Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Σάββατο 17 Ιουλίου 2021

Σε αναζήτηση της κρυμμένης αλήθειας : “Τα πεντακοσαράκια” της Μαίρης Κακολύρη

 

          


 

                                                          Γράφει ο Λέανδρος Πολενάκης

 

 Το βιβλίο της Μαίρης Κακολύρη “Τα πεντακοσαράκια” (διηγήματα των 500 λέξεων), των εκδόσεων “Εύμαρος”, είναι, όπως γράφει η συγγραφέας στο εισαγωγικό της σημείωμα, "καρπός της παρακολούθησης κύκλων προγράμματος Δημιουργικής Γραφής της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Καλλιθέας και δύο ανεξάρτητων κύκλων στην Τήνο και Καλλιθέα με δάσκαλο τον συγγραφέα Δημήτρη Τανούδη" Παραθέτει στη συνέχεια, κάτω από τον τίτλο του κάθε κειμένου της, τη "συνθήκη" που δόθηκε το ερέθισμα για ν' αναγεννηθούν μέσα από “Σπέρματα χρόνων... βαθιά φυτεμένα στην ψυχή από λόγια και εικόνες φωτεινών καθημερινών ανθρώπων, αναβλύζουν στο ερέθισμα δηλώνοντας τη μυστική συγγένεια. Η φαντασία εργαλείο αποκωδικοποίησης των στεριωμένων μύθων, γίνεται νήμα για να αγγίξει ξανά τη  αλήθεια τους. Αναγνωρίζει τον Προμηθέα στην κλούβα, σχεδιάζει μια νέα δολοφονία ανεβαίνοντας τα σκαλιά με τον Ρασκόλνικοφ...ακούει το διάλογο του Μπόμπι Σαντς απ' το κελί του στο Μπέλφαστ σ' εκείνο το κελί στο Διόνυσο..." 

Σε αναζήτηση της κρυμμένης "αλήθειας της τέχνης", δίπλα στο "ψεύδος της ζωής.” Ή αντίστροφα, το “ψεύδος” της τέχνης δίπλα στην “αλήθεια” της ζωής. Πάντα ομοούσια.“Ένα περιβόλι σπαρμένο αλήθειες και ψέμματα”, όπως μας  διδάσκει ο Πλάτων .

24 ιστορίες, όσες οι ώρες της μέρας και της νύχτας ονειρικές και ρεαλιστικές ταυτόχρονα, μυθικές και καθημερινές, με κοινό συνδετικό στοιχείο τον “μαγικό” αριθμό δύο των Ορφικών και Πυθαγόρειων που άναψαν πρώτοι τη μεγάλη πυρκαγιά του  νου του ανθρώπου. Σύμμεικτος, μιγαδικός, συνθετειμένος από έναν φανταστικό και έναν πραγματικό αριθμό που συνέχει, χωρίζει και ενώνει δηλαδή ταυτοχρόνα ύλη και ενέργεια, ον και μη ον, μορφή και ουσία των πραγμάτων: η αιώνια προμηθεϊκή μας ελευθερία και σκλαβιά μαζί, χαμένη-κερδισμένη τελευταία μας μάχη στις εσχατιές του κόσμου, που δεν προάγει ως πειρασμός εξουσίας την ολέθρια σχάση του Ενός αλλά το γεννάει.

“Το φως μιας αληθινής ιστορίας που αναδυόταν κάθε φορά στην πρόκληση του θέματος”, συνεχίζει η συγγραφέας στην εισαγωγή της, “μέ ώθησε να μοιραστώ μαζί σας την απόλυτη ομορφιά των φωνών-προσώπων που κουβαλώ...”

Πάμε, λοιπόν, κι εμείς μαζί της, στο όμορφο ταξίδι που ο λόγος της ανοίγει εμπρός μας: κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη...

Ο δεδομένος χώρος της εφημερίδας δεν μου επιτρέπει να επεκταθώ αναλυτικά σε όλες τις ιστορίες του βιβλίου. Θα περιοριστώ σε τρεις χαρακτηριστικές, που διαγράφουν λαγαρά όλη την τροχιά του ανθρώπινου πάθους-μάθους, με πρωταγωνίστριες τρεις βασανισμένες γυναίκες.

Η σκόνη των αιώνων (Μήδεια). Στα ίχνη του Ευριπίδη η συγγραφέας, ακολουθεί τη Μήδεια, που κατά τον Παυσανία, δεν σκότωσε η ίδια τα παιδιά της αλλά τα λιθοβόλησαν οι Κορίνθιοι, σε όλη τη διαδρομή της, από την Κολχίδα μέχρι τον τελικό προορισμό της, την Αθήνα του εμφύλιου Πελοποννησιακού πολέμου. Ενός εμφύλιου ενδημικού, που σπάραξε την καρδιά της αόρατης σύγχρονης, ορφανεμένης από παιδιά αφηγήτριας και που στοιχειώνει επίσης τη συγγραφέα, σε όλα της τα κείμενα:

“Τιμή σε εμένα που σηκώνω όλο το μένος και γίνομαι ξόανο του φύλου μου, του στερημένου από κάθε φυσικό δικαίωμα, άξια για αυτούς της καταδίκης σε τόση χλεύη και αφανισμό...Μαντεύω όμως πως όλα τα καλά θα επανέλθουν, κάποια εποχή ο βασανισμός του ενός από τον άλλον θα εκλείψει, και πάλι χαρά και αγάπη θα τρέχουν ανάμεσα στις συντροφιές των ανθρώπων...Το αίμα μου που θα κυλάει στα λόγια τους, θα προετοιμάσει τη χαραυγή της μέρας που το θεριεμένο εγώ θα σβήσει στην ηχώ τού εμείς...Αυτό θέλω από εσένα: να υπερασπιστείς τον έρωτα και τα παιδιά που σου έδωσα.”

Η πρώτη φωνή (Ελένη του Ευριπίδη). Στα ίχνη του Σεφέρη που ιχνηλατεί τον Ευριπίδη, που κι αυτός ιχνεύει τον αρχαιότατο Στησίχορο, θηρεύοντας οι τρεις ποιητές την αιώνια όμορφιά, κάθε ένας με τα όπλα τα δικά του (αισθητική, αλήθεια, μύθος) στήνει η συγγραφέας εδώ την πλεκτάνη της για να πιάσει τον ένοχο, δύσπιστο αναγνώστη. 

“Ξάφνου, αυτή η Δευτέρα μεγάλωσε τον κόσμο που τον αναγγέλλουν αηδόνια- δεν έχω ακούσει ποτέ αηδόνια-και μια αβυσσαλέα διάσταση τεντώνει την έννοια μεταξύ του Θεού και του μη θεού κι ένα πουκάμισο παίρνει ο άνεμος γιατί είναι αδειανό και μια κλωτσιά στο κουβάρι του παραμυθιού, μιλά για την Ωραία που της φόρτωσαν άσχημα πράγματα και για την πίκρα που βουτάει απ' τα μαλλιά τον σακατεμένο ήρωα, Τεύκρο, και τον βουλιάζει στην άγρια αλήθεια: Μας γελάσανε...δεν ήταν αυτός ο σκοπός, δεν ήταν το φιλότιμο...ήταν απάτη, ήταν κλοπή της ανδρείας μας...ψέματα...ψέματα...ψέματα αισχρά ψέματα για αφελείς και μωρόπιστους...τοξότες δίχως στόχο...την είδα, καθόταν αμέριμνη στους υπερκόσμιους τάφους, εκεί όπου ποταμός κιτρινωπός φλεβίζει την πυρωμένη γη και ξωτικά με χάρτινες  λέμβους βυθίζονται στο γέρμα της μέρας... 

Το λάφυρο (Από τις Τρωάδες  του Ευριπίδη). Μια άσκηση μακροπερίοδου, χωρίς στίξη, λόγου αλλά και δημιουργικής ανάπλασης. Νοερός πικρός μονόλογος της αιχμάλωτης Ανδρομάχης, που την κρατούσαν χωριστά απ' τις άλλες Τρωαδίτισσες και την έφεραν στο στρατόπεδο κατ' ευθείαν από το κρεβάτι του Νεοπτόλεμου, για να αποχαιρετήσει για πάντα το παιδί της. Και που ίσως νιώθει ότι είναι ήδη έγκυος από τον βιαστή της. Η συγγραφέας μας είδε εδώ όλη την εικόνα, σε αντίθεση με το σύνολο σχεδόν των φιλολόγων και μελετητών του θεάτρου, που συνήθως βλέπουν μόνο ένα μέρος της. Για να την ξαναδώσει ολόκληρη, τραγικά:

”Αυτές τις σκέψεις κάνω δικαιώνοντας τον άντρα μου και επικροτώ την πράξη του να μη γυρίσει την πλάτη στά έργα τους όπως έλεγε τη συφορά αυτήν που θα μας βρίσκει πάντα αφού αυτοί ορίζουν τώρα τον τρόπο ζωής γιατί σκέπτομαι ότι χωρίς τιμή ντροπιασμένος είσαι ανάμεσα στο γένος των ανθρώπων και τίποτα δεν θα τον κρατούσε ευτυχισμένο κοντά μου ενώ τώρα εμένα με κρατά στη δίνη η σχεδία της θωριάς του μωρού μου και δανεική ζωή παίρνω από αυτό για ν' αντέξω στη θύελλα των ξένων βουλών και μέσα μου θα είμαι πάντα βασίλισσα που γεννά βασιλιάδες και αυτό δεν μπορεί κανείς να μου το ξεριζώσει, αγαπημένες μου συντρόφισσες στην ανήλεη φρίκη.”

 Έτσι τελειώνει ο κόσμος, με ένα λυγμό, θα έβαζα ως επίμετρο.

'Η, σαν νάχαν ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καϋμοί του κόσμου. 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου