, διήγημα, μετάφραση. Ἔχει
διδακτορικὸ στὴν Ἀμερικανικὴ ποίηση. Διδάσκει λογοτεχνία καὶ
μετάφραση στὸ Hellenic American College. Βιβλία του: Μιᾶς σταγόνας χρόνος (ποίηση,
2009), Ἀνθρώπων ὄνειρα (διηγήματα,
2010), Movie Stills (ποίηση
στὴν ἀγγλικὴ γλώσσα, 2013), Εὔθραυστο
ὅριο (ποίηση, 2014). Συμμετεῖχε στὴν ἐπιμέλεια τῶν τριῶν
ἀφιερωμάτων τοῦ περιοδικοῦ Πλανόδιον γιὰ
τὸ ἑλληνικὸ καὶ τὸ ἀμερικανικὸ μικροδιήγημα/μπονζάι. Ἔχει μεταφράσει
πάνω ἀπὸ 20 λογοτεχνικὰ βιβλία καὶ δεκάδες διηγήματα καὶ ποιήματα.
Ἔχει ἐπιμεληθεῖ λογοτεχνικὰ ἀφιερώματα στὸ ἐξωτερικό, ἐνῶ μεταφράσεις
καὶ ἄρθρα του ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ περιοδικὰ τῆς Ἑλλάδας καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ.
Ἀπὸ τὸν Νοέμβριο τοῦ 2020 διδάσκει σὲ σεμινάρια στὸ New York Writers
Workshop.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου