Ἀποχαιρετισμὸς στὴν Ἀντελχάιντ Ντυβανέλ (1936-1996) (Leben im Medium der Sprache Abschied von Adelheid Duvanel [1936-1996]) «… ΤΟ ΠΑΙΔΙ οὔρλιαζε ἀκατάπαυστα: “Μὴν ἀφήσετε τὴν
καρδιά μου νὰ σταματήσει! Μὴν ἀφήσετε τὴν καρδιά μου νὰ σταματήσει!”»
– Αὐτὲς εἶναι οἱ τελευταῖες σειρὲς ἀπὸ τὸ τελευταῖο βιβλίο τῆς Ἀντελχάιντ
Ντυβανέλ. Θὰ μποροῦσαν νὰ ἐπιγράφουν προγραμματικὰ ὁλόκληρη τὴ
ζωή της: Ἕνα παιδὶ ἦταν καὶ ἡ ἴδια, ἕνα ὑπερήλικο παιδί, ποὺ μὲ κάθε
λέξη τὴν ὁποία ἔγραφε ἡ συγγραφέας, μιᾶς καὶ εἶχε καὶ αὐτὴ τὴν ἰδιότητα,
ἀγωνιζόταν γιὰ μιὰ ζωὴ ποὺ γλιστροῦσε μέσα ἀπὸ τὰ χέρια της. Ἡ Ντυβανὲλ
ἔγραφε μόνο σύντομες ἱστορίες, οἱ ὁποῖες ἀκολουθοῦσαν τὴ συνειρμικὴ
λογικὴ τῶν εἰκόνων τῶν ὀνείρων – σὲ σαφεῖς, κρυστάλλινες προτάσεις
μιᾶς ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ ἁπλῆς σύνταξης. Αὐτὲς τὶς προτάσεις τὶς ἔγραφε
μὲ τὸν τρόπο ποὺ κρατᾶ κανεὶς σημειώσεις, θαρρεῖς καὶ δὲν τὶς ἔγραφε
ἡ ἴδια. Ἡ γλώσσα ἁπλῶς τῆς συνέβαινε. Κουβεντιάζαμε συχνὰ γιὰ αὐτὰ
καί, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς τελευταίας μας συνάντησης τυχαῖα ἕνα ἀπόγευμα
στὸ ἑστιατόριο τῆς Αἴθουσας Τέχνης τῆς Βασιλείας, μοῦ μιλοῦσε γιὰ
τὴ δημιουργία τῶν ἱστοριῶν της ὅπως γιὰ παιδιά, τὰ ὁποῖα κατὰ κάποιο
τρόπο μεγάλωναν κάθε μέρα κατὰ μία πρόταση. Κάθε μέρα καὶ μία
πρόταση. Κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο δημιουργήθηκε
ἕνα μοναδικὸ στὸ εἶδος του ἔργο. Σὲ αὐτὸ περιλαμβάνονται, μὲ ἁδροὺς
ὑπολογισμούς, γύρω στὶς διακόσιες ἱστορίες γιὰ χίλιες δυὸ ὄψεις
τοῦ ἀνθρώπινου πόνου, ἱστορίες μοναξιᾶς καὶ αὐτιστικῶν δεξιοτήτων
παρατήρησης τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖες ξεδιπλώνονται στὸ πεδίο τῆς λογοτεχνίας
– σκορπισμένες σὰν χάντρες πάνω σε πιατέλα ἀπὸ γυαλί, δίχως τάξη ἢ
δομή, καθεμιά τους θαυμάσια ἀναπτυγμένη, μὲ ἐσωτερικὴ καὶ ὀργανικὴ
πληρότητα. Ἄλλη ταιριαστὴ μεταφορὰ θὰ ἦταν ἴσως αὐτὴ ἑνὸς καλειδοσκόπιου,
διότι ὁ ἀναγνώστης τῶν βιβλίων τῆς Ἀντελχάιντ Ντυβανὲλ εἰσέρχεται
σὲ ἕναν κόσμο θαυμάτων ποὺ στραφταλίζει καὶ εἶναι γεμάτος δελεαστικές,
πικρές, γκροτέσκες παραφυάδες τῆς Comedie humaine, οἱ ὁποῖες ἀντικατοπτρίζονται
ἀπαρέγκλιτα ἡ μιὰ μέσα στὴν ἄλλη καὶ προσομοιώνουν ἕνα ἀχανὲς
προσωπικὸ σύμπαν – μένοντας, ὡστόσο, ἐγκλωβισμένες στὸ στενό
τους περίβλημα. Ἡ Ἀντελχάιντ Ντυβανὲλ ἔβαλε
μόνη τέλος στὴ ζωή τῆς γιατὶ τῆς εἶχε γίνει πράγματι ἀνυπόφορη,
καὶ δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ θαυμάσουμε τὴν τόλμη καὶ τὴ γενναιότητα
μὲ τὴν ὁποία τὴν ὑπέμεινε γιὰ τόσο μεγάλο χρονικὸ διάστημα. Ἀπὸ
αὐτή της τὴν προσωπικὴ τόλμη γεννήθηκε ἡ τέχνη της, τόσο ἡ λογοτεχνία
ὅσο καὶ τὰ χρωματιστὰ σκίτσα μὲ μαρκαδόρο, τὰ ὁποῖα ἐπίσης ὀφείλουμε
νὰ ἀνακαλύψουμε: Σὲ αὐτὰ κατέφευγε ὅταν ἡ διατύπωση, ἡ λεκτικὴ
ἔκφραση, δὲν ἦταν πλέον ἐφικτή. Καὶ τὰ δύο ἀναπτύχθηκαν μέσα ἀπὸ
τὴ συνειδητοποίηση τοῦ δικοῦ της ἀδιεξόδου – καὶ ἐξίσου συνειδητὰ
ἐπιστράτευσαν τὴν καλλιτεχνικὴ δημιουργία ἐναντίον του· τὸν θάνατο
τῆς ποιήτριας δὲν θὰ πρέπει νὰ τὸν ἐκλάβουμε ὡς παραδοχὴ ἀποτυχίας. Παιδιά. Ξανὰ καὶ ξανὰ παιδιά. Τὸ
ἔργο τῆς Ἀντελχάιντ Ντυβανὲλ περιστρέφεται μόνο γύρω ἀπὸ αὐτά.
Ποτέ της δὲν ἔγραψε γιὰ κάτι ἄλλο καὶ δὲν συνέταξε οὔτε μία γραμμὴ
δοκιμιακοῦ ἢ ἔστω στοχαστικοῦ περιεχομένου (μὲ μόνη ἐξαίρεση
κάποιες πρώιμες δημοσιογραφικὲς ἐργασίες της σὲ ἐπιφυλλίδες
τῆς ἐφημερίδας Basler
Nachrichten, οἱ ὁποῖες πάντως προηγήθηκαν τοῦ ποιητικοῦ
ἔργου της). Ἔγραψε γιὰ παιδιά, γιὰ τραυματισμένα, ἀτιμασμένα παιδιά,
σὲ ὅλες τὶς ἐκδοχὲς καὶ τὶς ἐκφάνσεις τους. Μικρὰ καὶ μεγάλα. Ρεαλιστικὰ
παιδιά, νήπια, παιδιὰ κρυμμένα σὲ κάθε πιθανὸ μασκάρεμα τοῦ κόσμου
τῶν ἐνηλίκων, καλὰ καὶ κακὰ παιδιά. Πάντα εἶναι λαβωμένα, ζημιωμένα,
ἀκρωτηριασμένα ἀπὸ ἄκαμπτες τάξεις πραγμάτων. Ἡ ἀξιοβίωτη ζωὴ
λαμβάνει χώρα μονάχα ἐντός του γλωσσικοῦ μέσου, μιᾶς γλώσσας τοῦ ἐρεθισμένου
δέρματος, τῶν τραβηγμένων μυῶν, τοῦ πυρετοῦ. Οἱ παραλλαγές, καθὼς καὶ οἱ δυνατότητες
παραλλαγῆς τῶν πεζῶν τῆς Ἀντελχάιντ Ντυβανέλ, τὰ ὁποῖα ἀριθμοῦν ἀπὸ
μία ἕως τὸ πολὺ πέντε σελίδες τὸ καθένα (ἔγραψε ἀποκλειστικὰ τέτοια
κείμενα, καὶ ὡς «σύντομα διηγήματα» δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ τὰ ταξινομήσουμε,
μιᾶς καὶ σπανίως διαθέτουν μιὰ ἀρχὴ ποὺ ἐξελίσσεται γιὰ νὰ φτάσει
σὲ κάποιο τέλος), εἶναι ἀμέτρητες. Ἡ ἱκανότητά τους νὰ ἐξελίσσονται
παραμένει στάσιμη γιὰ δεκαετίες. Πρόκειται γιὰ κατατονικὴ λογοτεχνία.
Τὸ λεξιλόγιο ἀρκεῖται στὰ λίγα, διατηρεῖ, ὡστόσο, ὀξυμένο αἰσθητήριο
νεολογισμῶν καὶ παραμένει μὲ ἄκρως χιουμοριστικὸ τρόπο ἐφευρετικό.
Γνώριμα πράγματα ἀποκαλοῦνται συχνὰ μὲ καινούργιο —δηλαδὴ διαφορετικὸ—
τρόπο, καὶ ἡ ὀνοματοθεσία τῶν προσώπων πραγματοποιεῖται μὲ μίαν
ἀλλόκοτη ἀγάπη, πάντοτε μὲ τὸ βλέμμα στραμμένο στὴ φρικτὴ μοίρα
τους. Οἱ χαρακτῆρες τῆς Ἀντελχάιντ Ντυβανὲλ ζοῦν ταυτόχρονα σὲ μιὰ
χώρα νάνων καὶ σὲ ἕνα βασίλειο γιγάντων· καὶ τὰ δύο ἀξίζει νὰ ἐξερευνηθοῦν.
Ἀνάμεσά τους ὑπάρχει – τὸ τίποτα: Σὲ συμβιβασμοὺς δὲν ἦταν πρόθυμη
νὰ προβεῖ ἡ Ἀντελχάιντ Ντυβανέλ, οὔτε ἀπὸ γλωσσικῆς οὔτε ἀπὸ παραστατικῆς
ἄποψης· στάθμιζε μονάχα τὸ ὑψηλὸ καὶ τὸ βαθὺ γιὰ νὰ μπορέσει ἔπειτα
νὰ ἐπιλέξει μεταξύ τους. Ἀπὸ τοὺς δύο πόλους τῆς ὑπεράφθονης
φαντασίας καὶ τῆς στενόχωρης ἀποβάθρας στὴν ὁποία συνωστίζονται
οἱ χαρακτῆρες, ὑπὸ τὴ διαρκῆ ἀπειλὴ τῆς πτώσης ἀπὸ τὸ χεῖλος της,
προκύπτει ἡ ἀγωνία στὶς ἱστορίες τῆς Ντυβανέλ. Ποτὲ δὲν εἶναι, ὅμως,
ἀγωνία μὲ τὴ συνήθη ἔννοια τῆς ἔντασης ἐξαιτίας μιᾶς συναρπαστικῆς
πλοκῆς, μὰ μιὰ διέγερση τῆς περιέργειας τοῦ ἀναγνώστη, ἡ ὁποία ὡς
αἴσθηση γίνεται ἀντιληπτὴ κάπου μεταξὺ ἀφόρητου καὶ ἑξαρτησιογόνου:
Τί λέει ἡ ἑπόμενη πρόταση; Σχεδὸν καθεμιὰ πρόταση (καὶ τοῦτο, μάλιστα,
εἶχε ἐνταθεῖ στὰ τελευταῖα βιβλία) συνιστᾶ κι ἀπὸ μία ἔκπληξη, ἡ
ὁποία εἶναι σὲ θέση νὰ προκαλέσει σόκ. Ποιἀ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ συνέχεια,
πόσο μακριὰ μπορεῖ ἄραγε νὰ τὸ τραβήξει; Σπανιότατες παρεκκλίσεις
ἀπὸ τὸ σύνηθες προσεγγίζονται μὲ τὴ φυσικότητα ἀξιωμάτων. Μιὰ ποίηση τὴν ἴδια στιγμὴ λιτὴ
καὶ διανθισμένη. Ὅσο συνεσταλμένη κι ἂν καμώνεται πὼς εἶναι ἡ λογοτεχνία
τῆς Ἀντελχάιντ Ντυβανέλ, τόσο ἐκρηκτικὰ εἶναι τὸ ἄρωμα καὶ τὰ χρώματα
τῶν εἰκόνων ποὺ τίθενται στὴ διάθεσή μας. Ἐσωτερικευμένη φύση
στὴν ὕψιστη δυνατὴ ἀκρίβεια. Ἡ ἐσώτερη αἰσθητικότητα κόβει, κυριολεκτικά,
τὴν ἀνάσα: Τὴν ἀναγκάζει νὰ σταματήσει. Λυτρωτικὲς λέξεις δὲν ξεστομίζονται.
Ἐκπνοὲς δὲν ἐπιτρέπονται. Τὶς περισσότερες φορὲς ἡ ἀρχικὴ
κατάσταση προσποιεῖται τὴν κοινότοπη. Ἀλλὰ ἡ γλώσσα ξεγυμνώνει
τὸ σύνηθες τῆς συνήθειας: Ἀπὸ τὸ «κανονικὸ» γεννιέται ἡ λαχτάρα.
Λαχτάρα γιὰ τί; Δύσκολο νὰ τὸ πεῖ κανείς. Λαχτάρα γιὰ εὐτυχία; Ὡς ὑπαρξιακὸ
λαϊτμοτὶφ ποὺ διατρέχει τοὺς χαρακτῆρες καὶ τὶς ἱστορίες συναντοῦμε
μιὰ παράξενη μοιρολατρία. Ὅ,τι ὑπάρχει γίνεται μὲ τέτοιο τρόπο
δεκτό, λὲς καὶ στερεῖται ὁ ἄνθρωπος κάθε ἠθικὴ ἐλευθερία ἐπιλογῆς.
Οὔτε λόγος γιὰ ὀργή. Καμία ἀντίσταση. Στὸν ἀναγνώστη ὑποβάλλεται
ἡ ἰδέα ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕρμαιο τοῦ πεπρωμένου του, καὶ αὐτὸ τὸ
πεπρωμένο εἶναι φρικτό. Τὰ ἐξιστορούμενα καλοῦν δυνατὰ καὶ ξεκάθαρα
σὲ ἀλλαγή, σὲ μεταβολή, τίποτε ὅμως δὲν συμβαίνει: Ἡ παθητικότητα
μοιάζει πλέον νομοτελειακή. Αὐτὸ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ ἀπάθεια,
τὸ ἀντίθετο μάλιστα· ἔχει μᾶλλον νὰ κάνει μὲ τὴ βιωμένη ἀνικανότητα
νὰ ἐκβιάσει κανεὶς τὴν εὐτυχία. Ἔπειτα ἀπὸ προσωπικὰ βιωμένα
πλήγματα τῆς μοίρας, ἡ συγγραφέας στερεῖται ὁποιασδήποτε βούλησης γιὰ εὐτυχία,
καὶ αὐτὸ τὸ μεταφέρει στοὺς πρωταγωνιστές της. Εὐτυχισμένοι εἶναι
πάντοτε —τὸ πολὺ πολύ!— οἱ ἄλλοι. Ἀπὸ ἐκεῖ κι ἔπειτα ξεκινᾶ ἡ τέχνη,
ἡ γλώσσα. «Μερικὲς φορὲς στὰ κείμενά μου περιγράφεται κάποιο συναίσθημα
εὐτυχίας», μοῦ εἶπε κάποτε ἡ Ἀντελχάιντ Ντυβανὲλ καθὼς συζητούσαμε,
«καὶ τότε οἱ χαρακτῆρες μοιάζουν νὰ αἰωροῦνται. Σὰν νὰ ἔχουν ἀπαγκιστρωθεῖ
πλέον ἀπὸ τὴ Γῆ καὶ νὰ αἰωροῦνται, ναί, νὰ αἰωροῦνται.» Ἡ λογοτεχνία ποὺ γράφεται σήμερα
στὴν Ἐλβετία καλεῖται νὰ πενθήσει μιὰ τραγικὰ μεγάλη συγγραφέα,
ἡ ὁποία χάρισε τὴ φωνή της ἀποκλειστικὰ σὲ ἐκείνους ποὺ σχεδὸν ποτὲ
δὲν ἀκούγονται. Στοὺς περιθωριοποιημένους, τοὺς ἐξαντλημένους,
τοὺς ἀσθενεῖς. Στοὺς ἀνυπεράσπιστους της κοινωνίας μας. Τὴ δική
τους ποίηση δημιούργησε μὲ κάθε λεπτότητα καὶ μὲ μεγάλη τρυφερότητα,
ἐπιδεικνύοντας ἀσυνήθιστη ἐκφραστικὴ δύναμη.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου