|
planodion
Ἰούλ. 9
|
ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΜΕΡΙΚΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ἔβαλα τὰ δυνατά
μου νὰ γίνω κοινωνικός. Προσέλκυσα ξένους ἀνθρώπους στὸ σπίτι
μου· σὰν αἱμάτινα λουλούδια ἔφεγγε τὸ κρασὶ μέσα ἀπὸ τὰ ποτήρια
ποὺ τοὺς πρόσφερα. Νωρὶς τὸ πρωὶ τὰ μάτια τῶν νεαρῶν γυναικῶν καὶ ἀντρῶν
ἀνέβλυσαν, στάλαξαν ζεστὰ στὸν λαιμό τους, πέρασαν χοροπηδώντας
πάνω ἀπὸ τὴν κλείδα καὶ συνέχισαν νὰ τρέχουν χαμηλότερα. Ἐγὼ ὅμως
καθόμουν ἄχαρος σὰν σελοφὰν στὴν ξεφτισμένη πολυθρόνα δίπλα στὴν
κεντρικὴ θέρμανση καὶ παρακολουθοῦσα τοὺς χορούς τους· ξεκόλλησαν
ἀπὸ τοὺς τοίχους ἀπὸ τοὺς ὁποίους εἶχαν γραπωθεῖ καὶ λικνίζονταν
σὰν κισσὸς στὸν ἄνεμο. Ὅταν ἤμουν παιδὶ προσπαθοῦσα νὰ ἔρθω σὲ ἐπαφὴ
μὲ ἀνθρώπους χρησιμοποιώντας μικρὲς χειρονομίες, ὑπαινικτικὰ
λόγια, ἐκεῖνοι ὅμως ἀρέσκονταν στὸ θορυβῶδες, στὸ προφανές, τὸ ὁποῖο
ἐγὼ ἀποστρεφόμουν. Δὲν μποροῦσαν νὰ μὲ καταλάβουν. Ἡ μεγαλύτερη
ἀδερφή μου κι ἐγὼ μεγαλώσαμε χωρὶς μητέρα. Θυμᾶμαι ὅτι ὁ πατέρας
μας ἀγαποῦσε τὶς λέξεις «ἐγκράτεια» καὶ «θυσία»· ἀνῆκε σὲ μιὰ σκοτεινὴ
αἵρεση, στὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ ἀνήκουμε καὶ ἐμεῖς, ὡστόσο στὰ δεκαέξι
μου ἔκανα κοπάνα ἀπὸ τὶς θεοφοβούμενες συναθροίσεις ποὺ μοῦ
προκαλοῦσαν πόνο στὸ στομάχι. Ὅποτε ὑπέφερα ἀπὸ δίψα κατὰ τὴ
διάρκεια τοῦ φαγητοῦ ὁ πατέρας μου ἀποκρινόταν: «Φάε σαλάτα»· τὸ
νὰ πίνει κανείς, ἀκόμα καὶ νερό, τὸ θεωροῦσε παρεκτροπή· ὁ οὐρανίσκος
καὶ ἡ καρδιά μας ὄφειλαν νὰ μείνουν στεγνά.
Ἡ ἀδερφή μου ἐγκατέλειψε τὸν
πατέρα πρὶν ἀπὸ μένα, ὅταν ὅμως ἔπειτα ἔφυγα κι ἐγὼ ἀπὸ τὴν ψυχρότητα
τοῦ πατρικοῦ μου γιὰ νὰ βρῶ τὴν ψυχρότητα τοῦ κόσμου, δὲν ἤμουν ἀκόμη
ἕτοιμος νὰ ἀνοίξω τὰ φτερά μου καὶ νὰ πετάξω. Ἔχασα τὸν δρόμο
μου, ἔμεινα ξεκρέμαστος, ἔγινα μπαλάκι καὶ ἔπεσα χαμηλά· λίγο
ἔλειψε, μάλιστα, καὶ νὰ παντρευτῶ. Σήμερα πλέω πάνω σε ἕνα κομμάτι
πάγο ὅλο καὶ πιὸ μακριὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὄχθη ποὺ διαγράφεται πέρα
μακριὰ ρηχὴ καὶ ἄχαρη καὶ δὲν γίνεται διόλου πιὸ ἀμυδρή. Ἡ σιωπὴ
γύρω μου εἶναι τεταμένη ἀπὸ τὸν φόβο, φουσκωμένη σὰν γιγάντιο
σύννεφο.
Κάθε μέρα βγαίνω γιὰ περίπατο
μὲ τὴ σκυλίτσα μου, ἡ ὁποία κουτσαίνει κατὰ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο
ὅπως ἐγὼ (γνωρίζω πολὺ καλὰ τὸ γελοῖο τοῦ θεάματος), καὶ διασχίζουμε
τοὺς δρόμους τοῦ προαστίου· ὅταν κοντοστέκομαι, σταματᾶ καὶ τὸ ζῶο
τὸ βῆμα του καὶ κοιτάζει ψηλὰ πρὸς τὸ μέρος μου. Κατὰ τὴ διάρκεια ἑνὸς
ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς περιπάτους ἦταν ποὺ ἔγινα ποιητής: Στὴν ἄκρη τοῦ
δρόμου βρισκόταν ἕνα αὐτοκίνητο τὸ ὁποῖο ὁ παγετὸς σκόπευε μᾶλλον
νὰ κάνει ἀόρατο, διότι ἔμοιαζε τυλιγμένο σὲ λευκό, λεπτὸ μεταξόχαρτο.
Ἀκόμα καὶ ὁ οὐρανός, ποὺ τραμπαλιζόταν ἀνάμεσα στὶς λευκὲς στέγες,
ἦταν λευκός. Φτάνοντας μίαν ἀνάσα πρὶν ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο εἶδα ὅτι
τὸ δάχτυλο ἑνὸς παιδιοῦ ἤθελε νὰ τὸ βγάλει πάλι ἀπὸ τὴν κρυψώνα
του μὲ γράμματα, μὲ μιὰ λέξη, καὶ ταυτόχρονα τὸ μεταμόρφωνε, τοῦ
στεροῦσε ἄλλη μιὰ φορὰ καὶ μὲ ἐπιμονὴ τὴ σημασία του ὡς αὐτοκινήτου,
ἡ ὁποία ἤδη εἶχε τεθεῖ ὑπὸ ἀμφισβήτηση χάρη στὴ λευκὴ μεταμφίεση.
Στὸ καπὸ ἦταν γραμμένο κάτι, μιὰ λέξη ποὺ μοῦ κίνησε τὸ ἐνδιαφέρον·
περνώντας ἀπὸ κοντὰ κατόρθωσα νὰ τὴ διακρίνω: ΟΡΓΗ. Ἤμουν ἀναστατωμένος,
παράξενα ταραγμένος, λὲς καὶ τὸ γυμνὸ πρόσωπο μιᾶς νύφης τυλιγμένης
στὰ λευκὰ μοῦ ἐκμυστηρευόταν κάτι, λὲς καὶ διάβαζα στὸ ὕφος της ἕνα
μήνυμα τὸ ὁποῖο δὲν ἦταν συναφὲς μὲ τὴν ἰδιότητά της ὡς νύφης. Ἀπὸ
ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀναρωτιέμαι μήπως μποροῦν ἄραγε οἱ λέξεις νὰ
δημιουργήσουν ἕναν καινούργιο κόσμο πάνω ἀπὸ τὸ μεγάλο κενό,
πάνω ἀπὸ τὴν ἄβυσσο στὴν ὁποία ἔχει γκρεμιστεῖ ἡ ζωή μου. Μέρα
νύχτα γράφω τώρα λέξεις, ζωγραφίζω μὲ τὸν ἦχο τοὺς χειμάρρους τοῦ
οὐρανοῦ ποὺ ξεβράζουν κάποιο λυσσασμένο ψάρι μπρὸς στὸ παράθυρό
μου· χτίζω πύργους καὶ γέφυρες, βάζω τὸν ἥλιο νὰ σαρώνει τοὺς ἴσκιους
ἀπὸ τὶς χαράδρες μὲ τὴν ἀστραφτερή του σκούπα καὶ κουνάω τὸ κεφάλι
μου ὅταν ὁ ἄνεμος ποὺ περιγράφω διαβάζει παλιὲς ἐφημερίδες σὲ
μιὰ γωνιὰ σὰν ἀλήτης· μὲ φούρια, μὲ μιὰ γελοία περιέργεια γυρίζει
τὸ ἕνα φύλλο μετὰ τὸ ἄλλο.
Πρώτη δημοσίευση: Basler Magazin,
9.9.1978, καὶ στὴ συνέχεια: Windgeschichten,
Luchterhand 1980)
Ἀντελχάιντ Ντυβανέλ (Adelheid Duvanel)
(Πράτελν 1936 – Βασιλεία 1996). Ἐλβετὴ πεζογράφος καὶ ζωγράφος.
Ἀπὸ νωρὶς εἶχε δείξει ἰδιαίτερη κλίση στὴ γραφὴ καὶ στὴ ζωγραφικὴ
καὶ οἱ γονεῖς της ἐνθάρρυναν τὶς προσπάθειές της. Ἡ ψυχικὴ ἰσορροπία
της, ὅμως, διαταράχτηκε στὴν ἐφηβεία, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας
ὑποβλήθηκε σὲ θεραπεῖες σὲ ψυχιατρικὴ κλινική. Ἐπισκέφτηκε
σχολὴ ἐφαρμοσμένων τεχνῶν καὶ στὴ συνέχεια ἐργάστηκε ὡς ὑπάλληλος
γραφείου. Ἡ ἐνήλικη ζωὴ της σημαδεύτηκε ἀπὸ προσωπικὲς καὶ οἰκογενειακὲς
τραγωδίες, παράλληλα ὅμως χαρακτηριζόταν ἀπὸ μιὰ διαρκῆ, θεραπευτικὴ
καλλιτεχνικὴ ἔκφραση καὶ ἀναζήτηση, εἴτε μέσῳ τῆς λογοτεχνίας
εἴτε μὲ τὴ μορφὴ τῆς ἐνασχόλησης μὲ τὴ ζωγραφική. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς
τῆς δεκαετίας τοῦ 1960, καὶ χρησιμοποιώντας ἀρχικὰ ψευδώνυμο,
δημοσίευε κείμενά της σὲ διάφορα ἔντυπα τῆς Ἐλβετίας, ὡς ἐπὶ
τὸ πλεῖστον ἐξαιρετικὰ σύντομα πεζογραφήματα, στὰ ὁποῖα ἡ θεματικὴ
περιστρέφεται κυρίως γύρω ἀπὸ τὴ μοναξιά, τὰ ὑπαρξιακὰ ἀδιέξοδα
καὶ τὴν κοινωνικὴ ἀποξένωση. Πρωταγωνιστικὸ ρόλο παίζουν συχνὰ
παιδιὰ καὶ νέοι, ποὺ προέρχονται συνήθως ἀπὸ ἀσφυκτικὰ οἰκογενειακὰ
καὶ κοινωνικὰ περιβάλλοντα. Κυκλοφόρησαν ἑπτὰ προσωπικὲς συλλογὲς
διηγημάτων τῆς Ντυβανὲλ ἀπὸ τὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1970 μέχρι
τὸν θάνατό της, ὁ ὁποῖος ἐπῆλθε σὲ ἕνα δάσος ἔξω ἀπὸ τὴ Βασιλεία
μιὰ νύχτα τοῦ Ἰουλίου τοῦ 1996. Γιὰ τὸ ἔργο της εἶχε τιμηθεῖ μὲ διάφορα
βραβεῖα, μεταξὺ ἄλλων μὲ τὸ σημαντικὸ βραβεῖο τοῦ Ἐλβετικοῦ Ἱδρύματος
Σίλερ (Gesamtwerkspreis der Schweizerischen Schillerstiftung). Τὴν ἄνοιξη
τοῦ 2021 κυκλοφόρησε ἡ συγκεντρωτικὴ ἔκδοση τῶν κειμένων τῆς
συγγραφέως μὲ τίτλο Fern
von hier. Sämtliche Erzählungen (Μακριὰ ἀπὸ ἐδῶ. Ἅπαντα τὰ διηγήματα,
Limmat Verlag), τὴν ὁποία ἐπιμελήθηκε ἡ φιλόλογος Elsbeth
Dangel-Pelloquin σὲ συνεργασία μὲ τὴ συγγραφέα Friederike Kretzen. Ἰδιαίτερα
σημαντικὴ στὴν ἐν λόγῳ ἔκδοση ὑπῆρξε ἐπίσης καὶ ἡ συμβολὴ τοῦ ἀδερφοῦ
τῆς Ντυβανέλ, Felix Feigenwinter, ὁ ὁποῖος παραχώρησε πολλὲς πληροφορίες
βιογραφικοῦ χαρακτήρα.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ γερμανικά:
Μαριάννα Χάλαρη (Ἀθήνα
1983). Σπούδασε Φιλολογία καὶ Μετάφραση-Μεταφρασεολογία,
φοίτησε στὸ ΕΚΕΜΕΛ καὶ ἔχει συμμετάσχει σὲ ἐργαστήρια λογοτεχνικῆς
μετάφρασης. Σὲ μετάφρασή της ἀπὸ τὰ γερμανικὰ κυκλοφοροῦν ἔργα
φιλελλήνων τοῦ 19ου αἰώνα καὶ ἕνα ἱστορικὸ μυθιστόρημα. Συνεργάζεται
μὲ τὸ Ἰνστιτοῦτο Γκαῖτε καὶ μὲ μεταφραστικὲς ἑταιρεῖες. Μεταφράσεις
της ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ ἱστοσελίδες καὶ μπλόγκ.
Εἰκόνα: Ἔργο (1982) τῆς Ἀντελχάιντ Ντυβανέλ.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου