|
|
ΣΗΜΕΡΑ Η ΖΕΣΤΗ εἶναι ἀποπνικτική. Προσπάθησες
μάταια νὰ συγκεντρωθεῖς στὶς σημειώσεις, ποὺ τὶς κουβάλησες γιὰ τρίτη
φορὰ στὴν παραλία, κάτω ἀπ’ τὴν ψάθινη ὀμπρέλα τοῦ δήμου. Τώρα κοιτᾶς
τὸ νερό, ἀκινητοποιημένο μέσα στὴ λάμψη τοῦ ἥλιου, καὶ σὰν νὰ περιμένεις
ἕνα σημάδι γιὰ νὰ μὴ δώσεις τὴν ἐξέταση τὴν ἄλλη ἑβδομάδα.
Τὸ λεωφορεῖο ἀργεῖ κι ἀποφασίζεις νὰ βγεῖς μὲ τὰ πόδια στὸν κεντρικό.
Περπατᾶς στὰ δρομάκια ἀνάμεσα στὰ ἐξοχικὰ σπίτια, μὲ τὸν ἥλιο κόντρα
στὸ πρόσωπο. Λίγο μετὰ ἀναρωτιέσαι ἂν πηγαίνεις πρὸς τὴ σωστὴ κατεύθυνση
καὶ συνειδητοποιεῖς πόσο ἔχεις ἱδρώσει. Κοντοστέκεσαι καὶ κοιτᾶς
γύρω τὶς αὐλὲς – δὲν εἶναι ψυχὴ ἔξω. Μέσα στὴν πηχτὴ ζέστη ποὺ μοιάζει
νὰ σκεπάζει κάθε ἄλλο θόρυβο νιώθεις ξαφνικὰ νὰ σὲ βαραίνει ὁ ἀσταμάτητος
ἦχος τῶν τζιτζικιῶν.
Σὲ μιὰ αὐλὴ παρακάτω βλέπεις κάποιον· πλησιάζεις στὰ κάγκελα τῆς περίφραξης
καὶ κοιτᾶς μέσα. Μιὰ ἡλικιωμένη κάθεται σὲ μιὰ βεράντα τρία σκαλιὰ
πάνω ἀπ’ τὸ ἔδαφος. Φοράει μαύρη ρόμπα καὶ γυαλιὰ μυωπίας μὲ λεπτὸ
σκελετό, καὶ σοῦ θυμίζει κάπως τὴ γιαγιά σου. «Συγγνώμη, ξέρετε πῶς θὰ
βγῶ στὸν κεντρικό;» Φαίνεται πὼς δὲν σὲ ἄκουσε καλά, γιατὶ παίρνει μιὰ
ἀπορημένη ἔκφραση καὶ φέρνει τὸ χέρι κοντὰ στὸ αὐτί της. Βάζεις τὸ
πρόσωπό σου ἀνάμεσα στὰ κάγκελα καὶ ξαναρωτᾶς πιὸ δυνατά: «Συγγνώμη,
χάθηκα λίγο. Ξέρετε πῶς θὰ βγῶ ἀπὸ δῶ στὸν κεντρικό;» Σοῦ κάνει νόημα
μὲ τὸ χέρι νὰ περιμένεις, σηκώνεται ἀπὸ τὴν καρέκλα καὶ ἀρχίζει νὰ ἔρχεται
πιὸ κοντά. Ὅμως ἀντὶ νὰ στρίψει καὶ νὰ κατέβει τὰ σκαλιά, πηγαίνει εὐθεία
καί, πρὶν συνειδητοποιήσεις τί πρόκειται νὰ συμβεῖ, φτάνει στὴν ἄκρη
τῆς βεράντας —ποὺ εἶναι ἕνα ὑπερυψωμένο πεζούλι χωρὶς κάγκελα— καὶ
συνεχίζει.
Γιὰ μιὰ στιγμὴ δὲν καταλαβαίνεις τί βλέπεις. Ἕνα μαῦρο σῶμα ξαπλωμένο στὶς πλάκες τῆς αὐλῆς. Κάτω ἀπ’ τὸ κεφάλι, ποὺ εἶναι γυρισμένο στὸ πλάϊ, ἀρχίζει νὰ σχηματίζεται μιὰ κηλίδα ποὺ μεγαλώνει. Κόκκινη. Βρίσκεις τὴν καγκελόπορτα καὶ προσπαθεῖς νὰ τὴν ἀνοίξεις – εἶναι κλειδωμένη. Χωρὶς νὰ τὸ ἀποφασίσεις, βγαίνει ἡ φωνή σου: «Ἡ γιαγιά! Ἔπεσε ἡ γιαγιά!» Νιώθεις σὰν νὰ βρίσκεσαι σὲ ὄνειρο.
Ἀπὸ
τὸ σπίτι βγαίνει ἕνας παππούς, κοιτάει κάτω κι ἀλαφιάζεται. Σηκώνει
τὰ χέρια στὸ κεφάλι, φωνάζει, κλαίει. «Ἄχ, πέντε λεπτὰ σὲ ἄφησα, πῶς
πῆγες κι ἔπεσες;»
Κρατᾶς σφιχτά τὰ κάγκελα καὶ δὲν μπορεῖς νὰ πᾶς οὔτε μπροστὰ οὔτε πίσω
– μόνο κοιτᾶς. Πόσο φοβᾶσαι ὅταν γερνᾶς, σκέφτεσαι. Νόμιζες ὅτι συνέβαινε
τὸ ἀντίθετο.
Ἀπὸ
τὸν πάνω ὄροφο ἀνοίγουν κι ἄλλες πόρτες, κατεβαίνουν δυὸ-τρεῖς ἀκόμη.
Πηγαινοέρχονται, ἕνα ποτήρι νερό, ἕνα μαξιλάρι κάτω ἀπὸ τὸ κεφάλι
τῆς γιαγιᾶς. Τὰ αἵματα εἶναι ἀπὸ τὸν σκελετὸ τῶν γυαλιῶν ποὺ ἄνοιξε
τὸ δέρμα, ἀκοῦς νὰ λένε, δὲν φαίνεται νά ’χει ἄλλη πληγή. Ἀλλὰ εἶναι ἀκόμα
ξαπλωμένη, μὲ τὰ μάτια κλειστά.
«Καλὰ ποὺ ἤσουν κι ἐσύ, παιδί μου. Περνοῦσες καὶ τὴν εἶδες πεσμένη, ἔ;»
σὲ ρωτάει μιὰ γυναίκα, ἀπὸ τὴ μέσα πλευρὰ τῆς αὐλῆς.
Τινάζεσαι, σὰν νὰ μὴν περίμενες ὅτι σὲ βλέπουν. «Ἔ; Ναί, ναί…» ἀκοῦς τὴ
φωνή σου νὰ λέει ψέματα γιὰ σένα.
«Ἔχει ἄνοια ἡ καημένη. Τώρα θά ’ρθει καὶ τὸ ἀσθενοφόρο. Θὰ περιμένεις
μέχρι νὰ ἔρθει;»
«Ἔ… δὲν μπορῶ, συγγνώμη. Πρέπει νὰ φύγω.»
Σήμερα μπορεῖ νὰ σκότωσα μιὰ γιαγιά, ἐπαναλαμβάνεις στὸν ἑαυτό σου
καθὼς φεύγεις ἀπὸ κεῖ ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα. Ὅταν πιστεύεις ὅτι ἀπομακρύνθηκες
ἀρκετά, βρίσκεις μιὰ πέτρα καὶ κάθεσαι γιὰ λίγο μὲ τὸ κεφάλι πάνω στὰ
γόνατα. Τὸ μάγουλό σου καίει, κι ὅσο παρατηρεῖς τὸ σχῆμα τῆς σκιᾶς
σου ποὺ μαυρίζει στὸ χῶμα, ἀρχίζει νὰ ἁπλώνεται μέσα σου ἡ σκέψη —ποὺ
σοῦ φαίνεται ὅλο καὶ πιὸ λογικὴ— ὅτι σὲ ζάλισε ὁ ἥλιος κι ὅτι τίποτα
ἀπ’ ὅλα αὐτὰ δὲν ἔγινε στ’ ἀλήθεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου