του Αντώνιου Καπετάνιου
Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΒΕΛΑΝΙΔΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
«Μ’ αρέσει, δρυ, να σε θωρώ
μες τ’ ουρανού τις αγκάλες».
(…) Σε πολλά από τα ελληνικά νησιά, μα και σε περιοχές της ηπειρωτικής χώρας, η βελανιδιά φυτεύτηκε σε αγρούς και σε δασικά εδάφη, για την παραγωγή των πολύτιμων προϊόντων της (των βελανιδιών και του κηκιδιού ως επί το πλείστον, αλλά και του ξύλου της). Η ελληνική νομοθεσία έδινε τη δυνατότητα «εξημέρωσης» των άγριων βελανιδιών που φύονταν σε δασικά εδάφη. Ο νόμος 2636 της 28ης Ιουλίου 1921 (ΦΕΚ 135/Α΄/4-8-1921) «Περί διαθέσεως δημοσίων δασικών εκτάσεων διά γεωργικούς, δενδροκομικούς και άλλους κοινής ωφελείας σκοπούς», έδινε με το άρθρο 1 παράγραφος 2 του νόμου αυτού, τη δυνατότητα –μεταξύ των άλλων– εξημέρωσης διά εμβολιασμού βελανιδιών για καλλιέργεια. Για να κατανοήσουμε τη μεγάλη σημασία που δινόταν παλαιά στην παραγωγή του βελανιδιού, αρκεί ν’ αναφέρουμε ότι σύμφωνα με τη γεωργική απογραφή του 1861 του Υπουργείου Οικονομίας, υπήρχαν στην τοτινή Ελλάδα 13.000 στρέμματα βαλανιδεώνων (όπως ονοματίζονταν), που, σύμφωνα με την απογραφή, αποτελούσαν φυτείες επί γεωργικών εδαφών!
Προπολεμικά (πριν το έτος 1940) το βαλανίδι ήταν περιζήτητο ως χρησιμοποιούμενη πρώτη ύλη στη βυρσοδεψία, και μάλιστα ήταν ακριβότερο προϊόν από το ελαιόλαδο. Η μεγάλη ζήτησή του ώθησε πολλούς αγρότες να φυτέψουν τη βελανιδιά σε χωράφια τους ή να περιποιηθούν δένδρα δημοσίων γαιών, για την αποκομιδή του βελανιδοκάρπου. Η κατάσταση αυτή οδήγησε σε μεγάλη αύξηση των δένδρων βελανιδιάς στη χώρα. Σημείωνε σχετικά το έτος 1909 για τη Λέσβο ο Οικονόμος Σταύρος Τάξης: «Μέχρι των αρχών του παρελθόντος αιώνος τα δένδρα των βαλανιδέων εν τη νήσω εκόπτοντο και ηκρωτηριάζοντο συνεπεία της ελαχίστης τιμής, ης απολάμβανεν ο καρπός αυτών, το βαλανίδιον. Το 1840 ετιμάτο 12-14 γρόσια ο στατήρ. (…) Τελευταίως όμως η τιμήν του ανήλθε στα 50-60 γρόσια ο στατήρ και οι βαλανιδέες της νήσου καλλιεργούνται συστηματικώς…» (Τάξης Στ., «Συνοπτική ιστορία και τοπογραφία της Λέσβου», έκδοσις δευτέρα (επαυξημένη και μετερρυθμισμένη), εκ του τυπογραφείου Ι. Πολίτου, εν Καΐρω 1909, σελ. 68).
Οι πληροφορίες μάλιστα που μάς δίδονται, σ’ ότι αφορά στις φυτεμένες σε αγρούς βελανιδιές, είναι ότι οι φυτεύσεις γινόταν σε πυκνότητα 4-5 δένδρα ανά στρέμμα (αραιή φύτευση), ώστε να μπορούν τα δένδρα ν’ αναπτυχθούν ελεύθερα, απλώνοντας τα κλαδιά τους (κάτι που εξυπηρετούσε τη μεγαλύτερη παραγωγή καρπού). Το χωράφι κάτω από τα δένδρα, συνήθως καλλιεργείτο με σιτηρά (υπήρχε συγκαλλιέργεια, όπως συνέβαινε και με την ελιά, που είδαμε στην προηγούμενη ενότητα), ενώ, μετά το θερισμό τους έρχονταν τα κτηνοτροφικά ζώα κι έβοσκαν. Κατ’ αυτό τον τρόπο εξυπηρετείτο τριπλός σκοπός. Κατά πρώτον, με τη συγκαλλιέργεια η βελανιδιά υποβοηθείτο κι απέδιδε περισσότερο, αφού εμπλουτίζονταν το έδαφος με οργανική ύλη, με θρεπτικές ουσίες και ιχνοστοιχεία. Κατά δεύτερον, η υπό των δένδρων γεωργική γη δεν έμενε ανεκμετάλλευτη, αφού καλλιεργείτο με σιτηρά, δίνοντας ένα επιπλέον εισόδημα στον αγρότη. Κατά τρίτον, η κτηνοτροφία που ασκείτο σε συγκεκριμένο χρόνο κι έδαφος, παρείχε τροφή στα ποίμνια σε δύσκολους γι’ αυτά καιρούς, αφού το θέρος, που τα πάντα ξεραίνονταν, η τροφή δύσκολα ανευρίσκονταν. Ταυτόχρονα, με τις συνδυασμένες παραπάνω χρήσεις, διατηρείτο «καθαρή» η κάτω από τα δένδρα γη, για να είναι άνετη κατόπιν η συλλογή του βελανιδιού. Σοφή, αλήθεια, η διαχείριση των εδαφών από τους προγόνους στα πλαίσια της αγροτικής οικονομίας, οι οποίοι καλλιεργούσαν χωρίς να θίγουν˙ επενέβαιναν χωρίς να πληγώνουν…
Ενδεικτικό της ιδιαίτερης αξίας που αποδίδονταν στη βελανιδιά, λόγω της οικονομικής της σημασίας, αποτελεί το γεγονός ότι στα αυτοκρατορικά δωρητήρια γαιών κατά τα βυζαντινά χρόνια, αλλά και στα συμβόλαια μεταβίβασης γαιών που συντάσσονταν έως και τα νεώτερα χρόνια, καταγράφονταν αναλυτικά οι υπάρχουσες στους αγρούς βελανιδιές, τόσον περιγραφικά όσον και αριθμητικά.
Η μεγάλη οικονομική σημασία που προσδόθηκε στη δρυ καταφαίνεται από τις διατάξεις των νόμων που εισήχθησαν, μάλιστα από την έναρξη λειτουργίας του νέου ελληνικού κράτους, για τη φορολόγηση του βαλανιδιού και του κηκιδιού. Το ελληνικό κράτος, αναγνωρίζοντας την οικονομική σημασία των προϊόντων της δρυός, έσπευσε άμεσα να τα φορολογήσει προκειμένου να κομίσει έσοδα από αυτά. Έτσι, με το διάταγμα «Περί φόρου των βαλανοκικιδίων» του 1836 (ΦΕΚ 25/9‐6‐1836) καθορίστηκε για όλη την τοτινή Ελλάδα η ελεύθερη συλλογή του βαλανιδόκαρπου (άρθρο 2), με τα βαλανοκικίδια να υπόκεινται σε εγκτηματικό φόρο 25%, χωρίς διάκριση εγγείου ιδιοκτησίας και επικαρπίας φόρου (άρθρο 1). Ειδική διάταξη αυτού προέβλεπε ότι ο φόρος για τα βελανιδόδενδρα της νήσου Κέας ήταν μειωμένος (στο 10%), καθότι αυτά ήταν «φυτευθέντα απ ́αρχής από ιδιοκτήτας, καλλιεργούμενα παρ’ αυτών και αναγνωριζόμενα κατά δένδρον ως ιδιοκτησίαν των» (άρθρο 3). Για τους δε αγοραστές κτημάτων στην Αττική και την Εύβοια ορίζονταν ότι «θέλουν διαθέτει κατ’ αρέσκειαν την συλλογήν των επί των κτημάτων των βαλανιδένδρων, πληρόνοντε, ως ανωτέρω εγκτηματικόν φόρον 25%» (άρθρο 4).
Με το νομοθετικό διάταγμα «Περί φορολογίας των βαλανιδοκικιδοδένδρων» της 7ης Αυγούστου 1837 (ΦΕΚ 28/10‐8‐1837) εισήχθη η φορολόγηση των βαλανιδοκικιδοδένδρων «εις δέκατον» (άρθρο 1). Με το νόμο ΒΡΞΒ της 13ης‐2‐1893 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί δασών νόμων» (ΦΕΚ 34/18‐2‐1893) καθορίστηκε «...επί των εις την αλλοδαπήν εξαγομένων εκ δημοσίων μεν βαλανοδένδρων και κηκιδοδένδρων συλλεγομένων βαλανιδιών και κηκιδίων φόρος 22%, εξ ιδιοκτήτων δε εις 10%, και επί των εντός του κράτους μεταφερομένων εκ δημοσίων μεν βαλανοδένδρων και κηκιδοδένδρων συλλεγομένων προϊόντων εις 24%, εξ ιδιοκτήτων σε εις 12%» (άρθρο 1).
Με το νόμο 3676/1910 (ΦΕΚ 125/Α/30‐3‐1910) ρυθμίστηκε η φορολόγηση του βαλανιδόκαρπου σε 2 λεπτά κατ’ οκά όταν εξάγεται εις την αλλοδαπήν από δημόσια δάση, και 1,5 λεπτά κατ’ οκά όταν εξάγεται από ιδιωτικά δασοτεμάχια (άρθρο 1). Ο φόρος εισπράτονταν από τα τελωνεία (άρθρο 1), ενώ καθορίστηκε ότι η συλλογή του βαλανιδιού άρχεται από 1ης Αυγούστου εκάστου έτους (άρθρο 3).
Μάλιστα στην τοιαύτη αγροτική οικονομία, στην οποία συμμετείχε βασικά η βελανιδιά, συγκροτείτο μια φύση που απέρρεε από τη συμμετοχή της βελανιδιάς στο αγροτικό σύστημα -π.χ. οι καλλιεργούμενοι με βελανιδιές αγροί αποτελούσαν βιότοπο της πέρδικας. Η Κέα ήταν το μέρος της Ελλάδας όπου περισσότερο πάσης άλλης ελληνικής περιοχής καλλιεργήθηκε η βελανιδιά. Στη γεωργική και οικονομική απογραφή του νομού Κυκλάδων, που πραγματοποιήθηκε το έτος 1848 από τον Ι. Κιγάλλα, καταγράφηκε αφθονία περδικών στο νησί της Κέας, που ζούσαν στους αγρούς βελανιδιάς του νησιού, ενώ σημειώνονταν επίσης ότι στην Κέα το βαλανίδι αποτελεί ένα από τα κύρια εξαγώγιμα προϊόντα της νήσου. Αναφέρονταν επίσης ο Κιγάλλας στο «περιώνυμον υλοτόμειον δέντρων («δέντρα» για τους ντόπιους ήταν οι βελανιδιές), στο άκρον της νήσου Πάρου, το οποίον είναι παραμελημένον», ενώ στην Αμοργό καταγράφονταν «αφθονία περδικών στα δρυοδάση του νησιού» (Κιγάλλας Ι., «Γεωγραφική και οικονομική απογραφή του νομού Κυκλάδων», περιοδικό «Αποθήκη των ωφέλιμων και τερπνών γνώσεων», τεύχη 9, 10, 11 & 14, Μάρτιος, Απρίλιος, Μάιος & Αύγουστος του 1848).
Θα μείνουμε περισσότερο στα δρυοδάση της Κέας και θα μιλήσουμε γι’ αυτά με τα λόγια του Ιωάννου Ν. Ψύλλα, του συγγραφέα της ιστορίας του νησιού (η μελέτη του εκδόθηκε το έτος 1921, είχε όμως γραφτεί πολύ πριν από το 1900, χρονιά κατά την οποία πέθανε ο Ψύλλας). Σημείωνε ο Ψύλλας ότι, το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η βελανιδιά στην Κέα αυξήθηκε («...τα δένδρα επολλαπλασιάσθησαν και πιστεύεται ότι εν ευτυχία θέλει παραγάγει η νήσος 70‐80,000 καντάρια», σημείωνε). Το έτος 1905 εκτιμήθηκε από τον τότε Τμηματάρχη Δασών του Υπουργείου Οικονομίας Κωνσταντίνο Σάμιο, ότι τα βελανιδοδάση της Κέας κάλυπταν 15‐20 χιλιάδες στρέμματα, καθιστώντας την Κέα το πιο δασωμένο νησί των Κυκλάδων μετά την Άνδρο. Μάλιστα, η μεγάλη οικονομική σημασία που είχε κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα το βελανιδοδάσος της Κέας, ώθησε τη Διοίκηση το έτος 1910, με το Βασιλικό Διάταγμα της 9ης‐10‐1910, να ιδρύσει Δασαρχείο στο νησί, με Δασάρχη τον εν τη νήσω εκάστοτε Υποδιοικητή της Χωροφυλακής.
Μεταπολεμικά (μετά το έτος 1945), όταν απαξιώθηκε οικονομικά η βελανιδιά, ακολούθησε η υποχώρηση της δρυός στο νησί, με την καταστροφή δρυοδένδρων και την αλλαγή της χρήσης των εδαφών που καταλάμβαναν. Παρόλα ταύτα στην Κέα εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά ακόμα δάση βελανιδιάς, των οποίων η προστασία τους επιβάλλεται ένεκα της περιβαλλοντικής, τοπιακής και πολιτιστικής σημασίας τους.
Διαπιστώνουμε μετά τούτων την αλληλένδετη σχέση, της κοινωνίας των ανθρώπων και της οικονομίας, με την τελευταία ν’ αποτελεί υποσύστημα της πρώτης –άλλο αν στους σήμερους καιρούς έχουμε ανατρέψει τους κανόνες της ισόρροπης ζωής κι έχουμε αναγάγει την οικονομία ως το άπαν της βίωσής μας, τοποθετώντας την πάνω από τον άνθρωπο!–, διαμορφούμενη έτσι η ζωή κατ’ εναρμόνιση με τον φυσικό κανόνα, κι όχι ενάντιά της.
Όταν όμως η οικονομική σημασία αυτού του δένδρου έπαψε να υφίσταται, η καλλιέργειά του εγκαταλείφθηκε και η γη όπου φύονταν μετατράπηκε (και μετατρέπεται) σε οικόπεδα, βοσκότοπους και χωράφια. Η σχετική ρήση εξάλλου που λέγει, «δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται», υποδηλώνει την καταστροφή που ακολουθεί την «πτώση» της δρυός. Όμως, η έστω και με τεχνητό τρόπο εγκατάσταση της βελανιδιάς σε καλλιεργούμενα εδάφη, διαμόρφωσε μια τοπική οικονομία παραδοσιακού τύπου, οπού αναπτύχθηκαν εξαιρετικής σημασίας αγροοικοσυστήματα και δασολίβαδα, που, δυστυχώς, κι αυτά ακόμα χάθηκαν (ή χάνονται) στο όνομα της αξιοποίησης των πάντων.
(από το βιβλίο του αντωνιου Καπετάνιου “Τα δένδρα π’ αγαπούμε, τα πληγώνουμε! Ωδή σε τρία δένδρα: στην ελιά, στη δρυ, στο πεύκο”, έκδοση ιδίου, Αθήνα 2022, https://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=60398)
(Φωτ. Ⓒ Αντώνιου Β. Καπετάνιου, καλλιεργούμενες βελανιδιές στη νήσο Κέα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου