|
planodion
Ἰούλ. 19
|
OΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΠΕΤΡΑ ὕψους πάνω ἀπὸ ἕνα
ἑβδομήντα μπροστά του ἔμοιαζε ὀγκόλιθος, ἀκόμα κι ἂν τὸ φάρδος
της ἦταν μόλις μισὸ μέτρο. Αὐτὲς ἦταν οἱ διαστάσεις τῆς πέτρας ποὺ
ξεφόρτωναν στὴ αὐλή του κι αὐτὸ ἦταν τὸ μπόι του. Μεγάλα φορτηγὰ
δὲν χωροῦσαν στὰ σοκάκια τοῦ νησιοῦ ποὺ ὁδηγοῦσαν στὸ ἀτελιὲ καὶ
τὸ ὄνειρό του νὰ πλάσει κάτι μεγάλης κλίμακας ἀπαιτοῦσε τὴν παραμονή
του στὸ λατομεῖο καὶ τὴν ἐργασία του στὸ ὕπαιθρο. Πράγμα σχεδὸν ἀδύνατον.
Πρῶτον, γιατί ἐκεῖ δὲν ὑπῆρχαν πέτρες στὸ μέγεθος ποὺ τὶς χρειαζόταν
καὶ δεύτερον, γιατί ἀκόμα κι ἂν ὑπῆρχαν, δὲν θὰ τοῦ τὸ ἐπέτρεπαν,
ἀφοῦ κανεὶς δὲν τὸν συμπαθοῦσε στὸ ἐργοτάξιο.
Ὅταν λοιπὸν ἐκεῖνο τὸ μεσημέρι
τοῦ Ἰουλίου προσγειώθηκαν μπρός του οἱ δυὸ ὀγκόλιθοι, σὰν μετεωρίτες
ἀπὸ τὸ διάστημα, ἀντὶ νὰ βλαστημήσει τὰ ἀπροειδοποίητα φουρνέλα
σταυροκοπήθηκε γιὰ αὐτὴν τὴν εὔνοια τῆς τύχης. Πρώτον γιατὶ οἱ
δυὸ βράχοι ἀκουμποῦσαν ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλο, ἀφήνοντας μεταξύ
τους ἕνα προστατευτικὸ κενὸ ποὺ τὸν ἔσωσε ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες κοτρόνες
ποὺ ἔπεφταν βροχὴ γύρω του. Καὶ δεύτερον γιατί οἱ πέτρες ποὺ μέσα
τους βρῆκε καταφύγιο ἦταν σιδερόπετρες: δύσκολες ἀλλὰ συνάμα ἀνθεκτικὲς
πέτρες ποὺ θὰ ἔκαναν τὸ γλυπτό του αἰώνιο.
Ἀκόμα κι ἡ κακοτυχία του νὰ
τὸν δαγκώσει ἡ “οὐρανοκατέβατη” ὄχεντρα στὸν παράμεσο τοῦ ἀριστεροῦ
χεριοῦ δὲν τὸν πτόησε. Ἔλυσε ἀστραπιαῖα τὸ κορδόνι τοῦ παπουτσιοῦ
καὶ ἀφοῦ πάτησε τὴ μιὰ ἄκρη του τὸ τύλιξε γύρω ἀπὸ τὸν καρπὸ σφίγγοντας
μὲ τὸ δεξί. Ὕστερα πάλι, δένοντας τὴν ἴδια ἄκρη στὸν βραχίονα μιᾶς
κουτσουπιᾶς καὶ τραβώντας μὲ τὸ πληγωμένο, κατάφερε νὰ τὸ σφίξει
ἀκόμα καλύτερα.
Ὁ τσοπάνος ποὺ τοῦ ἔδωσε τὴν
σύριγγα γιὰ νὰ τρυπήσει τὸ δάχτυλο καὶ νὰ βγεῖ τὸ δηλητήριο καταριόταν
ἕνα παρόμοιο φίδι ποὺ τοῦ εἶχε σκοτώσει δυὸ κατσίκες, ἀλλὰ ὁ λιλιπούτειος
γλύπτης καθὼς μεταφερόταν στὸ νοσοκομεῖο κάθε ἄλλο ἀπὸ ἀρνητικὲς
σκέψεις ἔκανε. Ἀντιθέτως, ἦταν ἀκριβῶς τότε ποὺ τὸ μυαλό του συνέλαβε
τὴν σύνθεση τοῦ καλλιτεχνικοῦ του σχεδίου. Ἀπορώντας πῶς τὸ μηχανάκι
ποὺ τὸν μετέφερε ἄντεχε τὸ βάρος του —λεπτὸ πρὸς λεπτὸ γινόταν γιὰ
πρώτη φορὰ στὴ ζωή του ἀσήκωτο— φαντάστηκε ὡς γλυπτὸ τὸ ἀρνητικὸ
ἀνάλογο τοῦ ἑαυτοῦ του.
Στὴν ἐντατικὴ αὐτὴ ἡ ἐπίμονη
σκέψη σχημάτισε ἕνα χαμόγελο στὰ χείλη του – ἐντελῶς παράταιρο
μὲ τὰ χονδροειδῆ ἀστεῖα τῶν γιατρῶν καὶ τοῦ βοηθητικοῦ προσωπικοῦ
γιὰ τὸ ἀνάστημα καὶ τὴν καταγωγή του: “Ἀλβανὸς εἶναι, θὰ ἀντέξει!”,
“Ἕνας Ἀλβανὸς λιγότερος!”.
Ποῦ νὰ καταλάβαιναν πὼς αὐτὸς
ἔβλεπε ἤδη τὸ ἔργο του τελειωμένο ἔξω ἀπὸ τὸ λατομεῖο. Ἕναν
ψηλὸ καὶ βαρὺ γίγαντα ὅλο μπράτσα ποὺ θὰ κρατοῦσε ἀκόμα ψηλότερα
μιὰ ἔχιδνα, δείχνοντας τὴν προκλητικὰ στὸ Θεό, σὰν νὰ τοῦ ΄λέγε: «Ὅσα
φίδια καὶ πέτρες νὰ στέλνεις, ἐγὼ θὰ δημιουργῶ.»
24-6-2022
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Πέτρος Φούρναρης (Ἀθήνα,
1963). Διήγημα, μετάφραση. Σπούδασε στὴν Ἀνωτάτη Γεωπονικὴ
Σχολὴ Ἀθηνῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴ Λέρο, τὸ νησὶ τῆς καταγωγῆς
του, ὅπου ἐργάζεται ὡς γεωπόνος στὸ Κρατικὸ Θεραπευτήριο Λέρου
καὶ τὶς ἐλεύθερες ὧρες του γράφει διηγήματα. Πεζά του ἔχουν δημοσιευτεῖ
στὸ περιοδικὸ Ἔκφραση
Λόγου καὶ Τέχνης, στὸ περιοδικὸ Πλανόδιον (ἀρ.
37, Δεκέμβριος 2004) καὶ στὸ Ἱστολόγιο Ἱστορίες Μπονζάι («Συμφιλίωση «καὶ «100%»), ἐνῶ μεταφράσεις του στὴν Ἐπιθεώρηση Λεριακῶν Μελετῶν τοῦ
Ἱστορικοῦ Ἀρχείου Λέρου. Γιὰ τὸ ἱστολόγιό μας ἐπιμελήθηκε τὸ ἀφιέρωμα στὸν Ἰταλὸ συγγραφέα Ντίνο Μπουτζάτι.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου