|
|
ΖΟΥΣΑ στὸ διαμέρισμα κάτω ἀπὸ αὐτὸ τοῦ καθηγητῆ φιλοσοφίας καὶ τῆς ζωγράφου συζύγου του. Ἐκεῖνος εἶχε γράψει πολλὰ διάσημα βιβλία, ἐκείνη εἶχε ἐκθέσει τοὺς πίνακές της σὲ ἀξιοσέβαστες γκαλερί. Φανταζόμουν τὸ διαμέρισμά τους νὰ ἔχει βιβλία ἀπὸ τοῖχο σὲ τοῖχο, κι ἀνάμεσά τους αὐθεντικοὺς πίνακες. Ἦταν ὁ τύπος τοῦ διαμερίσματος ποὺ φανταζόμουν πὼς θὰ κατοικοῦσα μιὰ μέρα, ἀκόμα κι ἂν αὐτὴ ἡ μέρα φαινόταν πολὺ μακριὰ καὶ δὲν εἶχα ἰδέα πῶς θὰ ἔφτανα σ’ αὐτή. Ὁ καθηγητὴς φιλοσοφίας εἶχε μιὰ κόρη ἀπὸ προηγούμενο γάμο. Εἶχε κοντὰ μαλλιὰ καὶ φοροῦσε κοντὲς φοῦστες καὶ ἔμοιαζε μὲ τὴν Τζὶν Σίμπεργκ στὸ Μὲ Κομμένη τὴν Ἀνάσα. Μερικὲς φορές, ἀνέβαινε ἀγκαζὲ τὸν λόφο πρὸς τὸ Μπρόντγουεϊ μὲ τὸν καθηγητὴ φιλοσοφίας, μὲ βιβλία πιεσμένα στὸ στῆθος τους ἐνάντια στὸν ἄνεμο. Γελοῦσαν μὲ τὸ πόσο δύσκολο τὸ ἔκανε ὁ ἄνεμος νὰ φτάσουν στὴν κορυφὴ τοῦ λόφου. Σκεφτόμουν πὼς θὰ ἤθελα νὰ ἔχω μιὰ κόρη σὰν αὐτὴ – κάποια μὲ τὴν ὁποία θὰ γελούσαμε μὲ τὰ χαζὰ πράγματα. Καὶ σκεφτόμουν πὼς θὰ ἤθελα νὰ ἔχω ἕναν πατέρα σὰν τὸν καθηγητὴ φιλοσοφίας – κάποιον μὲ μεγάλες ἰδέες, ποὺ ὅμως ἔβρισκε ἀκόμα εὐχαρίστηση στὶς καθημερινὲς προκλήσεις. Στὸ πανεπιστήμιο, εἶχα δεῖ γκραφίτι στοὺς τοίχους στὶς ἀντρικὲς τουαλέτες γιὰ τὸν καθηγητὴ φιλοσοφίας καὶ τὴν κόρη του καὶ τὸ τί ἔκαναν μεταξύ τους. Μοῦ φαίνονταν σκληρὰ καὶ ἄδικα.
Μιὰ μέρα, ἡ κόρη μοῦ χτύπησε τὴν πόρτα. Ἐγὼ ἄκουγα τὸ «The Book I Read» τῶν Talking Heads κι ἐκείνη ἤθελε νὰ μιλήσουμε γι’ αὐτὸ τὸ τραγούδι. Τὸ ἴδιο κι ἐγώ. Κάναμε μιὰ μεγάλη καὶ γεμάτη νόημα συζήτηση ποὺ κράτησε ἀπὸ τὸ ἀπόγευμα ἕως νωρὶς τὸ βράδυ. Ἀγγίξαμε πολλὰ σημαντικὰ σημεῖα. Ἐγὼ τόνισα πόσο ὡραῖο θὰ ἦταν ἂν ὁ πατέρας της, ὁ καθηγητὴς φιλοσοφίας, ἦταν μαζί μας. Θὰ εἶχε ἐνδιαφέρουσες φιλοσοφίες νὰ μοιραστεῖ. Ἀνέφερα τὰ σκληρὰ γκραφίτι ποὺ εἶχα δεῖ στὶς ἀντρικὲς τουαλέτες στὸ πανεπιστήμιο καὶ πόσο ἄδικα τὰ θεωροῦσα. Ἐκείνη σήκωσε ἀδιάφορά τους ὤμους. Τὰ εἶχαν δεῖ κι ἐκεῖνοι. Δὲν τοὺς ἐνοχλοῦσε, μοῦ εἶπε. Ἔδειξε τὸ μπλουζάκι μου μὲ τὸ δάχτυλο. Πάνω του ὑπῆρχε μιὰ φωτογραφία τοῦ ἀγαπημένου μου μέλος τῶν Rolling Stones, τοῦ Μπράιαν Τζόουνς (ποὺ εἶχε πεθάνει), νὰ χαμογελάει στὴν κάμερα. «Θέλεις νὰ ἀνταλλάξουμε;» εἶπε, κρατώντας τὸ στρίφωμα τῆς δικῆς της μπλούζας. Ἐπάνω της εἶχε τυπωμένο τὸ πορτρέτο τῆς Πάτι Σμίθ, φωτογραφισμένη ἀπὸ τὸν Μέιπλθορπ, ὅπως ἐμφανίζεται στὸ Horses. Δὲν φοροῦσε τίποτε ἀπὸ κάτω. Ἦταν μικροκαμωμένη, μὲ μικρὰ στήθη, ἀλλὰ ὄχι σὰν ἀγόρι. Δὲν ὑπῆρχε ἀμφιβολία γιὰ τὸ φύλο της. Αὐτὸ συνέβη στὴν κουζίνα μου. Εἶχε σκοτεινιάσει ἀρκετὰ καὶ δὲν εἶχα ἀνάψει φῶτα. Ὅμως, ζοῦσα στὸ ἰσόγειο. Ἀναρωτήθηκα τί θὰ σκεφτόταν κάποιος ποὺ θὰ ἀνέβαινε τὸν λόφο, ἂν κοίταζε ἀπὸ τὸ παράθυρο. Ἔλεγα πὼς θὰ σκεφτόταν: πῶς αὐτὸς ὁ παλιάτσος στάθηκε τόσο τυχερός; Ἤλπιζα νὰ κοιτάξουν καὶ νὰ τὸ σκεφτοῦν ὄντως αὐτό. Ἐκείνη δὲν φαινόταν νὰ σκέφτεται κάτι. Μοῦ ἔδωσε τὸ μπλουζάκι της, ὅπως θὰ ἔδινε στὸ ταμεῖο ἑνὸς βιβλιοπωλείου ἕνα βιβλίο, τῆς ἔδωσα κι ἐγὼ τὸ δικό μου κι ἔπειτα πῆγε πάνω. Γιὰ τὴν ὑπόλοιπη μία ὥρα ἢ κάτι παραπάνω, τὴν ἄκουγα νὰ βηματίζει στὸ δωμάτιο ἀπὸ πάνω μου. Ἐγὼ εἶχα στυλώσει τὰ μάτια στὸ ταβάνι, προσπαθώντας νὰ φανταστῶ ποῦ βρισκόταν, τὰ βιβλία γύρω της, τοὺς πίνακες.
Τὴν ξανάδα κάνα-δυὸ φορὲς μετὰ ἀπὸ τότε, νὰ ἀνεβαίνει μὲ τὸν
πατέρα της τὸν ἀνεμοδαρμένο λόφο, κουβαλώντας πάντα βιβλία μαζί
τους. Ἀργότερα, μετακόμισε στὸ Βερολίνο καὶ ἔβγαλε δικό της βιβλίο
– ἕνα χρονικὸ μὲ θέμα τὸ μεγάλωμα στὴ Νέα Ὑόρκη μὲ ἕναν φιλόσοφο
πατέρα. Γιὰ τὴ φωτογραφία ποὺ μπῆκε στὸ βιβλίο, πόζαρε μπροστά σε
γκραφίτι στὸ τεῖχος τοῦ Βερολίνου. Μοῦ φάνηκαν κακοφτιαγμένα, ἀλλὰ
δὲν μποροῦσα νὰ διαβάσω τί ἔλεγαν. Εἶχα τὴν ἐντύπωση πὼς ἐκείνη
μποροῦσε. Κάτω ἀπὸ τὸ ξεκούμπωτο σακάκι της, φοροῦσε τὸ μπλουζάκι
μου μὲ τὸν Μπράιαν Τζόουνς. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἔγινα ἀθάνατος.
ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου