Α ΠΩΣ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ ἔτσι ἡ ψυχιατρικὴ κλινικὴ αὐτῆς
τῆς πόλης· ὅλο καὶ τὴ χτίζουνε. Ἡ κλινικὴ προσελκύει τὸ ἐνδιαφέρον
τοῦ κοινοῦ μὲ ἀφίσες: «Ἐλᾶτε σὲ μᾶς! Γίνετε ἀσθενής! 1000 ψυχίατροι
σᾶς περιμένουν!». Ἤθελα μιὰ φορὰ νὰ γράψω ἕνα διήγημα γιὰ αὐτὴ τὴν
κλινική. Ἤθελα, γιὰ παράδειγμα, νὰ χρησιμοποιήσω τὴν πρόταση: «Ἡ
ἀσθενὴς πέταξε στὸν γιατρό της ἕνα παχὺ κομμάτι ὄνειρο.» Οἱ γιατροί,
ὅμως, δὲν θὰ τὴν ἐκτιμοῦσαν τὴν παρομοίωσή τους μὲ λαίμαργα ζῶα, μὲ
ἐκθρονισμένους λέοντες ποὺ ὄχι ἁπλῶς δὲν δικαιοῦνται τὴ μερίδα
τοῦ λέοντος, μὰ πρέπει ἀντιθέτως καὶ νὰ χαίρονται μὲ τὴν παραμικρὴ
μπουκιὰ ὄνειρο ποὺ θὰ τοὺς πετάξουν οἱ ἀσθενεῖς. Ἂν δὲν τὸ ἔκαναν αὐτὸ
οἱ ἀσθενεῖς, οἱ ψυχίατροι θὰ κατέληγαν νὰ πεινάσουν, ψυχῇ τε καὶ
πνεύματι. Οἱ ψυχίατροι μαδᾶνε τὰ δέρματα τῶν ἀσθενῶν, τὸ ἕνα μετὰ
τὸ ἄλλο, κι ἔπειτα τὰ καταβροχθίζουν. Ἤθελα νὰ γράψω γιὰ μιὰ ἀσθενῆ,
ἡ ὁποία κρατᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό της τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν δερμάτων
της· ἐπιτρέπει βέβαια στοὺς γιατροὺς νὰ μυρίσουν καὶ νὰ γλείψουν τὰ
δέρματά της, σπάνια ὅμως τοὺς δίνει τὴν ἄδεια νὰ φᾶνε καὶ λιγάκι. Συχνὰ
οἱ γιατροὶ ἀφήνουν κάποιον ἀπὸ τοὺς ἀσθενεῖς νὰ ἀποχωρήσει ἔχοντας
μονάχα ἕνα δέρμα πλέον· τὸν κηρύσσουν ὑγιῆ, μὰ λίγες ἑβδομάδες ἀργότερα
ὁ ἀσθενὴς ἐπιστρέφει στὴν κλινική. Στὴν πραγματικότητα δὲν μποροῦν
νὰ γιατρέψουν κανέναν γιὰ πάντα· τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν θὰ τὸ ἀποσιωποῦσα
στὸ κείμενό μου. Οἱ γιατροὶ δοκιμάζουν χάπια στοὺς ἀσθενεῖς τους· κάποια
ἀπὸ αὐτὰ τὰ φάρμακα προκαλοῦν ἀνησυχία, μερικὴ τυφλότητα, ἀδυναμία
συγγραφῆς. Οἱ ἀσθενεῖς πλέκουν τὸ κομμένο νῆμα τῆς ὑπομονῆς τους
ξανὰ καὶ ξανὰ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ὅταν τὸ νῆμα κοντύνει πάρα πολύ, ὅταν
δὲν φτάνει πιὰ νὰ τοὺς συγκρατήσει, τότε μένουν γιὰ πάντα στὴν κλινική,
σὰν παλιὰ καὶ μπαγιάτικη βορὰ γιὰ τὴν ὁποία κανένας ψυχίατρος
πλέον δὲν δείχνει ἐνδιαφέρον. Οἱ ψυχίατροι ἔχουνε μανία μὲ τὰ βιώματα τῶν ἀσθενῶν τους. Ἕνας ἀσθενὴς χρειάζεται, πιστεύω, πολὺ περισσότερο χῶρο ἀπὸ ἕναν μὴ ἀσθενῆ γιὰ νὰ «περιηγηθεῖ τὴν ψυχή του», ὅπως θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὸ διατυπώσει μὲ ἕναν κάποιο στόμφο. Στὴν περίπτωση, πάλι, ἑνὸς «μὴ ἀσθενοῦς» ἡ ἐπιφάνεια τῆς ψυχῆς συρρικνώνεται. Ἀπὸ τότε ποὺ οἱ ἄρρωστοι καταπίνουν αὐτὰ τὰ καινούργια χάπια, ἡ αὔξηση τῆς ἐπιφάνειας τῆς ψυχῆς καὶ τὰ βιώματα ἐκλείπουν τὶς περισσότερες φορές· ἡ ἐπιφάνεια τῆς ψυχῆς φυραίνει, καὶ τὰ χάπια πνίγουν τὴ φαντασία. Οἱ ψυχίατροι δὲν ἐνδιαφέρονται
μόνο γιὰ βιώματα, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἀτυχήματα. Εἶναι ἀστυνομικοὶ ποὺ
κάνουν τὴν ἐμφάνισή τους ὅταν ἔχει συμβεῖ κάποιο ἀτύχημα: Στήνουν
προειδοποιητικὰ τρίγωνα, μαρκάρουν, ἀνακρίνουν τοὺς μάρτυρες,
σημειώνουν. Περισσότερα δὲν μποροῦν νὰ κάνουν· δὲν εἶναι στὴν ἁρμοδιότητά
τους νὰ γιατρεύουν τραυματίες ἢ νὰ ἐπαναφέρουν νεκροὺς στὴ ζωή. Μπορεῖ κανεὶς νὰ προσποιηθεῖ πὼς
δὲν συμβαίνει τίποτε. Ἡ νεαρὴ ἀσθενὴς Ὄλγκα ἔχει ἐξασκηθεῖ σ’ αὐτό.
Μιὰ νύχτα, ὅμως, βλέπει ὄνειρο: Στὸ δωμάτιό της στὸν πρῶτο ὄροφο τοῦ
πατρικοῦ, στὰ σανίδια κάτω ἀπὸ τὴν πλούσια διακοσμημένη μπαρὸκ ὀροφὴ
ὑπάρχουν κιβώτια γεμάτα τετράδια καὶ βιβλία. Στὸ τζάκι βρίσκονται
μερικὰ πάκα χαρτί, στὶς γωνίες ὑπάρχουν καρτελοθῆκες, στὸ τραπέζι
στοιβαγμένα σκόρπια χαρτιά. Ἡ Ὄλγκα ξεκαθαρίζει, τακτοποιεῖ, γράφει
καὶ τηλεφωνεῖ. Ἔχει φτιάξει ἕνα μουσεῖο ποὺ δὲν τὸ ἐπισκέπτεται
ποτὲ κανείς· εἶναι ἕνα μικρὸ μουσεῖο γιὰ σκελετοὺς γυαλιῶν ὁράσεως
στὸ ἰσόγειο. Πιστεύει στὸν σημαντικὸ ρόλο αὐτῶν τῶν σκελετῶν καὶ
τῶν φακῶν τους, ποὺ ἐξευγενίζουν, ξεκουτιαίνουν, ὀμορφαίνουν ἢ ρημάζουν
τὰ πρόσωπα. Ὅταν ἕνα ἄτομο πρέπει νὰ ἀνταλλάξει τὴ χωρὶς γυαλιὰ ὕπαρξή
του ἔναντι μιᾶς ὕπαρξης μὲ γυαλιά, μπορεῖ τότε νὰ διέλθει σοβαρὴ
κρίση ταυτότητας. Στὶς γυναῖκες δὲν ἀρέσει νὰ τὶς φωτογραφίζουν μὲ
γυαλιά, οἱ γραμματεῖς ὅμως φοροῦν συχνὰ μὲ αὐτοπεποίθηση τὰ μεγάλα
τους γυαλιὰ μὲ τὸν κοκάλινο σκελετό. Τί θὰ ἦταν ὁ Σοῦμπερτ χωρὶς τὰ
γυαλιά του; Ἡ Ὄλγκα κατάφερε μὲ ἕνα ζευγάρι γυαλιὰ νὰ δώσει ἄλλη, ἀπροσδόκητη
ὄψη στὸ πρόσωπο τοῦ Προύστ. Συμπαθητικὰ εἶναι καὶ τὰ παλιομοδίτικα
γυαλιὰ τῶν ἀσφαλιστικῶν ταμείων· τὰ πρόσωπα φαίνονται ἀμήχανα ἔτσι.
Καὶ πόσα δὲν ὀφείλει, ἄλλωστε, στὰ βαλλιστικὰ γυαλιά του ὁ σκοπευτής. Καὶ τὰ γυαλιὰ ἡλίου καὶ τὰ γυαλιὰ
γιὰ τὸ χιόνι εἶναι χρήσιμα. Ἂς πάρουμε τὸ διήγημα «Τὰ ματογυάλια»
τοῦ Ἔντγκαρ Ἄλλαν Πόε: Ἕνας νέος ἄντρας χωρὶς γυαλιά, μὲ ἀδύναμη ὅραση,
ἐρωτεύεται μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα τὴν ὁποία περνάει γιὰ νεαρὴ
κοπέλα. Ἢ μποροῦμε νὰ ἀναρωτηθοῦμε ἂν ὁ Ἒλ Γκρέκο θὰ εἶχε ζωγραφίσει
ἐντελῶς διαφορετικὰ ἂν εἶχε ὑπάρξει διοπτροφόρος. Τὸ ἐνδιαφέρον
τῆς Ὄλγκα, ὡστόσο, εἶναι στραμμένο προπαντὸς σὲ ἕνα μοναδικὸ ζευγάρι
γυαλιά, τὸ ὁποῖο δὲν ὑπάρχει ἀκόμη· σκαρώνει ἀμέτρητα σχέδια, κυκλώνει
πολὺ ἁπαλὰ τὰ μάτια τοῦ ἀπόμακρου πατέρα της σὲ μιὰ μεγάλη φωτογραφία,
τοῦ σχεδιάζει γυαλιὰ καὶ τὰ σβήνει ξανὰ καὶ ξανὰ μὲ μιὰ μαλακὴ γόμα.
Σκιτσάρει ὀβάλ, στρογγυλά, γεμάτα γωνίες γυαλιά, γυαλιὰ μὲ λεπτοὺς
καὶ χοντροὺς σκελετούς. Ἐλπίζει βαθιὰ ὅτι θὰ καταφέρει νὰ κάνει τὸ
πρόσωπο τοῦ πατέρα νὰ μοιάζει πιὸ ἀνθρώπινο. Ὅσο περισσότερο σχεδιάζει,
ὅσο πιὸ ἀπεγνωσμένα πασχίζει, τόσο πιὸ ἀνατριχιαστικὴ γίνεται
ἡ ἔκφραση τῶν πατρικῶν ματιῶν – ἤ, μᾶλλον, ὁλόκληρου τοῦ προσώπου.
Τὰ μάτια σπιθοβολοῦν, εἶναι καρφωμένα πάνω της, τρεμοπαίζουν, λὲς
καὶ τὰ τυφλώνει τὸ φῶς τοῦ λαμπατὲρ ποὺ φωτίζει τὴ φωτογραφία. Ἔπειτα ἀπὸ μισὸ χρόνο παραμονῆς
στὴν κλινικὴ ἡ Ὄλγκα ἐπιστρέφει στὸ σπίτι. Ὁ ψυχίατρός της δὲν μεταμορφώθηκε
στὸν πατέρα της. Καλὰ-καλὰ δὲν ἔχει προλάβει ἀκόμη νὰ γυρίσει στὸ
σπίτι καὶ ἀσχολεῖται πάλι μὲ τὸ θέμα «γυαλιά», ἔτσι πού, κι ὅταν ἀκόμα
διασχίζει τὴ μεγάλη πλατεία κάτω, ταυτόχρονα βρίσκεται πάνω, στὸ
ὑπνοδωμάτιό της, στὸ γραφεῖο τῶν ὀνείρων της, καὶ στέκεται στὸ παράθυρο.
Παρατηρεῖ τὸν ἑαυτό της καθὼς κάθεται σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς λευκὲς πλαστικὲς
καρέκλες, ἀπομίμηση ἂρ νουβό, μπροστά σε ἕνα καφέ, πίνει μιὰ κόκα
κόλα καὶ καπνίζει. Ὅταν ἔχει καλὸ καιρό, ὁ κόσμος, κυρίως τουρίστες,
κάθεται ἔξω, κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ ἀποποιεῖται τοὺς πύργους τοῦ
καθεδρικοῦ ναοῦ. Ἡ Ὄλγκα βλέπει τὸν ἑαυτό της νὰ σκαλίζει μὲ τὸ ἀποτσίγαρό
της λευκοὺς σταυροὺς στὸ τριγωνικὸ τασάκι. Μοιάζει μὲ θαμώνα τοῦ καφὲ
ποὺ ἐκτίθεται σὲ κοινὴ θέα, ἀπαλλαγμένη ὅμως ἀπὸ καταναγκασμούς,
λὲς καὶ κάθεται σὲ ψηλὴ σκάλα. Δὲν ὑπάρχουν ἐδῶ οἱ τέσσερεις γωνίες
μέσα στὶς ὁποῖες κάθεται μονίμως ὁ πατέρας-θεός. Ἡ Ὄλγκα γράφει ἕνα
γράμμα ποὺ δὲν πρόκειται νὰ στείλει στὸν πατέρα της: «Μιᾶς καὶ μοῦ ἦταν
πάντοτε πιὸ εὔκολο νὰ γράφω παρὰ νὰ μιλάω, θέλω νὰ παραμείνω πιστὴ
στὶς συνήθειές μου. Εἶναι καλύτερο, κατὰ τὴ γνώμη μου, νὰ μὴν ἀλλάξουμε
τοὺς ρόλους, ἀφοῦ δὲν εἴμαστε καθόλου ἐξοικειωμένοι νὰ μιλᾶμε μεταξύ
μας. Μιλήσαμε καὶ ποτὲ μεταξύ μας ἐμεῖς;» Γιὰ νὰ συμπληρώσω τὸν χαρακτηρισμὸ
τῆς Ὄλγκα θὰ πρέπει ἴσως νὰ ἀναφέρω ἐπιπλέον ὅτι δὲν διαβάζει ποτὲ
τὰ βιβλία ποὺ πρέπει νὰ ἔχει διαβάσει κανεὶς καὶ δὲν πηγαίνει ποτὲ
νὰ δεῖ στὸν κινηματογράφο τὶς ταινίες γιὰ τὶς ὁποῖες μιλᾶνε ὅλοι ἀκόμα
καὶ μετὰ ἀπὸ χρόνια. Δὲν ξέρει ποιά ἔκφραση τοῦ προσώπου ταιριάζει
σὲ ποιά περίσταση. Δὲν ξέρει ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι στὴν πόλη μας οἱ
ὁποῖοι διαπράττουν ἐγκλήματα κινούμενοι ἀπὸ τὴν ἀσύνειδη ἐπιθυμία
νὰ φυλακιστοῦν ἀπὸ τὴν ἀστυνομία. Ξέρει ὅμως ὅτι οἱ ἐκκλησίες
καὶ τὰ πολιτικὰ κόμματα ἐπιδιώκουν νὰ προσελκύσουν πιστούς. Ἐνδεχομένως
καὶ ὁ στρατός. Παρ’ ὅλα αὐτά, νεαροί, ὀρδὲς ὀρφανῶν ἀπὸ πατέρα, ὀργώνουν
τοὺς δρόμους τῆς πόλης, σπᾶνε βιτρίνες, λεηλατοῦν καὶ βάζουν φωτιές.
Παιδιά, νέες γυναῖκες καὶ νέοι ἄντρες δὲν κολλοῦν ἀφίσες στοὺς τοίχους
γιὰ νὰ προσελκύσουν τὸ ἐνδιαφέρον. Γράφουν στοὺς τοίχους τῆς πόλης
προτάσεις ὅπως: «Θέλουμε νὰ ζήσουμε! Καὶ τὸ μπετὸν μαραίνεται!» Κάποιος
νέος ἔχει γράψει μὲ χρωματιστὸ σπρέι, ἄλικο, τὴ λέξη «Προσοχή!»
στὸν τοῖχο τοῦ πατρικοῦ της Ὄλγκα. Τὶς Κυριακὲς ἐπισκέπτονται ἀστοὶ
τὸ κέντρο τῆς πόλης γιὰ νὰ περιεργαστοῦν τὶς ζημιές. Εἶναι ὡραῖοι
περίπατοι αὐτοί, ἀντικαθιστοῦν μιὰ ἐπίσκεψη στὸν κινηματογράφο. Πρώτη δημοσίευση: Das Brillenmuseum, Luchterhand 1982.
Ἀντελχάιντ Ντυβανέλ (Adelheid Duvanel)
(Πράτελν 1936 – Βασιλεία 1996). Ἐλβετὴ πεζογράφος καὶ ζωγράφος. Ἀπὸ
νωρὶς εἶχε δείξει ἰδιαίτερη κλίση στὴ γραφὴ καὶ στὴ ζωγραφικὴ καὶ
οἱ γονεῖς της ἐνθάρρυναν τὶς προσπάθειές της. Ἡ ψυχικὴ ἰσορροπία
της, ὅμως, διαταράχτηκε στὴν ἐφηβεία, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας
ὑποβλήθηκε σὲ θεραπεῖες σὲ ψυχιατρικὴ κλινική. Ἐπισκέφτηκε
σχολὴ ἐφαρμοσμένων τεχνῶν καὶ στὴ συνέχεια ἐργάστηκε ὡς ὑπάλληλος
γραφείου. Ἡ ἐνήλικη ζωὴ της σημαδεύτηκε ἀπὸ προσωπικὲς καὶ οἰκογενειακὲς
τραγωδίες, παράλληλα ὅμως χαρακτηριζόταν ἀπὸ μιὰ διαρκῆ, θεραπευτικὴ
καλλιτεχνικὴ ἔκφραση καὶ ἀναζήτηση, εἴτε μέσῳ τῆς λογοτεχνίας
εἴτε μὲ τὴ μορφὴ τῆς ἐνασχόλησης μὲ τὴ ζωγραφική. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς
τῆς δεκαετίας τοῦ 1960, καὶ χρησιμοποιώντας ἀρχικὰ ψευδώνυμο,
δημοσίευε κείμενά της σὲ διάφορα ἔντυπα τῆς Ἐλβετίας, ὡς ἐπὶ
τὸ πλεῖστον ἐξαιρετικὰ σύντομα πεζογραφήματα, στὰ ὁποῖα ἡ θεματικὴ
περιστρέφεται κυρίως γύρω ἀπὸ τὴ μοναξιά, τὰ ὑπαρξιακὰ ἀδιέξοδα
καὶ τὴν κοινωνικὴ ἀποξένωση. Πρωταγωνιστικὸ ρόλο παίζουν συχνὰ
παιδιὰ καὶ νέοι, ποὺ προέρχονται συνήθως ἀπὸ ἀσφυκτικὰ οἰκογενειακὰ
καὶ κοινωνικὰ περιβάλλοντα. Κυκλοφόρησαν ἑπτὰ προσωπικὲς συλλογὲς
διηγημάτων τῆς Ντυβανὲλ ἀπὸ τὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1970 μέχρι
τὸν θάνατό της, ὁ ὁποῖος ἐπῆλθε σὲ ἕνα δάσος ἔξω ἀπὸ τὴ Βασιλεία
μιὰ νύχτα τοῦ Ἰουλίου τοῦ 1996. Γιὰ τὸ ἔργο της εἶχε τιμηθεῖ μὲ διάφορα
βραβεῖα, μεταξὺ ἄλλων μὲ τὸ σημαντικὸ βραβεῖο τοῦ Ἐλβετικοῦ Ἱδρύματος
Σίλερ (Gesamtwerkspreis der Schweizerischen Schillerstiftung). Τὴν ἄνοιξη
τοῦ 2021 κυκλοφόρησε ἡ συγκεντρωτικὴ ἔκδοση τῶν κειμένων τῆς συγγραφέως
μὲ τίτλο Fern von
hier. Sämtliche Erzählungen (Μακριὰ
ἀπὸ ἐδῶ. Ἅπαντα τὰ διηγήματα, Limmat
Verlag), τὴν ὁποία ἐπιμελήθηκε ἡ φιλόλογος Elsbeth Dangel-Pelloquin
σὲ συνεργασία μὲ τὴ συγγραφέα Friederike Kretzen. Ἰδιαίτερα σημαντικὴ
στὴν ἐν λόγῳ ἔκδοση ὑπῆρξε ἐπίσης καὶ ἡ συμβολὴ τοῦ ἀδερφοῦ τῆς
Ντυβανέλ, Felix Feigenwinter, ὁ ὁποῖος παραχώρησε πολλὲς πληροφορίες
βιογραφικοῦ χαρακτήρα. Γιὰ περισσότερα βλ. καὶ Ἡμερολόγιο Καταστρώματος
Β’, ἐγγραφὴ 02.07.2022.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ γερμανικά:
Μαριάννα Χάλαρη (Ἀθήνα 1983). Σπούδασε Φιλολογία
καὶ Μετάφραση-Μεταφρασεολογία, φοίτησε στὸ ΕΚΕΜΕΛ καὶ ἔχει
συμμετάσχει σὲ ἐργαστήρια λογοτεχνικῆς μετάφρασης. Σὲ μετάφρασή
της ἀπὸ τὰ γερμανικὰ κυκλοφοροῦν ἔργα φιλελλήνων τοῦ 19ου αἰώνα
καὶ ἕνα ἱστορικὸ μυθιστόρημα. Συνεργάζεται μὲ τὸ Ἰνστιτοῦτο
Γκαῖτε καὶ μὲ μεταφραστικὲς ἑταιρεῖες. Μεταφράσεις της ἔχουν δημοσιευτεῖ
σὲ ἱστοσελίδες καὶ μπλόγκ.
Εἰκόνα: Ἔργο (1980) τῆς Ἀντελχάιντ Ντυβανέλ.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου