ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΠΛΩΣ
ἄλλος ἕνας ὑπάλληλος σὲ ἀνθοπωλεῖο. Φύση καλλιτεχνική, ἔφτιαχνε
περίτεχνες ἀνθοδέσμες γάμου καὶ στόλιζε τὸν ἐπιτάφιο θεάρεστα.
Τὶς ἐλεύθερες ὧρες του ἔπιανε τὰ μολύβια καὶ σχεδίαζε ἀνθρώπους ἢ
ἀντικείμενα. Μποροῦσε νὰ ξεσηκώσει μὲ ἀκρίβεια ὅποια εἰκόνα ἔβλεπε.
Αὐτὸς ἦταν ποὺ –τὴν ἐποχὴ ποὺ
στὸ δημοτικὸ σχολεῖο ἡ ἀντιγραφὴ ἑνὸς κειμένου ἔπρεπε νὰ συνοδεύεται
ἀπὸ σχέδια– ζωγράφιζε στὰ μαθητικὰ τετράδια σχολιαρόπαιδων συγγενῶν
του, ἀφοῦ, ἀνύπαντρος, δὲν εἶχε παιδιὰ δικά του. Οἱ δάσκαλοι, καταλαβαίνοντας,
ἀσφαλῶς, πὼς αὐτὸ ποὺ ἔβλεπαν δὲν ἀποτελοῦσε μαθητικὴ δημιουργία,
τὸ παράβλεπαν. Τὰ σχέδια τοῦ Ταξιάρχη ἦταν χάρμα ὀφθαλμῶν. Ἕνας δάσκαλος,
μάλιστα, εἶχε φτάσει στὸ σημεῖο νὰ βαθμολογήσει μὲ ἄριστα καὶ τὴν
εἰκόνα!
Στὸ ἀνθοπωλεῖο, στὴν πλατεία
Δαβάκη, ἦταν περιζήτητος. Τὸν Ταξιάρχη γύρευαν οἱ πελάτες γιὰ τὶς
χαρὲς ἢ τὶς λύπες τους. Αὐτὸν ἤθελαν νὰ στολίζει τὴν ἐκκλησία γιὰ τὴ
γαμήλια τελετή, καὶ τὰ στεφάνια του ξεχώριζαν ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα στὶς
μοιραῖες ἀποδημίες. Τότε τὰ ἄνθη μοσχοβολοῦσαν.
Κάποτε ὁ Ταξιάρχης ὑπῆρξε ἄνθρωπος
εὔθυμος καὶ πρόσχαρος· ἐπιπλέον εἶχε τὴν ἀρετὴ νὰ μεταδίδει τὴν
εὐδιαθεσία καὶ στὴν παρέα του. Σήμερα ὅμως ἦταν ἀγέλαστος, μοναχικός.
Μιὰ χρόνια ψυχικὴ νόσος, συνοδευόμενη ἀπὸ τὴν ἀπαραίτητη φαρμακευτικὴ
ἀγωγή, τὸν εἶχε κάνει λιγομίλητο. Σχεδὸν ἀμίλητο. Ἔκανε τὸ ὀκτάωρό
του στὸ ἀνθοπωλεῖο καὶ τὶς ὑπόλοιπες ὧρες τὶς περνοῦσε στὸ σπίτι.
Δὲν ἔβγαινε ποτέ, μόνο κάπνιζε τὸ ἕνα τσιγάρο μετὰ τὸ ἄλλο.
Τὸ κακὸ ἔγινε στὴν Κατοχή. Τότε
ὁ Ταξιάρχης δούλευε σ’ ἕνα ἀνθοπωλεῖο στὰ Ἀνάκτορα. Ὁ Σπήλιος, ἰδιοκτήτης
γειτονικοῦ μαγαζιοῦ, τὸν φθονοῦσε. Δὲν μποροῦσε νὰ τὸ χωνέψει τὸ
χάρισμα τοῦ Ταξιάρχη. Ὁ Σπήλιος κατὰ τὰ ἄλλα ἦταν εὐχαριστημένος
μὲ τὸν ἑαυτό του. Δὲν εἶχαν ἔρθει στὸ φῶς ποτὲ οἱ δοσοληψίες ποὺ ἔκανε
στὸ σκοτάδι. Ἔσπαγε τὸ κεφάλι του τί νὰ κάνει ὥστε νὰ χαντακώσει τὸν
Ταξιάρχη ὁριστικά. Σκεφτόταν τὸ ἕνα, σκεφτόταν τὸ ἄλλο, τίποτε δὲν
τοῦ φαινόταν ἀποτελεσματικό. Ὥσπου τὸ βρῆκε. Κατέδωσε τὸν Ταξιάρχη
ὅτι τάχα πούλησε τὴ Λάρισα στοὺς Ἐλασίτες. Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο ἦταν
εὔκολες τέτοιες συκοφαντίες κι ὁ Σπήλιος ἤξερε καλὰ ἀπ’ αὐτά.
Τὰ βασανιστήρια κατέστρεψαν
τὴ ζωὴ τοῦ Ταξιάρχη. Ἔχασε τὴ δουλειά του, ἀλλὰ ὅταν πέρασε ἡ φουρτούνα
δὲν δυσκολεύτηκε νὰ βρεῖ ἄλλη. Ἐντούτοις ἡ δεινότητά του δὲν χάθηκε.
Δὲν ξέρω κατὰ πόσο εὐχαριστιόταν μέσα του μὲ τὶς ἐπιτυχίες του
–δὲν τὸ ἔδειχνε–, πάντως ὁ Σπήλιος δὲν ἔπαψε νὰ τὸν ζηλεύει καὶ νὰ βασανίζεται
ἀπὸ τὰ προτερήματά του.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Εὐάγγελος Ι.
Τζάνος (Ἀθήνα, 1962). Ἐκδίδει, κυρίως, πεζογραφία.
Τελευταῖο του βιβλίο: Γεράσιμος
Βῶκος. Ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του. Ἡ βιβλιογραφία τοῦ (1886–2020).
Στὸ Ἑλληνικὸ Ἀνοικτὸ Πανεπιστήμιο ἐκπόνησε τὴ Μεταπτυχιακὴ Διπλωματικὴ
Ἐργασία μὲ θέμα: «Ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας
στὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Φώτη Κόντογλου».
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου