|
|
ΤΑ ΣΥΡΤΑΡΙΑ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ἔχασκαν ἄδεια
σὰν πεινασμένα στόματα. Πρώτη φορὰ φαινόταν ὁ πάτος τους, ἀνοιγμένος
σὲ πολλὰ σημεῖα. Λίγο ἀκόμα καὶ θὰ γλιστροῦσαν τὰ χαρτιὰ ἀπὸ τὰ πάνω
στὰ κάτω συρτάρια. Δίπλα στὴν πόρτα ἦταν στοιβαγμένες πέντε μεγάλες
σκουπιδοσακοῦλες. Ὁ Ἄγης μάζεψε τὰ στυλό του καὶ τὰ ἔχωσε στὴ μακρόστενη
ὑφασμάτινη κασετίνα. Ἔμεινε γιὰ λίγο σκεφτικός. Ξανάνοιξε τὴν κασετίνα
κι ἔβγαλε ἀπὸ μέσα ἕνα μαῦρο Parker. Ἡ σελίδα Α4 ἦταν ἀνοιχτὴ πάνω
στὸ γραφεῖο. Ἴδια κι ἀπαράλλαχτη ἡ γραμματοσειρὰ στὰ ἔντυπα αἰτήσεων·
μόνο οἱ λέξεις ἦταν ἄλλες: αἴτηση συνταξιοδότησης. Ἔβαλε τὴν ὑπογραφή
του, λοξὴ καὶ κυματιστή, σὰν γιρλάντα. Ἔκανε τὴν ὡραιότερη ὑπογραφὴ
ἀπ’ ὅλους τους συναδέλφους.
Τμῆμα Ἀπολεσθέντων.
Τριάντα πέντε χρόνια στὸ ἴδιο γραφεῖο, κατέγραφε χαμένα ἀντικείμενα. Εἶχε διοριστεῖ ἐκεῖ ἀμέσως μετὰ τὸ Πανεπιστήμιο, σὰν μιὰ προσωρινὴ λύση ἀνάγκης. Εὔκολη δουλειά, ρουτινιάρικη καὶ ταυτόχρονα χρήσιμη. Ὁ κόσμος ἔχανε ὅ,τι δὲν φαντάζεται κανείς· ἀπὸ στυλό, ρολόγια καὶ πορτοφόλια μέχρι ποδήλατα, αὐτοκίνητα καὶ ἄλογα. Ὁ τομέας τους ἀσχολιόταν μὲ μικρὰ ἀντικείμενα. Ὁ Ἄγης παραλάμβανε τὶς δηλώσεις ἀπώλειας, τοὺς ἔδινε κωδικὸ καὶ τὶς ταξινομοῦσε μὲ χρονολογικὴ σειρὰ σὲ μεγάλα ντοσιέ. Μὲ τὰ χρόνια ἡ ὑπηρεσία ψηφιοποιήθηκε. Δὲν ὑπῆρχαν πιὰ χαρτιά, ντοσιὲ καὶ κωδικοί, ἀλλὰ ὑπολογιστές, ἠλεκτρονικὰ ἀρχεῖα καὶ barcodes. Ἑκατοντάδες χιλιάδες χαμένα μικροαντικείμενα εἶχε καταγράψει ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια ὁ Ἄγης. Ἡ μισή του ζωὴ ἦταν τὰ ἀπολεσθέντα τῶν ἄλλων.
Πάει καιρὸς ποὺ εἶχε πεθάνει καὶ ὁ γέρος ποὺ σύχναζε στὰ γραφεῖα
τους. Ἐδῶ καὶ δεκαετίες, σχεδὸν κάθε δεύτερη μέρα, πάντα τὸ ἴδιο βιολί.
Θεοπάλαβος. Πότε εἶχε χάσει ἕναν χρόνο ἀπὸ τὴ ζωή του καὶ ζητοῦσε
βοήθεια νὰ τὸν ξαναθυμηθεῖ, πότε τοῦ εἶχε ξεγλιστρήσει μισοτελειωμένο
τὸ ὄνειρο στὸν ὕπνο. Μιὰ μέρα εἶχε ἔρθει νὰ δηλώσει ὅτι χάθηκαν οἱ
πραγματικοὶ ἄνθρωποι. «Ὅλοι αὐτοὶ ποὺ βλέπετε εἶναι ὁμοιώματα», ἔλεγε
καὶ ξανάλεγε.
Στὸ γραφεῖο τὸν ἔκαναν χάζι. «Πάλι ἐδῶ εἶναι ὁ χαμένος. Ἄγη, ἀνάλαβέ
τον», τοῦ ἔλεγε ὁ προϊστάμενος. Ὁ Ἄγης τὸν ἔβαζε νὰ καθίσει στὸ γραφεῖο
του. Ἄνοιγε δῆθεν τὸν ὑπολογιστὴ νὰ καταγράψει τὸ ἀπολεσθὲν τῆς ἡμέρας.
Ὁ γέρος εἶχε γαλανὰ μάτια καὶ σακουλιασμένα βλέφαρα. Χειμώνα-καλοκαίρι
φοροῦσε τὴν ἴδια λερὴ καπαρντίνα, μόνο ποὺ τὸ καλοκαίρι τὴν ἔβγαζε
καὶ τὴν κρατοῦσε διπλωμένη στὸ μπράτσο του. Εὐτυχῶς, δὲν μύριζε. Ὁ Ἄγης
δὲν ἄντεχε τὴν ξινίλα τοῦ ἱδρώτα.
«Τί χάσατε σήμερα;»
Μὲ τὴν ἐρώτηση αὐτὴ ὁ γέρος ἄρχιζε ἕναν μονόλογο χωρὶς τέλος,
γιὰ τὰ χαμένα του χρόνια καὶ τὸ πεθαμένο του παιδί, τὴ «Χαμένη Ἄνοιξη»
τοῦ Τσίρκα, τὴ μουσικὴ ποὺ ἀκούγεται γιὰ μιὰ στιγμὴ κι ὕστερα χάνεται.
Ὁ Ἄγης ἄλλοτε ἄκουγε διασκεδάζοντας κι ἄλλοτε ἔκανε πὼς γράφει
κι ἔπαιζε σκάκι στὸν ὑπολογιστή. Ὁ γέρος ἦταν κοντὰ στὴ δική του ἡλικία,
ὅμως ἐκεῖνον κανεὶς δὲν τὸν ἀποκαλοῦσε «γέρο», ὅλοι τὸν ἔλεγαν Ἄγη.
Φοβόταν ὅτι θὰ τὸν ἔτρωγε στὴ μάπα μέχρι τὴ σύνταξη, ὅμως νὰ ποὺ ὁ γέρος
τὸν πρόλαβε, τερμάτισε πρῶτος. Καὶ νά, ἐπίσης, ποὺ τώρα τελευταῖα εἶχε
φτάσει νὰ τοῦ λείπει. Ἀκόμα καὶ ἡ καρέκλα ἀπέναντι, χωρὶς τὸ κακοσουλούπωτο
σῶμα μὲ τὴν καπαρντίνα, ἔστεκε ἄδεια καὶ ἀμήχανη.
Ἔριξε
μιὰ τελευταία ματιὰ γύρω του, μὴν εἶχε ξεχάσει τίποτα. Ἔβαλε τὴν κασετίνα
στὴν τσάντα του καὶ ξεκρέμασε τὴν καπαρντίνα του ἀπὸ τὸν καλόγερο. Ἔκανε
ζέστη, δὲν τὴ φόρεσε. Πῆρε τὸ ἔντυπο τῆς παραίτησης, νὰ τὸ καταθέσει
στὴ γραμματεία φεύγοντας.
Τὸ κτήριο ἦταν ἔρημο. Οἱ περισσότεροι ἔκαναν τηλεργασία. Στὴ
γραμματεία ὑπῆρχε μόνο μία ὑπάλληλος. Δὲν τὴν ἤξερε, μᾶλλον καινούρια.
Πάνω ἀπὸ τὴν πολύχρωμη μάσκα, τὰ μάτια της ἔλαμπαν σὰ νὰ εἶχε κλάψει.
«Αἴτηση ἀδείας;» τὸν ρώτησε.
«Ὄχι. Παραίτηση λόγω συνταξιοδότησης.»
«Μάλιστα» τοῦ χαμογέλασε. Πέρασε τὰ στοιχεῖα τῆς αἴτησης στὸν
ὑπολογιστή. Ἔγραφε γρήγορα, λὲς καὶ τὰ δάχτυλά της εἶχαν ξαφνικὰ
ξεκολλήσει ἀπὸ τὰ χέρια της καὶ εἶχαν ξαμοληθεῖ ἐλεύθερα πάνω στὸ
πληκτρολόγιο. «Εἶστε ἕτοιμος» τοῦ εἶπε. «Καλὴ συνέχεια.»
«Εὐχαριστῶ» ἀπάντησε ὁ Ἄγης.
Πῆρε τὴ σκάλα τῆς καθόδου. Συνήθως ἔπαιρνε τὸ ἀσανσέρ, ὅμως σήμερα
δὲν βιαζόταν. Καθὼς κατέβαινε, ἔριχνε ματιὲς ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ
στὶς γνώριμες πόρτες. Οἱ περισσότερες ἦταν κλειστές. Φαντάστηκε τὴ
μέρα ποὺ θὰ γύριζε ὡς ἐπισκέπτης γιὰ νὰ γνωρίσει τὸν ἀντικαταστάτη
του. Εἶχαν ἤδη προκηρύξει τὴ θέση. Μὲ σχεδὸν τρελὴ χαρὰ πρόσμενε τὴ
στιγμὴ ποὺ θὰ καθόταν στὴν ἀδειανὴ καρέκλα ἀπέναντι ἀπὸ τὸ παλιό
του γραφεῖο, κρατώντας τὴν καπαρντίνα διπλωμένη στὸ μπράτσο του, καὶ
θὰ δήλωνε ὅλα τὰ χρόνια τῆς ζωῆς του ποὺ ἔχασε μέσα στὸ Τμῆμα Ἀπολεσθέντων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου