|
planodion
Ἰούλ. 12
|
«ΩΡΑΙΑ ΜΠΟΥΤΑΚΙΑ, ἔτσι;» εἶπε ὁ Ζαρούχλας, ἐκεῖ γύρω
στὸ ᾿67, ἤμαστε δὲ θά ᾿μαστε δεκάξι χρονῶ, κι ἑνώνοντας τὸν ἀντίχειρα
μὲ τὸν δείκτη καὶ τὸν μέσο τὰ ἔσυρε πρὸς τὰ κάτω, ἡ χούφτα ἀνάσκελη,
σὲ μιὰ χειρονομία ἐκτίμησης τοῦ ὡραίου.
Εἴχαμε βγῆ ἀπὸ τὴν αἴθουσα τῶν ἀγγλικῶν τοῦ δευτέρου ὀρόφου τοῦ Ἰνστιτούτου
καὶ περνάγαμε ἔξω ἀπὸ τὴν αἴθουσα τοῦ πρώτου ὀρόφου τοῦ Ἰνστιτούτου,
ποὺ ἡ πόρτα της ἤτανε ἀνοιχτὴ καὶ μποροῦσες νὰ δῇς τὴν κυρία Μίνα
καθισμένη στὴν ἕδρα. Ἡ φούστα τῆς κυρίας Μίνας ἦταν τραβηγμένη
λίγο πρὸς τὰ πάνω καὶ ἄφηνε νὰ φαίνωνται τὰ πόδια της μέχρι τὴν μέση
περίπου τῶν μηρῶν. Τότε ὁ Ζαρούχλας μὲ κύτταξε μὲ λίγο πονηρό,
λίγο θαυμαστικὸ ὕφος, ἕνωσε τὰ τρία δάχτυλα καὶ τὰ κίνησε πρὸς
τὰ κάτω λέγοντας: «Ὡραῖα μπουτάκια, ἔτσι;» Μπορεῖ νὰ πρόσθεσε κιόλας:
«Μὴ μοῦ πῇς!», ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τὸ θυμᾶμαι καλά.
Ἐκεῖνο ποὺ θυμᾶμαι εἶναι πὼς ἡ κυρία Μίνα, στὸ ἄνθος τῆς νιότης
της, κάπου εἰκοσιδύο χρονῶ, φοροῦσε μαῦρες νάυλον κάλτσες καὶ
μαῦρα λουστρινένια γοβάκια, ἐκεῖνο τὸ βράδυ τοῦ μακρινοῦ ᾿67, ποὺ
ὁ Ζαρούχλας γύρισε καὶ μοῦ ᾿πε πὼς «ὡραῖα μπουτάκια, ἔτσι;» καὶ ποὺ
μποροῦσε νὰ εἶπε κιόλας «Μὴ μοῦ πῇς!», μ᾿ ἕνα πονηρὸ ἐφηβικὸ χαμόγελο.
Τότε ἦταν ποὺ ἡ κυρία Μίνα γύρισε τὰ γαλανὰ μάτια τῶν εἰκοσιδύο
της χρόνων καὶ μᾶς κύτταξε, ἐκεῖ, στὴν πόρτα τῆς αἴθουσας τῶν ἀγγλικῶν
τοῦ Ἰνστιτούτου, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Ζαρούχλας κατέβαζε τὴν ἀνάσκελη
χούφτα του μὲ τὰ τρία δάχτυλα ἑνωμένα, σὲ μιὰ χειρονομία θαυμασμοῦ,
καὶ σὰν νὰ κατάλαβε, γιατὶ τὰ γαλανά της μάτια τῶν εἰκοσιδύο χρόνων
μᾶς χαμογέλασαν εὔθυμα, καὶ λίγο αὐτάρεσκα, κι ἐγὼ ἔσκυψα τὸ
κεφάλι κατακόκκινος. Ὁ Ζαρούχλας δὲν ξέρω τί ἔκανε, γιατὶ τὸ μόνο
ποὺ θυμᾶμαι ἀπὸ ᾿κεῖ κι ἔπειτα εἶναι τὰ γαλανὰ μάτια τῆς κυρίας
Μίνας νὰ μοῦ χαμογελοῦν ὅλο εὐθυμία καὶ κατανόηση, ἐκείνη τὴν
μακρινὴ βραδιὰ τοῦ ᾿67.
Αὐτὰ τὰ γαλανὰ μάτια τὰ ξανασυνάντησα μετὰ ἀπὸ πενῆντα
περίπου χρόνια, στὸν προθάλαμο ἑνὸς ἰατρείου καὶ τὰ ἀναγνώρισα
ἀμέσως: ἦταν τῆς κυρίας Μίνας. Ὅμως ἡ κυρία Μίνα δὲν ἦταν ἡ κυρία
Μίνα. Κάτω ἀπὸ τὰ γαλανά της μάτια σάλευαν οἱ δίπλες ἑνὸς πλαδαροῦ
προγουλιοῦ, καὶ στὰ κοντόχοντρα γερασμένα της πόδια ἕνας θύσανος
ἀπὸ γαλαζόμαυρες σπασμένες φλέβες χυμοῦσε ἀπὸ τὴν ἄκρη τῶν μηρῶν
καὶ τὰ γόνατα, μέχρι κάτω, τὰ πρησμένα της δάχτυλα.
Δὲν φάνηκε νὰ μὲ ἀναγνώρισε, οὔτε κι ἐγὼ θέλησα νὰ δώσω γνωριμία.
Ἐξ ἄλλου αὐτὴ ἡ κυρία Μίνα δὲν ἦταν ἡ πραγματικὴ κυρία Μίνα, ποὺ
τὴν εἶχε δεῖ ὁ Ζαρούχλας καὶ εἶχε πεῖ «ὡραῖα μπουτάκια, ἔτσι;», ἑνώνοντας
τὸν ἀντίχειρα, τὸν δείκτη καὶ τὸν μέσο, ἡ χούφτα ἀνάσκελη, σὲ μιὰ
χειρονομία θαυμασμοῦ.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Χρῖστος Δάλκος (Τρόπαια
Ἀρκαδίας, 1951). Σπούδασε στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν καὶ ἐργάστηκε
ὡς φιλόλογος στὴ Μέση Δημόσια Ἐκπαίδευση. Δημοσίευσε: Μικρὲς βιομηχανικὲς ἱστορίες (Διηγήματα,
Ἀθήνα, 1987), Τὰ ἰδεολογήματα τῆς
νέας γλωσσολογίας (Δίαυλος, 1995), Νευρόσπαστο τηλεχειριστηρίου (Ποιήματα,
Πλανόδιον, 2007) κ.ἄ. Τελευταῖα του βιβλία τὸ πεζό Μελανθώ (Μελάνι,
2016) καὶ τὸ δοκίμιο Γλωσσικὴ
διδασκαλία: μήπως ἦρθε καιρὸς νὰ διορθώσουμε τὰ λάθη μας; (Παρασκήνιο/Δίθυρον,
2019).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου