ΓΚΑΣΤΟΝ καθόταν μπροστὰ στὸν κομὸ
καὶ εἶχε στυλώσει τὸ βλέμμα στὸν καθρέφτη ποὺ ἦταν ἐνσωματωμένος
σὲ ἕνα ξύλινο κασελάκι, φτιαγμένο ἀπὸ ἕναν κατασκευαστὴ ἐγχόρδων
ὀργάνων. Στὸ ἀριστερὸ χέρι κρατοῦσε μιὰ μακριὰ φλογοκόκκινη
μπούκλα, ποὺ κρεμόταν ἀπ’ τὸ μηνίγγι του· μ’ ἕνα μεγάλο στομωμένο
ψαλίδι μάγκωσε τὴν τούφα, τὴν τράβηξε νὰ ἰσιώσει κι ἔπειτα, σὰν
μὲ μανιασμένα ραμφίσματα, ἔκοψε τὴν μπούκλα στὰ δύο. Ψαλίδιζε
καὶ ἀπ’ τὴ μιὰ καὶ ἀπ’ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ γεμάτου φακίδες προσώπου,
πάνω ἀπὸ τὸ μέτωπο, πίσω στὸν σβέρκο, ἐκεῖ ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ:
Εἶχε γεμίσει κομμένες τρίχες ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω, καὶ ὅσες ἔπεφταν
στὸ πάτωμα σχημάτιζαν μακριὲς πλεξοῦδες καὶ μικρὰ βουναλάκια.
Σκοπὸς ἦταν νὰ μὴν τὸν ἀναγνωρίσει ὁ Ὄιγκεν· ὁ Γκαστὸν θὰ ἦταν ἕνας
ξένος, καὶ θὰ συζητοῦσε μὲ τὸν Ὄιγκεν σὰν μὲ κάποιον ξένο καὶ θὰ τοῦ
μιλοῦσε, σὰν νὰ τὸν ἔβλεπε πρώτη φορά, γιὰ τὸν Δράκουλα, τὸν γάτο
τοῦ Ὄιγκεν – τὸν Κόμη Δράκουλα, ποὺ ἂν ἦταν ἄνθρωπος θὰ ἔπρεπε στὸν
τηλεφωνικὸ κατάλογο νὰ παραλείψει τὸν τίτλο τοῦ κόμη· στὴν Ἐλβετία
δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀποκαλεῖ κανεὶς τὸν ἑαυτό τοῦ κόμη ἢ πρίγκιπα·
οἱ κόμητες καὶ οἱ πρίγκιπες πρέπει νὰ ἀπαρνιοῦνται τὸν ἑαυτό
τους, πρέπει νὰ προσποιοῦνται πὼς εἶναι συνηθισμένοι ἄντρες ὅπως
ὁ Ὄιγκεν, ὁ φίλος του Γκαστόν, ὁ ὁποῖος ἔλεγε —γιὰ πλάκα— Δράκουλ-λας
ἀντὶ γιὰ Δράκουλας.
Καὶ χρὰτς-χρούτς, ὁ Γκαστὸν συνέχιζε
νὰ κόβει τὰ μαλλιά του. Εἶχε ἀνάψει τὸ φωτιστικὸ τῆς ὀροφῆς, παρ’
ὅλο ποὺ ἦταν ἀκόμη μέρα. Ὁ Κόμης Δράκουλας καθόταν παράμερα
γουργουρίζοντας καὶ παρακολουθοῦσε πῶς ἔπεφταν οἱ τρίχες τοῦφες-τοῦφες
στὸ πάτωμα. Ὁ Γκαστόν, ἀφοῦ εἶχε κόψει καὶ τὰ τελευταῖα τσουλούφια
ποὺ πετοῦσαν στὸ κεφάλι του (πράγμα ποὺ ἔκανε χρησιμοποιώντας ἕνα
καθρεφτάκι), γέλασε ξαφνικά. Θυμήθηκε τὶς Κυριακὲς ποὺ ὁ Ὄιγκεν
τὸν ἔβγαζε βόλτα μὲ τὸ αὐτοκίνητο· τὰ πολλὰ σήματα κυκλοφορίας
πάντοτε συγκινοῦσαν τὸν Ὄιγκεν: Ἔβρισκε τόσο εὐχάριστη τὴν τάξη
μὲ τὴν ὁποία ἐκτυλισσόταν ἡ κυκλοφορία τῶν ὀχημάτων, τὴν πρόβλεψη
τῶν παραμικρῶν λεπτομερειῶν πρὸς ἀποφυγὴ ἀτυχημάτων. Μιὰ φορὰ
ὁ Ὄιγκεν εἶπε πὼς ἡ ἀνθρωπότητα δὲν εἶναι δὰ καὶ τόσο κακή. «Ὑπάρχουν
ἀκούραστοι ἄντρες ποὺ σκέφτονται τὸ κοινὸ καλό», ἐξήγησε, «ποὺ
φροντίζουν νὰ ὑπάρχει τάξη». Κάθε ἀπαγορευτικὴ μπάρα, κάθε σῆμα,
κάθε πινακίδα μὲ τοπωνύμιο τὸν γοήτευε. Σχεδὸν βούρκωνε ἀπὸ
χαρὰ ὅταν ἑρμήνευε σωστά τα διάφορα σήματα καὶ διένυε ἄνετα
τὴ διαδρομή του. Τὴ νύχτα τὸν ἐνθουσίαζαν τὰ τσιμεντένια κολωνάκια
ποὺ ἔφεγγαν στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου. Μὲ πόση σύνεση εἶχαν σχεδιαστεῖ
ὅλα! Ὁ σχεδιασμὸς ἦταν τὸ πάθος του· ἦταν ἀτζέντης συναυλιῶν καὶ
μέχρι στιγμῆς δὲν τοῦ εἶχε τύχει ποτὲ κάποια ἀναποδιά – ὅλα πήγαιναν
καλά.
Ὁ Γκαστὸν σηκώθηκε, τίναξε
τὶς κομμένες τρίχες ἀπὸ τὸ μπουρνούζι του (δῶρο τοῦ Ὄιγκεν), ἔφερε
ἕνα σκουπάκι κι ἔσπρωξε βουνὰ ἀπὸ πυροξανθὲς μποῦκλες στὸ φαράσι,
τὸ ὁποῖο ἔπειτα ἔβγαλε ἔξω γιὰ νὰ τὸ ἀδειάσει. Πῆγε στὴν κουζίνα,
κάθισε στὸ τραπέζι, ἔβαλε κόκα κόλα σ’ ἕνα ποτήρι καὶ κάπνισε.
Ὁ καπνὸς αἰωροῦνταν ἀργά, σὲ σκόρπια συννεφάκια, πότε πάνω πότε
κάτω. Ὁ Γκαστὸν χτυποῦσε ρυθμικὰ τὸ ἀριστερὸ χέρι στὸ τραπέζι· ἦταν
λεπτοκαμωμένο τὸ χέρι του – τόσο λεπτοκαμωμένο ποὺ σχεδὸν ἔμοιαζε
ἀκρωτηριασμένο. Ὁ Κόμης Δράκουλας πήδηξε στὰ πόδια του. Ὁ Γκαστὸν
παρατήρησε τὴ λαμπερὴ ράχη τοῦ γάτου καὶ τὰ αὐτιά του, ποὺ πότε-πότε
συσπῶνταν. Τὰ χαλκόχρωμα μάτια τοῦ Γκαστὸν ἦταν πιὸ στρογγυλὰ τώρα
ποὺ εἶχε μακρύνει τὸ πρόσωπό του. Τὸ κεφάλι του κρύωνε. Ἀπὸ τὸ ραδιόφωνο,
τὸ ὁποῖο βρισκόταν πάνω στὴν ξυλόσομπα δίπλα στὸν φοῦρνο γκαζιοῦ,
ἀκουγόταν νὰ μιλάει ἡ ἐκπρόσωπος κάποιας γλωσσικῆς μειονότητας.
Ἀπὸ τὸ παράθυρο ὁ Γκαστὸν ἔβλεπε τὸν κόσμο νὰ περνάει: Ἄκουγε τὰ
βήματά τους, ἄκουγε τὶς ὁμιλίες τους, ὅμως δὲν καταλάβαινε τίποτα.
Ὁ οὐρανὸς φαινόταν σκοτεινός, παρ’ ὅλο ποὺ ἦταν γαλάζιος. Ξαφνικὰ
ὁ Γκαστὸν διέκρινε τὴ σιλουέτα τοῦ Ὄιγκεν. Λίγο ἀργότερα τὸν ἄκουσε
νὰ ξεκλειδώνει τὴν ἐξώπορτα, νὰ διασχίζει τὸν διάδρομο καὶ νὰ ἀνοίγει
τὴν πόρτα τοῦ διαμερίσματος· ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ θὰ ἔμπαινε.
Πρώτη δημοσίευση: Anna und ich,
Luchterhand 1985, καὶ στὴ συνέχεια: Beim Hute meiner Mutter, Nagel &
Kimche 2004.
Ἀντελχάιντ Ντυβανέλ (Adelheid Duvanel)
(Πράτελν 1936 – Βασιλεία 1996). Ἐλβετὴ πεζογράφος καὶ ζωγράφος.
Ἀπὸ νωρὶς εἶχε δείξει ἰδιαίτερη κλίση στὴ γραφὴ καὶ στὴ ζωγραφικὴ
καὶ οἱ γονεῖς της ἐνθάρρυναν τὶς προσπάθειές της. Ἡ ψυχικὴ ἰσορροπία
της, ὅμως, διαταράχτηκε στὴν ἐφηβεία, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας
ὑποβλήθηκε σὲ θεραπεῖες σὲ ψυχιατρικὴ κλινική. Ἐπισκέφτηκε
σχολὴ ἐφαρμοσμένων τεχνῶν καὶ στὴ συνέχεια ἐργάστηκε ὡς ὑπάλληλος
γραφείου. Ἡ ἐνήλικη ζωὴ της σημαδεύτηκε ἀπὸ προσωπικὲς καὶ οἰκογενειακὲς
τραγωδίες, παράλληλα ὅμως χαρακτηριζόταν ἀπὸ μιὰ διαρκῆ, θεραπευτικὴ
καλλιτεχνικὴ ἔκφραση καὶ ἀναζήτηση, εἴτε μέσῳ τῆς λογοτεχνίας
εἴτε μὲ τὴ μορφὴ τῆς ἐνασχόλησης μὲ τὴ ζωγραφική. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς
τῆς δεκαετίας τοῦ 1960, καὶ χρησιμοποιώντας ἀρχικὰ ψευδώνυμο,
δημοσίευε κείμενά της σὲ διάφορα ἔντυπα τῆς Ἐλβετίας, ὡς ἐπὶ
τὸ πλεῖστον ἐξαιρετικὰ σύντομα πεζογραφήματα, στὰ ὁποῖα ἡ θεματικὴ
περιστρέφεται κυρίως γύρω ἀπὸ τὴ μοναξιά, τὰ ὑπαρξιακὰ ἀδιέξοδα
καὶ τὴν κοινωνικὴ ἀποξένωση. Πρωταγωνιστικὸ ρόλο παίζουν συχνὰ
παιδιὰ καὶ νέοι, ποὺ προέρχονται συνήθως ἀπὸ ἀσφυκτικὰ οἰκογενειακὰ
καὶ κοινωνικὰ περιβάλλοντα. Κυκλοφόρησαν ἑπτὰ προσωπικὲς συλλογὲς
διηγημάτων τῆς Ντυβανὲλ ἀπὸ τὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1970 μέχρι
τὸν θάνατό της, ὁ ὁποῖος ἐπῆλθε σὲ ἕνα δάσος ἔξω ἀπὸ τὴ Βασιλεία
μιὰ νύχτα τοῦ Ἰουλίου τοῦ 1996. Γιὰ τὸ ἔργο της εἶχε τιμηθεῖ μὲ διάφορα
βραβεῖα, μεταξὺ ἄλλων μὲ τὸ σημαντικὸ βραβεῖο τοῦ Ἐλβετικοῦ Ἱδρύματος
Σίλερ (Gesamtwerkspreis der Schweizerischen Schillerstiftung). Τὴν ἄνοιξη
τοῦ 2021 κυκλοφόρησε ἡ συγκεντρωτικὴ ἔκδοση τῶν κειμένων τῆς
συγγραφέως μὲ τίτλο Fern
von hier. Sämtliche Erzählungen (Μακριὰ ἀπὸ ἐδῶ. Ἅπαντα τὰ διηγήματα,
Limmat Verlag), τὴν ὁποία ἐπιμελήθηκε ἡ φιλόλογος Elsbeth
Dangel-Pelloquin σὲ συνεργασία μὲ τὴ συγγραφέα Friederike Kretzen. Ἰδιαίτερα
σημαντικὴ στὴν ἐν λόγῳ ἔκδοση ὑπῆρξε ἐπίσης καὶ ἡ συμβολὴ τοῦ ἀδερφοῦ
τῆς Ντυβανέλ, Felix Feigenwinter, ὁ ὁποῖος παραχώρησε πολλὲς πληροφορίες
βιογραφικοῦ χαρακτήρα. Γιὰ περισσότερα βλ. καὶ Ἡμερολόγιο Καταστρώματος
Β’, ἐγγραφὴ 02.07.2022.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ γερμανικά:
Μαριάννα Χάλαρη (Ἀθήνα
1983). Σπούδασε Φιλολογία καὶ Μετάφραση-Μεταφρασεολογία,
φοίτησε στὸ ΕΚΕΜΕΛ καὶ ἔχει συμμετάσχει σὲ ἐργαστήρια λογοτεχνικῆς
μετάφρασης. Σὲ μετάφρασή της ἀπὸ τὰ γερμανικὰ κυκλοφοροῦν ἔργα
φιλελλήνων τοῦ 19ου αἰώνα καὶ ἕνα ἱστορικὸ μυθιστόρημα. Συνεργάζεται
μὲ τὸ Ἰνστιτοῦτο Γκαῖτε καὶ μὲ μεταφραστικὲς ἑταιρεῖες. Μεταφράσεις
της ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ ἱστοσελίδες καὶ μπλόγκ.
Εἰκόνα: Ἔργα τῆς Ἀντελχάιντ Ντυβανέλ
(21.12.1956 & 6.1.1957).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου