|
|
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤὉΛΟΣ λίγες μέρες πρωτύτερα,
μαζὶ μὲ ρουμελιώτικα στρατέματα στελμένα ἀπὸ στεριᾶς, εἶχε δοκιμάσει
νὰ κυριέψῃ τὸν Ἔπαχτο [Ναύπαχτο] καὶ τὸ Καστέλλι τὸ ρουμελιώτικο
[Ἀντίρριο], μὰ τίποτε δὲν κατάφερε. Τότε, χωρὶς δύναμη στεριανή, ἀποφάσισε
νὰ χτυπήσῃ μόνος τὰ τούρκικα καράβια ποὺ ἦταν ἀραγμένα κάτου ἀπὸ τὸ
Κάστρο τοῦ Ἐπάχτου, κάστρο ἀρματωμένο μὲ βαριὰ κανόνια. Μὲ μέσα πρόχειρα
ἀρματώσανε, πρώτη φορά, μπουρλότο, μὰ ὅταν ζητῆσαν ἀνάμεσα στὰ
πληρώματα τὸν καπετάνιο ποὺ θὰ κυβερνοῦσε τὸ μπουρλότο, κανένας ἀπ'
τοὺς ὀχτακόσιους ναῦτες τοῦ στόλου, οὔτε Σπετσιώτης οὔτε Ὑδραῖος οὔτε
Ψαριανός, δὲν παρουσιάστηκε παρὰ ἕνα ναυτάκι Παξινός, τ' ὄνομά
του Γιώργης.
Οἱ καπετάνιοι τοῦ στόλου ποὺ τὸν εἶδαν ἔτσι ντροπαλὸ καὶ τόσο
νειό, τονὲ ρωτῆσαν τί ζητάει πληρωμή του.
Ὁ
Γιώργης εἶπε μὲ χαμόγελο καὶ πρόσχαρη τὴν ὄψη:
— Τώρα δὲ θέλω τίποτε, μὰ ἂν δώσῃ ὁ Θεὸς καὶ πετύχω, τότε θὰ σᾶς
πάρω ἀπὸ δέκα τάλλαρα νὰ κάμω ἕνα χάρισμα τῆς ἀρρεβωνιαστικῆς
μου.
Κάθισε στὸ τιμόνι ὁ Παξινὸς μονάχος, κι' ἀπὸ πίσω ἔσερνε τὴ
βάρκα μὲ γερὰ παληκάρια στὰ κουπιὰ γιὰ νὰ τὸν πάρουν, ἀφοῦ θἄβανε τὴ
φωτιά.
Τὸ μπουρλότο ἔφτασε κοντὰ στὸ κάστρο· τὰ Τούρκικα καράβια καὶ τοῦ κάστρου τὰ κανόνια ἀρχίσανε νὰ τὸ χτυποῦν. Τότε τῆς βάρκας ὁ καπετάνιος, ὁ Σπετσιώτης Μυργιαλῆς, βιάστηκε κ' ἔβαλε τὴ φωτιὰ στὸ μπουρλότο ἀφίνοντας μέσα καὶ τὸν Παξινό. Ἔγινε αὐτὸ ἀπὸ φόβο τάχα ἢ ἀπὸ βιασύνη ἄκαιρη; Ἄναψε ἀμέσως τὸ μπουρλότο, κι' ἀπὸ τὴ βάρκα φωνάζανε τοῦ Παξινοῦ νὰ πέσῃ στὴ θάλασσα καὶ νὰ γλυτώσῃ, μὰ αὐτὸς ἀρνήθηκε. Ἡ πλώρη τοῦ μπουρλότου καιγόταν ὅλη, τὰ τούρκικα κανόνια ξερνούσανε τὴς μπάλες γύρω του, κι' αὐτὸς δὲν ἔφευγε. Μὰ τὸ μπουρλότο του γύρισε ἀντίπλωρα στὸν ἄνεμο, κ' οἱ φλόγες τότε σκεπάσαν ὅλο τὸ κατάστρωμα καὶ τονὲ διῶξαν ἀπὸ 'κεῖ. Τοῦ κάκου πιὰ πάλαιβε μὲ τὰ στοιχειά, τὸν ἄνεμο καὶ τὴ φωτιά· ὁ Παξινὸς καὶ πάλι δὲν ἤθελε μήτε ἀπ' αὐτὰ νὰ νικηθῇ.
Κρεμάστηκε ὄξω ἀπὸ τὴν πρύμη μ' ἕνα σκοινὶ ποὺ τὄφτειασε παλάγκο,
πρόχειρα, κ' ἐκεῖθε κυβερνοῦσε τὸ φλογισμένο του σκαφίδι, μὰ σὲ λίγο
οἱ φλόγες τονὲ διῶξαν κι' ἀπὸ τὸ παλάγκο του. Ὁ Παξινὸς ἔπεσε τότε
στὸ νερὸ καὶ κολυμπῶντας πολεμοῦσε ἀκόμα νὰ κυβερνήσῃ κατὰ τὸ σκοπό
του, ὥσπου τούρκικες βάρκες τὸν κυκλῶσαν καὶ τὸν πήρανε, μὰ σύρανε καὶ
τὸ μπουρλότο μακρυὰ ἀπὸ τὰ καράβια τους.
Οἱ Ἕλληνες καπετάνιοι ἀργά, ὅμως καὶ τοῦ κάκου δοκιμάσανε νὰ
σώσουν τὴ ζωὴ τοῦ Παξινοῦ μὲ σκλάβους καὶ μὲ χρήματα ποὺ δίναν.
Οἱ Τοῦρκοι ἀφοῦ τονὲ σουβλίσαν καὶ τὸν ψῆσαν, ὕστερα κρεμασμένον
ἀπὸ τοὺς προμαχῶνες τονὲ δείχνανε γιὰ καύχημά τους τὸν ἀφάνταστο τὸν
ἥρωα, τὸ Γιώργη Παξινό.
Γιώργης Ἀνεμογιάννης ἤτανε τ' ὄνομά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου