|
|
ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΑΝ εἴκοσι χρόνια
γιά νά γραφτεῖ αὐτή ἡ ἱστορία. Στό τέλος ἕνας δύτης χάνεται. Ἄν θέλετε
νά σταματήσετε τώρα, αὐτό εἶναι ὅλο κι ὅλο.
***
Τό πράγμα ξεκίνησε ὅταν,
μέ τήν ἄκρη τοῦ ματιοῦ μου, εἶδα τίς πορτοκαλιές καί μαῦρες ρίγες ἑνός
τίγρη. Σκέφθηκα πώς ἴσως ἤθελε νά φάει τό χέρι μου, ἀλλ’ ἀντιθέτως ἔγλυφε
ἤρεμα ἕνα κουτάκι παγωμένου γιαουρτιοῦ πεταμένου πάνω στό βρώμικο
ἔδαφος τοῦ παράδρομου μιᾶς πόλης. Χλαπάκιασε κάθε σταγόνα, κ’ ὕστερα
τό ἴδιο τό κουτάκι τσάκισε, στά σαγόνια του. Ἡ ὥρα ἦταν ἑπτά.
Ὁ
τίγρης μεταφέρθηκε πίσω στόν ζωολογικό κῆπο (ἤ ἦταν μιά ἰδιωτική
κατοικία;), ἀλλά μ’ ἔκανε νά σκεφτῶ πολύ γιά τόν ὠκεανό. Πώς τά ζῶα
ἐκεῖ, μέ μερικές ἐξαιρέσεις, δέν φεύγουν ποτέ. Μένουν ὅπου βρίσκονται
κι ὅλα τούς παρέχονται. Εἶπα σέ κάποιον τί σκεφτόμουν. Ἐπιθυμοῦσα
τό νερό.
Πολλοί στή ζωή μου μέ προειδοποίησαν πώς ἡ σκέψη δέν ἦταν καλή,
ὅμως λάθευαν.
***
Νά φτάσω στή θάλασσα ὡστόσο δέν ἦταν εὔκολο. Ἔπρεπε νά σπουδάσω, καί ποτέ δέν ἤμουν πολύ καλός φοιτητής. Ὁποτεδήποτε κάποιος προσπαθοῦσε νά μοῦ διδάξει τό παραμικρό, ἐγώ ἄρχιζα νά σκέπτομαι κάτι ἄλλο. Ἄν ἤθελα νά μάθω γιά τήν ποίηση ἔπρεπε νά κάνω μαθήματα μαθηματικοῦ λογισμοῦ. Πῆρε κάποια χρόνια νά καταλάβω πῶς νά ἰσορροπῶ τά πάντα.
Τό καλύτερο μέρος γιά θαλάσσια βιολογία βρισκόταν
σέ μιά μακρινή βορινή πόλη, μέ κλίμα σά φουσκωτό ἄνορακ, ὅπου
τά νούμερα μέτρησης τῆς θερμοκρασίας ἦσαν διαφορετικά.
Ἕνα
τμῆμα τοῦ προγράμματος ἦταν στό κέντρο τῆς πόλης, κι ἕνα ἄλλο περιλάμβανε
συχνές ἐκδρομές σ’ ἕναν δορυφορικό campus ὅπου περισσότερο ἔμοιαζε
μέ μαθητεία σέ κάστρο μεσαιωνικοῦ τύπου, πλῆρες ποικίλων
δοκιμασιῶν, μέ μιάν αὐστηρή δομή ἀπό κάστες, ἀπορριπτικούς προφέσορες,
καί μεγάλες φιλίες ἑνωμένες μέ ἀπαίσιες ἀποφορές. Ἐκεῖ ἐπίσης
διδασκόμασταν πώς ν’ ἀναπνέουμε κάτω ἀπ’ τό νερό. Τώρα κάτι τέτοιο
εἶναι ἀντιφατικό ἀλλά ἐκεῖνο τόν καιρό ἦταν ἀποδεκτό.
Ἤμουν
ὑποχρεωμένος νά πάρω πτυχίο μέ διπλό major, γιά νά θυμᾶμαι ὅ,τιδήποτε,
καί γι’ αὐτό εἶμαι καί βιολιστής.
***
Γιά λίγο ἔμεινα σέ κείνη
τή βορινή πόλη, μετά πῆγα σ'ἕνα ἰνστιτοῦτο ἔρευνας στήν βιολογία
μέ ἐνδιαφέρον στό κτίσιμο ὑποθαλάσσιων πόλεων. Μετροῦσαν τή θερμοκρασία
μέ τόν ἴδιο τρόπο ἀλλά διαφορετικό λεξιλόγιο. Πραγματικά βοήθησε
νά μάθω μιά νέα γλώσσα καί νά ἀναπτύσσω ὑδατοκαλλιέργειες. Στό τέλος
ἐπιλέχτηκα ὡς ἕνας ἀπό τούς πρώτους κατοίκους. Θά τεστάριζα τά σχέδια.
Καθώς τό πείραμα συνεχιζόταν γιά λίγο καί πιά δέν ἔνιωθα τίποτα
γιά τούς ἀνθρώπους στή στεριά, διάλεξα νά παραμείνω ὑποβρύχιος ὅσο
τό δυνατόν περισσότερο. Οἱ ὑπόλοιποι τῆς ὁμάδας πῆγαν πίσω ὅταν ὅλοι
θεωρηθήκαμε ὡς ἀποτυχόντες, ἀλλά ὁ ἴδιος τούς εἶπα πώς ἐκειπέρα εἶχα
ἕναν κῆπο.
Ἔνιωθα
ὡραῖα νά 'χω ξεχαστεῖ. Τά ζῶα ἦσαν πιστά στη φύση τους, καί δέ μ' ἐνοχλοῦσαν.
Εἶχα ποικιλίες φυτῶν μέ μόνιμα προβλήματα, καί ἐπεξεργαζόμουν ἕνα
μουσικό πρόγραμμα μέ ἕνα δανεικό βιολί ἀπό ἴνες ἄνθρακα.
***
Καθώς τά χρόνια περνοῦσαν
δούλευα καί κατέγραφα πώς τά ζῶα καί ἡ ζωή τῶν φυτῶν προσαρμοζόταν
σέ διαφορετικά κλίματα. Τότε ἦρθε ὁ προαναφερθείς δύτης, μέ μαύρη
φόρμα καί μιά δεξαμενή.
«Ἔπεσα πάνω σου τυχαῖα σέ κάτι παλιές χαρτοῦρες» εἶπαν, «καί ἤθελα
νά βεβαιωθῶ πώς δέν ἦταν λάθος».
Μέσα ἀπ' τίς μάσκες τους παρατήρησα πώς εἶχαν ἕνα παράξενο
βλέμμα, ἀλλά δέν μποροῦσα νά ξεχωρίσω ἄν ἦταν οἶκτος, ἤ ἀηδία, ἤ
σκέτα τό πρόσωπό τους
***
Ἡ πόλη ἦταν ἀκόμα ἐκεί,
ἀλλά τά φυτά δέν μεγάλωναν πολύ, καί δέν εἶχα πολλά νά πῶ. Προσφέρθηκα
νά τούς παίξω λίγη μουσική. Ἦσαν πολύ εὐγενικοί καί εἶπαν πώς ἦταν ἀνάγκη
νά ἐπιστρέψουν στήν ἐπιφάνεια.
Πέρα ἀπ' αὐτό ποτέ δέν γύρισαν στήν ἐπιφάνεια, ἤ ὁπουδήποτε
ἀλλοῦ. Κανένα νέο τους δέν μαθεύτηκε ποτέ ἀπό κανένα.
Ὑπεργείως
εἶναι κάτι πολύ σημαντικό ὅταν κάποιος χάνεται, γι’ αὐτό μιά
ἐρευνητική ὁμάδα βγῆκε νά ψάξει τόν δύτη, κι ὅταν βρῆκαν ἐμένα,
ἤξερα πώς τό πείραμα ὁριστικά εἶχε φτάσει στό τέλος του. Ἔπρεπε
νά ἐγκαταλείψω τήν πόλη μου. Ἄν ὑπῆρχαν φῶτα θά ἔπρεπε νά τά σβήσω.
***
Ἡ γῆ δέν δίνει τήν ἴδια αἴσθηση
ὅπως πρίν φύγω. Κατά καιρούς ξεχνάω πώς ν' ἀναπνέω αὐτόν τόν ἀέρα,
πώς νά περπατάω, πώς νά χρησιμοποιῶ τά χρήματα, πώς νά μιλάω στούς ἄλλους
χωρίς μέ κάποιο τρόπο νά τούς πληγώνω καί πώς νά εἶμαι συνηθισμένο ἄτομο.
Κανείς δέ μέ θυμᾶται, κι ἔτσι κανείς δέν ἐνδιαφέρεται νά μέ βοηθήσει
νά θυμᾶμαι.
Δέν μπορῶ ὅμως νά πάω πίσω, ὁπωσδήποτε ὄχι δίχως μιάν ἐρευνητική
ἐπιδότηση, πού κανείς δέν θέλει νά χρηματοδοτήσει. Τό νά συγκεντρωθῶ
ἔχει γίνει ἀκόμη μιά φορά δυσχερέστερο. Δέν μπορῶ νά προβλέψω τί θά
συμβεῖ στή συνέχεια.
Ἡ
ἐρευνητική ὁμάδα ποτέ δέν κατάλαβε ποῦ χάθηκε ὁ δύτης. Ἴσως τόν
κατάπιε καμιά ὑποθαλάσσια μαύρη τρύπα. Ἀπ’ ὅσο ξέρουμε εἶναι μυστήριο.
Ἀλλά
ἔρχονται στιγμές πού γίνομαι κακός. Μπορῶ νά φανταστῶ τόν δύτη κρυμμένο,
νά μέ περιμένει νά φύγω, συμπληρώνοντας τό μισό τοῦ κύκλου, ὅπως ἐγώ
συμπλήρωσα τό δικό μου. Καθένας βρίσκοντας ἐκεῖνο πού ἄφησε πίσω
του ὁ ἄλλος: ἕναν ἄδειο κῆπο, ἕνα παρατημένο βιολί, ἕνα ἐρείπιο
τοῦ μέλλοντος.
ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου