|
|
ΕΙΜΑΙ ΣΤΟ ΜΕΤΡΟ καὶ πηγαίνω δυτικὰ στὴ γραμμὴ R, σὲ ἑπτὰ στάσεις φτάνω στὸ Film Center, μὲ τὸ iPhone στὸ χέρι καὶ διαβάζω μιὰ ἱστορία τῆς Λίντια Ντέϊβις. Ἔχουν περάσει δύο ἢ τρεῖς στάσεις καὶ ἀρχίζω νὰ ἀγχώνομαι. Δὲν αἰσθάνομαι τὸ τέλος τῆς ἱστορίας νὰ ἔρχεται σύντομα. Σκρολάρω πρὸς τὰ κάτω, μία ὀθόνη, δύο, τίποτα – ἁπλῶς τὴ μία παράγραφο μετὰ τὴν ἄλλη, μοιάζει μὲ γαμημένο Τόμας Μπέρνχαρντ κι ἀναρωτιέμαι, μπορῶ νὰ τελειώσω τὴν ἱστορία, μπορῶ νὰ ἔχω μιὰ ὁλοκληρωμένη αἰσθητικὴ ἐμπειρία, προτοῦ φτάσω στὴ στάση μου; Στὴν ἱστορία, δὲν ἔχουν συμβεῖ πολλά – στὶς ἱστορίες τῆς Λίντια Ντέϊβις δὲν συμβαίνουν καὶ ποτὲ πολλά. Ἴσως μιὰ κάλτσα ἀνακαλύπτεται κάτω ἀπὸ ἕνα μαξιλάρι, ἕνα τηλέφωνο χτυπάει καὶ δὲν εἶναι κανεὶς ἐκεῖ, κάποιος σὲ μιὰ οὐρὰ ἔξω ἀπὸ ἕνα ΑΤΜ μοιάζει μὲ κάποιον ἀπὸ ἄλλη οὐρὰ σὲ ΑΤΜ καὶ μετὰ ἡ Ντέϊβις ἀρχίζει νὰ σκάβει. Ἢ νὰ ἐξορύσσει.
Κάτι μπαίνει βαθιὰ μέσα, χτυπάει σὲ βράχο, ἀναπηδάει στὸ πλάϊ, μετὰ προχωράει ὁριζόντια ἢ μὲ κάποια ἄλλη ἐσωτερικὴ γωνία, ὥσπου βρίσκει ἀδιέξοδο μισὸ μίλι πέρα ἀπὸ τὸ σημεῖο εἰσόδου καὶ σὲ ἀφήνει ἐκεῖ. Μερικὲς φορές, ἀναρωτιέσαι πῶς τὸ τέλος συνδέεται μὲ τὴν ἀρχή. Μερικὲς φορές, ξέρεις, ἢ νομίζεις πὼς ξέρεις. Κάποιες φορές, σκρολάρεις ὣς τὴν ἑπόμενη ἀρχή. Καὶ ἄλλες, ἀνακαλύπτεις πὼς ἤδη ἔχεις σκρολάρει πέρα ἀπὸ τὸ τέλος σὲ μιὰ καινούρια ἀρχή, μιὰ ἐντελῶς καινούρια ἱστορία, ἡ ὁποία εἶναι σὰν ἐκείνη ποὺ νόμιζες πὼς διάβαζες λίγες στιγμὲς πρίν. Τὸ κάνεις κάνα δυὸ φορές, ἢ τρεῖς, ἢ μισὴ ντουζίνα, καὶ νιώθεις ἐξαντλημένος, ἕνας ἀρουραῖος σὲ λαβύρινθο χωρὶς ἔξοδο στὶς γωνίες, οὔτε ἀνταμοιβὴ στὸ κέντρο του. Αὐτὴ ἡ ἱστορία τῆς Λίντια Ντέϊβις ξεκινάει μὲ μιὰ ἡλικιωμένη γυναῖκα, ἔπειτα ἕνα κουτὶ σοκολάτες, μερικοὺς πρώην μαθητές, τίποτα δὲν συνδέεται, καὶ ἔχουν ἀπομείνει μόνο τρεῖς στάσεις. Ἡ ἀπόσταση ἀνάμεσα στὴν ἕκτη στάση καὶ τὴ δική μου, κοντὰ στὸ Film Center – εἶναι ἡ μεγαλύτερη. Σκέφτομαι πώς, ὅσο μεγάλη κι ἂν εἶναι αὐτὴ ἡ ἱστορία —καὶ καμιὰ ἱστορία τῆς Λίντια Ντέϊβις δὲν εἶναι μεγάλη, ἀνεξάρτητα ἀπό το πόσες ὀθόνες περνᾶνε— σίγουρα θὰ μπορέσω νὰ τὴν τελειώσω στὸ μεγάλο διάστημα ἀνάμεσα στὴν ἕκτη καὶ τὴν ἕβδομη στάση. Τὸ πρόβλημα ὅμως, ὅπως προβλέπω, εἶναι ὅτι συνήθως χρησιμοποιῶ αὐτὸ τὸ κενὸ γιὰ νὰ ἀνασυνταχθῶ, νὰ μαζέψω τὰ πράγματά μου, νὰ κλείσω συσκευές, νὰ περάσω τὴν τσάντα στὸν ὦμο μου, νὰ βάλω τὸ iPhone στὴν τσέπη, καὶ ἴσως νὰ σηκωθῶ καὶ νὰ περιμένω δίπλα στὴν πόρτα. Ἄν αὐτὴ ἡ ἱστορία τῆς Λίντια Ντέϊβις συνεχιστεῖ πέρα ἀπὸ τὸ φυσιολογικὸ μέγεθος —καὶ ἤδη ἔχει ξεπεράσει τὸ μέγεθος τῶν χαρακτηριστικῶν ἱστοριῶν τῆς Λίντια Ντέϊβις, ὄχι ὅτι ἔχω ψάξει τὸν ἀριθμὸ λέξεων ποὺ χρησιμοποιεῖ κατὰ μέσο ὅρο, ἀλλὰ στοιχηματίζω πὼς κάποιος τὸ ἔχει κάνει, στοιχηματίζω πὼς ὑπάρχουν στατιστικές— μπορεῖ νὰ βιαστῶ καθὼς τὸ τρένο φτάνει στὸν σταθμὸ καὶ δὲν μοῦ ἀρέσει καθόλου νὰ ἀναγκάζομαι νὰ βιαστῶ. Ἔτσι χάνεις πράγματα. Καθὼς φαντάζομαι τὴν πιθανότητα, νιώθω νὰ μπαίνω σὲ κατάσταση ὑποθετικοῦ ἄγχους. Τί θὰ ἔκανα, ἀναρωτιέμαι, ἂν στὴ μικρὴ ἀπόσταση ὡς τὸ Film Center, ἀνακαλύψω πὼς ἄφησα τὸ κινητό μου πίσω... κάπου, στὸ κάθισμα ἴσως, ἢ μπορεῖ καὶ νὰ ἔπεσε ἀπὸ τὴν τσέπη μου, καθὼς ἀνέβαινα τὰ σκαλιὰ ἀπὸ τὸ μετρό, ἢ μπορεῖ καὶ νὰ μὴν τὸ ἔβαλα ἀρκετὰ βαθιὰ στὴν τσέπη μου, ἀφήνοντάς το ἀρκετὰ ἐκτεθειμένο, ὥστε ἀκόμα καὶ ἕνας ἐρασιτέχνης πορτοφολὰς νὰ καταφέρει μιὰ εὔκολη λεία. Φαντάζομαι τὴ συζήτηση ποὺ θὰ κάνω στὸ ταμεῖο, προσπαθῶντας νὰ ἀποδείξω ὅτι εἶχα ἀγοράσει εἰσιτήριο, ἀλλὰ τὸ barcode ποὺ τὸ ἀποδεικνύει ἦταν στὸ iPhone ποὺ ἔχασα, λόγῳ τῆς ἀσυνήθιστα μεγάλης ἱστορίας τῆς Λίντια Ντέϊβις. Θὰ γνώριζε ὁ ταμίας τὴ δουλειά της; Θὰ ἔδειχνε κατανόηση γιὰ τὸ δίλημμά μου καὶ τὴν μετέπειτα ἀτυχία μου; Τὸ προσωπικὸ στὸ Film Center, μερικοὶ τοὐλάχιστον, μοιάζουν νὰ ξέρουν ἀπὸ λογοτεχνία. Ἔχω δεῖ ἕναν νὰ φοράει μπλουζάκι Μποντλέρ. Ἕναν ἄλλον νὰ διαβάζει Μάγκι Νέλσον – τὸ Bluets, νομίζω. Ἀναρωτιέμαι ἄν, ἐνῶ ἐξηγῶ τὴν κατάστασή μου σὲ ἕναν ταμία ποὺ δείχνει κατανόηση καὶ εἶναι γνώστης τῆς κουλτούρας, ἡ οὐρὰ πίσω μου θὰ μεγάλωνε καὶ μαζὶ μὲ αὐτήν, μιὰ αἴσθηση ἀνυπομονησίας, τόσο σὲ ὅσους στέκονται στὴν οὐρά, ὅσο καὶ στὸν ταμία. Καμία ἀπὸ αὐτὲς τίς ὑποθέσεις δὲν μὲ πάει παραπέρα στὴν ἱστορία τῆς Λίντια Ντέϊβις. Σκέφτομαι: ἴσως ἔχω καλύτερη τύχη νὰ φτάσω στὸ τέλος τῆς ἱστορίας, ἂν βάλω στὴν τσέπη μου τὸ iPhone τώρα, ψάξω στὴν τσάντα μου καὶ βγάλω τὸ iPad-Mini, μιὰ συσκευὴ ὄχι καὶ πολὺ μεγαλύτερη ἀπὸ τὸ iPhone, ἀλλὰ σίγουρα πιὸ γενναιόδωρη στὴν ἀνάγνωση κειμένων κι ἑπομένως παρέχει μιὰ λιγότερο ἀγχωτικὴ ἐμπειρία τῆς ἱστορίας, τὴν καμπή της, τὴν αἴσθηση τοῦ τέλους ποὺ πλησιάζει. Γιατί ἂν ἔχω ἄγχος ὅταν διαβάζω, βρίσκω πὼς ἡ ἀνάγνωσή μου εἴτε ἐπιβραδύνεται εἴτε οἱ γραμμὲς θολώνουν ὥστε τελικὰ νὰ μὴ βγαίνει νόημα κι ἔτσι πρέπει νὰ γυρίσω πίσω καὶ νὰ τίς ξαναδιαβάσω, μερικὲς φορὲς ἀκόμα καὶ ὁλόκληρες παραγράφους, ὁλόκληρες ὀθόνες, ἀκόμα καὶ ὁλόκληρες ἱστορίες (τῆς Λίντια Ντέϊβις), κι ἂν αὐτὸ συμβεῖ τώρα μὲ αὐτὴν τὴν ἐξαιρετικὰ μεγάλη ἱστορία τῆς Λίντια Ντέϊβις, θὰ εἶμαι σὰν τρένο κολλημένο σὲ μιὰ σήραγγα, σκοτεινὴ μπροστὰ καὶ σκοτεινὴ πίσω, χωρὶς κανένα ἴχνος ἀποβάθρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου