Ἀντελχάιντ Ντυβανέλ (Adelheid Duvanel) [Ἀφιέρωμα 7/11]
(Die «überhäufte Bürokraft»)
ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΣΤΟΡΓΙΚΟΣ ὁ χειμώνας ἐτοῦτος
ποὺ συγκρατοῦσε τὸ χιόνι, ποὺ δὲν τὸ ἔριχνε πάνω ἀπὸ τὴ χώρα γιὰ
νὰ μπορέσει ἐκείνη νὰ κοιμηθεῖ ἀνενόχλητη ἀπὸ κάτω. Οὔτε τὴ γυναίκα
γιὰ τὴν ὁποία γίνεται λόγος ἐδῶ τὴν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος. Στὴν ἐπιστολὴ
τῆς παραίτησής της εἶχε γράψει: «Εἶμαι μιὰ ὑπερφορτωμένη ὑπάλληλος
γραφείου.» Εἶχε πάντοτε ἕνα τρέμουλο μέσα της: ἀπὸ φόβο ἢ ἀπὸ
τρόμο. Τὴν βασάνιζαν εἰκασίες. Ὅποτε πήγαινε πολὺ γρήγορα ἀπὸ
τὸ τραπέζι στὸ κρεβάτι στὸ ὁποῖο σωριαζόταν, ἔβλεπε ὅτι ἡ λάμπα
τῆς ὀροφῆς κουνιόταν πέρα-δῶθε ἀπὸ τὸ ρευματάκι, καὶ γιὰ μιὰ
στιγμὴ ἔνιωθε ὄχι μόνο ἔκπληξη μὰ καὶ φόβο. Μερικὲς φορὲς σωριαζόταν
στὸ κρεβάτι γιατὶ δὲν μποροῦσε ἄλλο νὰ στέκεται ἢ νὰ κάθεται: Στέρευαν
ξαφνικὰ οἱ δυνάμεις της. Ἐπειδὴ στὸ διαμέρισμα ὑπῆρχαν μόνο ἄβολες
καρέκλες, προτιμοῦσε νὰ ξαπλώνει ὅταν διάβαζε κανένα βιβλίο.
Ὅποτε ἄκουγε μουσικὴ ξάπλωνε στὸ δεξὶ πλευρό, καὶ μὲ τὸ ἀριστερὸ
χέρι πίεζε τὸ μαξιλάρι πάνω στὸ δεξί της μάγουλο, ἐνῶ τὸ δεξὶ
μπράτσο γύρευε νὰ περιβάλει τὸ σῶμα της, παραῆταν ὡστόσο κοντό·
τὸ χέρι μετὰ βίας ἄγγιζε τὴν ὠμοπλάτη. Ἐκείνη ἔμενε ξαπλωμένη,
μὲ κλειστὰ μάτια καὶ κουλουριασμένα πόδια. Παρεμπιπτόντως, ἔγραφε
πολλὲς αἰτήσεις, στὶς ὁποῖες ἐκθείαζε τὶς ἱκανότητές της: «Εἶμαι
δυναμικὴ καὶ ὑπομονετικὴ μαζί. Ὅποτε δὲν κοιμᾶμαι (πράγμα ποὺ
ἐδῶ καὶ κάμποσο καιρὸ δὲν μπορῶ πλέον νὰ κάνω), μένω μὲ τὶς ὧρες
συγκεντρωμένη, καὶ δὲν χρειάζεται στὸ μεταξὺ οὔτε νὰ μὲ ταΐζει
οὔτε νὰ μὲ ποτίζει κανείς· τὰ βράδια ψάχνω μόνη μου τὴ λεία μου, ἀφήνω
δηλαδὴ πίσω τὴν πόλη καὶ περιδιαβαίνω τὴν κοιλάδα: Οὔτε πουλιὰ
οὔτε ποντίκια μοῦ τὴ γλιτώνουν τότε.»
Τὸ διαμέρισμα ἦταν πολὺ μεγάλο:
μιὰ ἀνακαινισμένη σοφίτα μὲ δύο μικροσκοπικὰ ἀνακλινόμενα
παράθυρα. Ἀνῆκε σὲ κάποια μουσικό, ἡ ὁποία βρισκόταν σὲ περιοδεία.
Οἱ τοῖχοι ἔμοιαζαν φτιαγμένοι ἀπὸ χιόνι. Ἡ «ὑπερφορτωμένη ὑπάλληλος
γραφείου» ἔμενε πρὶν σὲ μιὰ πανσιόν, στὴν ὁποία δὲν ἐπιτρεπόταν
νὰ κρεμάσει κανεὶς πίνακες στοὺς τοίχους παρὰ μόνο μὲ τὶς εἰδικὲς
πινέζες τῆς ἐπιχείρησης. Κάθε ἐπισκέπτης ἔπρεπε νὰ δηλώνεται
καὶ μποροῦσε νὰ μείνει μόνο ἕως τὶς δέκα τὸ βράδυ. Στὴν αἴθουσα τηλεόρασης
ἡ τιβὶ ἔκλεινε αὐστηρὰ στὶς ἕντεκα. Ὅσοι φιλοξενοῦνταν σὲ ἐκεῖνο
τὸ κατάλυμα, τὸ ὁποῖο παλιότερα ἦταν οἰκοτροφεῖο γιὰ νεαρὰ
κορίτσια καὶ παρέμεινε ἔκτοτε σύμβολο τῆς περιορισμένης ζωῆς,
ἦταν κατὰ κύριο λόγο πρώην ἀσθενεῖς τῆς ψυχιατρικῆς κλινικῆς. Ὅσοι
τύχαινε πότε-πότε νὰ χάσουν τὸν δρόμο τους καὶ νὰ βρεθοῦν ἐκεῖ ὡς
πελάτες τοῦ ξενοδοχείου παραλάμβαναν ἀπὸ μία μεγάλη πετσέτα
μπάνιου, ἐνῶ οἱ οἰκότροφοι ἀπὸ μία μικρή. Τὶς Κυριακὲς ἦταν κλειστὴ
ἡ κουζίνα· οἱ οἰκότροφοι κάθονταν στὰ δωμάτιά τους, καταβρόχθιζαν
τὰ σάντουίτς τους καὶ κοιτοῦσαν κάποιον τοῖχο ἔξω ἀπὸ τὰ παράθυρα.
Μιὰ φορά, τὴν ὥρα ποὺ ἡ «ὑπερφορτωμένη ὑπάλληλος γραφείου» στεκόταν
στὸ παράθυρο, εἶδε πεσμένο στὸν δρόμο τὸν ἴσκιο ἑνὸς δέντρου καὶ
σκέφτηκε πὼς ἦταν τάχα ἡ ἴδια πεσμένη ἐκεῖ κάτω.
Κατὰ τὴ γνώμη της δὲν εἶχε κανένα
δικαίωμα νὰ ζεῖ σ’ αὐτὸ τὸ μεγάλο διαμέρισμα, στὸ ὁποῖο ὅπου
νά ’ναι θὰ ἐπέστρεφε ἡ μουσικός. Πατοῦσε στὶς μύτες τῶν ποδιῶν
της καὶ πότε-πότε συνέκρινε τὴν ὥρα στὸ ρολόι της μὲ ἐκείνη τῆς
τηλεφωνικῆς ἀναγγελίας ὥρας. Συλλογιζόταν σχετικὰ μὲ τὴ μουσικό:
«Αὐτὴ εἶναι δυνατή. Εἶναι εὔκολο νὰ εἶσαι καλὴ ὅταν εἶσαι δυνατή.»
Τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων ὑψώθηκε
στὸν χλομὸ οὐρανὸ πάνω ἀπὸ τὶς στέγες τῆς πόλης μιὰ ρὸζ-βιολετιὰ
στιβάδα ἀπὸ σύννεφα, σὰν βουνὸ ἀπὸ βαμβάκι. Ἡ «ὑπερφορτωμένη ὑπάλληλος
γραφείου» δὲν γιόρταζε. Ὁ φόβος της μὴν τυχὸν μείνει ἀπένταρη τὴν
ἐμπόδιζε νὰ ψωνίσει δῶρα γιὰ τὸν ἑαυτό της. Ὅμως ἔμοιαζε μὲ γυναίκα
ποὺ τὴν ἀγάπη τὴν εἶχε γνωρίσει ἢ τὴν προσδοκοῦσε ἀκόμη.
Πρώτη δημοσίευση σὲ αὐτὴ τὴ μορφή: Der letzte Frühlingstag,
Luchterhand 1997, καὶ στὴ συνέχεια: Beim
Hute meiner Mutter, Nagel & Kimche 2004. Μὲ ἐλάχιστες διαφοροποιήσεις
καὶ μὲ τὸν τίτλο Kündigung
εἶχε προηγηθεῖ δημοσίευση τοῦ κειμένου στὴ συλλογὴ Das
verschwundene Haus, Luchterhand 1988.
Ἀντελχάιντ Ντυβανέλ (Adelheid Duvanel)
(Πράτελν 1936 – Βασιλεία 1996). Ἐλβετὴ πεζογράφος καὶ ζωγράφος.
Ἀπὸ νωρὶς εἶχε δείξει ἰδιαίτερη κλίση στὴ γραφὴ καὶ στὴ ζωγραφικὴ
καὶ οἱ γονεῖς της ἐνθάρρυναν τὶς προσπάθειές της. Ἡ ψυχικὴ ἰσορροπία
της, ὅμως, διαταράχτηκε στὴν ἐφηβεία, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας
ὑποβλήθηκε σὲ θεραπεῖες σὲ ψυχιατρικὴ κλινική. Ἐπισκέφτηκε
σχολὴ ἐφαρμοσμένων τεχνῶν καὶ στὴ συνέχεια ἐργάστηκε ὡς ὑπάλληλος
γραφείου. Ἡ ἐνήλικη ζωὴ της σημαδεύτηκε ἀπὸ προσωπικὲς καὶ οἰκογενειακὲς
τραγωδίες, παράλληλα ὅμως χαρακτηριζόταν ἀπὸ μιὰ διαρκῆ, θεραπευτικὴ
καλλιτεχνικὴ ἔκφραση καὶ ἀναζήτηση, εἴτε μέσῳ τῆς λογοτεχνίας
εἴτε μὲ τὴ μορφὴ τῆς ἐνασχόλησης μὲ τὴ ζωγραφική. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς
τῆς δεκαετίας τοῦ 1960, καὶ χρησιμοποιώντας ἀρχικὰ ψευδώνυμο,
δημοσίευε κείμενά της σὲ διάφορα ἔντυπα τῆς Ἐλβετίας, ὡς ἐπὶ
τὸ πλεῖστον ἐξαιρετικὰ σύντομα πεζογραφήματα, στὰ ὁποῖα ἡ θεματικὴ
περιστρέφεται κυρίως γύρω ἀπὸ τὴ μοναξιά, τὰ ὑπαρξιακὰ ἀδιέξοδα
καὶ τὴν κοινωνικὴ ἀποξένωση. Πρωταγωνιστικὸ ρόλο παίζουν συχνὰ
παιδιὰ καὶ νέοι, ποὺ προέρχονται συνήθως ἀπὸ ἀσφυκτικὰ οἰκογενειακὰ
καὶ κοινωνικὰ περιβάλλοντα. Κυκλοφόρησαν ἑπτὰ προσωπικὲς συλλογὲς
διηγημάτων τῆς Ντυβανὲλ ἀπὸ τὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1970 μέχρι
τὸν θάνατό της, ὁ ὁποῖος ἐπῆλθε σὲ ἕνα δάσος ἔξω ἀπὸ τὴ Βασιλεία
μιὰ νύχτα τοῦ Ἰουλίου τοῦ 1996. Γιὰ τὸ ἔργο της εἶχε τιμηθεῖ μὲ διάφορα
βραβεῖα, μεταξὺ ἄλλων μὲ τὸ σημαντικὸ βραβεῖο τοῦ Ἐλβετικοῦ Ἱδρύματος
Σίλερ (Gesamtwerkspreis der Schweizerischen Schillerstiftung). Τὴν ἄνοιξη
τοῦ 2021 κυκλοφόρησε ἡ συγκεντρωτικὴ ἔκδοση τῶν κειμένων τῆς
συγγραφέως μὲ τίτλο Fern
von hier. Sämtliche Erzählungen (Μακριὰ ἀπὸ ἐδῶ. Ἅπαντα τὰ διηγήματα,
Limmat Verlag), τὴν ὁποία ἐπιμελήθηκε ἡ φιλόλογος Elsbeth
Dangel-Pelloquin σὲ συνεργασία μὲ τὴ συγγραφέα Friederike Kretzen. Ἰδιαίτερα
σημαντικὴ στὴν ἐν λόγῳ ἔκδοση ὑπῆρξε ἐπίσης καὶ ἡ συμβολὴ τοῦ ἀδερφοῦ
τῆς Ντυβανέλ, Felix Feigenwinter, ὁ ὁποῖος παραχώρησε πολλὲς πληροφορίες
βιογραφικοῦ χαρακτήρα. Γιὰ περισσότερα βλ. καὶ Ἡμερολόγιο Καταστρώματος
Β’, ἐγγραφὴ 02.07.2022.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ γερμανικά:
Μαριάννα Χάλαρη (Ἀθήνα
1983). Σπούδασε Φιλολογία καὶ Μετάφραση-Μεταφρασεολογία,
φοίτησε στὸ ΕΚΕΜΕΛ καὶ ἔχει συμμετάσχει σὲ ἐργαστήρια λογοτεχνικῆς
μετάφρασης. Σὲ μετάφρασή της ἀπὸ τὰ γερμανικὰ κυκλοφοροῦν ἔργα
φιλελλήνων τοῦ 19ου αἰώνα καὶ ἕνα ἱστορικὸ μυθιστόρημα. Συνεργάζεται
μὲ τὸ Ἰνστιτοῦτο Γκαῖτε καὶ μὲ μεταφραστικὲς ἑταιρεῖες. Μεταφράσεις
της ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ ἱστοσελίδες καὶ μπλόγκ.
Εἰκόνα: Ἔργο (27.4.1987) τῆς Ἀντελχάιντ
Ντυβανέλ.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου