|
|
Ντὰν Κόις (Dan Kois)
[Joy Williams, Ἀφιέρωμα,
11/11]
ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΛΙΓΑ ΧΡΟΝΙΑ, ἡ ἀγαπημένη ἐκκλησία
τῆς Τζόι Οὐίλιαμς χάρισε κάμποσα στασίδια ἔπειτα ἀπὸ κάποια ἀνακαίνιση.
Ἡ Οὐίλιαμς πηγαίνει στὴν ἐκκλησία μόνο τὸν Ἀπρίλιο καὶ τὸν Ὀκτώβριο,
τότε ποὺ τὰ συχνὰ ταξίδια της μὲ τὸ αὐτοκίνητο ἀπ’ τὴ μιὰ ἄκρη τῆς χώρας
στὴν ἄλλη τὴ βγάζουν στὸ Λάραμι τοῦ Οὐαϊόμινγκ, ὡστόσο ἤθελε ὁπωσδήποτε
στασίδι. Δανείστηκε ἕνα τρέιλερ, φόρτωσε τὸ στασίδι μὲ τὴ βοήθεια
ἑνὸς φίλου καὶ ὁδήγησε χίλια ἑξακόσια χιλιόμετρα σέρνοντάς το πίσω
ἀπ’ τὸ πελώριο Bronco της, ἔχοντας γιὰ συνεπιβάτες τοὺς δυὸ ποιμενικούς
της. Τώρα, τὸ μακρύ, σκουρόχρωμο στασίδι συνεχίζει τὴ ζωή του στὸ
σπίτι της στὸ Τοῦσον.
Ὅταν
ἡ Οὐίλιαμς ἦταν παιδί, ὁ πατέρας της ἦταν ἱερέας σὲ προτεσταντικὴ
ἐκκλησία στὸ Πόρτλαντ, Μέιν. «Τὸ κήρυγμά του ἦταν ὑπέροχο», μοῦ εἶπε
καθὼς πεζοπορούσαμε διασχίζοντας τοὺς λοφίσκους στοὺς πρόποδες τῆς
Σάντα Καταλίνα στὴν Ἀριζόνα παίρνοντας μονοπάτια ποὺ ἡ ἴδια τὰ περπατᾶ
κάθε πρωί. Τὴ ρώτησα ἂν εἶχε ποτὲ σκεφτεῖ νὰ γίνει κήρυκας σὰν τὸν πατέρα
της: Συχνὰ οἱ ἱστορίες της εἶναι κατὰ βάθος παραβολὲς καὶ τὸ γράψιμό
της εἶναι πῦρ, πῦρ τῆς κολάσεως κι ἐξύμνηση ἐξίσου. «Ὄχι, ὄχι, εἶμαι
πολὺ συνεσταλμένη», εἶπε, πρὶν βυθιστεῖ σὲ μιὰ συμπαθητικὴ σιωπή,
μὲ μόνο ἦχο τὸ τρίξιμο ἀπ’ τὰ σταράκια της στὸ χῶμα. «Ἴσως αὐτὸ εἶναι
ποὺ χρειάζομαι», ἔκρωξε ἀπότομα. «Ἕνας ἄμβωνας, νὰ τὸν παίρνω μαζί
μου ἀπὸ ἀνάγνωση σὲ ἀνάγνωση.»
Ἡ Οὐίλιαμς εἶναι στεγνή, μυώδης καὶ ἡλιοκαμένη, τὰ χέρια καὶ τὸ πρόσωπό της ρυτιδιασμένα μὲ τρόπο βιβλικό. Εἶναι ἑβδομήντα ἑνός. Πρὶν ἀπὸ χρόνια, ἔχασε τὰ γυαλιά της ἐνῶ ἦταν καλεσμένη σὲ κάποιο πανεπιστήμιο καὶ στὸ ἀναλόγιο χρειάστηκε νὰ φορέσει συνταγογραφημένα γυαλιὰ ἡλίου· ἐκτιμώντας, πιθανόν, τὴν ἀπόσταση ποὺ δημιουργοῦν, τὰ φορᾶ ἔκτοτε ὅλη μέρα κι ὅλη νύχτα. Παρομοίως μὲ τὸ στασίδι ἀπ’ τὴν ἐκκλησία στὸ καθιστικό της, τὰ γυαλιὰ ἡλίου μοιάζουν μὲ πράξη περιφρόνησης τῶν καθημερινῶν ἀνέσεων, ἐκκεντρικότητα ποὺ φέρνει ὅλους τους ἄλλους σὲ ἀμηχανία, τὴν Οὐίλιαμς τὴν κάνει ὡστόσο νὰ νιώθει πιὸ ἀσφαλής.
Εἶχε μόλις ξημερώσει, ἤδη ὅμως φυσοῦσε καυτός, ἀποπνικτικὸς
ἀέρας. Φτάσαμε σὲ μιὰ βουνοκορφὴ καὶ ἡ Οὐίλιαμς ἤπιε νερὸ ἀπ’ τὸ
γδαρμένο καὶ σκαμμένο παγούρι τῶν σκύλων της. Σμήνη ἀπὸ μαῦρα, χοντρὰ
μυρμήγκια συνέρεαν σὲ μιὰ χαραμάδα δίπλα στὰ πόδια μας. Τρεῖς κάκτοι
σαγκουάρο στέκονταν στὴν κορυφὴ ἑνὸς παραδιπλανοῦ λόφου καὶ οἱ κορμοί
τους ἦταν κάτω χαμηλὰ μαῦροι ἀπὸ κάποια πρόσφατη πυρκαγιὰ ἢ ἀσθένεια
δεκαετιῶν. Πολὺ μακριά μας, ἕνα καὶ μοναδικὸ ἀπίθανο σύννεφο-ἀμόνι
ἔριχνε καρεκλοπόδαρα στὴν ἔρημο Σονόρα. Τίποτε ἀπ’ ὅσα βλέπαμε
δὲν ἔδινε δεκάρα γιὰ μᾶς.
Τὸ νὰ τὴν ἀποκαλέσει κανείς, μὲ βάση τὴν πενηντάχρονη καριέρα
της, συγγραφέα τῶν συγγραφέων δὲν εἶναι ἀρκετό. Τὶς τρεῖς συλλογές
της μὲ διηγήματα καὶ τὰ τέσσερα σκοτεινῶν ἀποχρώσεων διασκεδαστικὰ
μυθιστορήματά της τὰ ἀγνοοῦν κατὰ κανόνα οἱ ἀναγνῶστες, τὰ λατρεύουν
ὅμως ὁλόκληρες γενιὲς ἀπὸ μέτρ τῆς μυθοπλασίας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ
εἶναι ἴσως ἡ κατεξοχὴν συγγραφέας τῶν συγγραφέων. «Ἔφερε σὲ πέρας
μιὰ σημαντικὴ δουλειά, παίρνοντας τὸ σφιχτό, μινιμαλιστικὸ διήγημα
τοῦ Κάρβερ καὶ δείχνοντας ὅτι μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ ἐμπλουτίσει μὲ τὸ
στοιχεῖο τῆς κωμωδίας», μοῦ λέει ὁ Τζὸρτζ Σόντερς, «τὸ ἐξόχως ἀμερικανικὸ
αὐτὸ καὶ μοναδικὸ στὸ εἶδος του ἀστεῖο πού ’ναι φτιαγμένο ἀπὸ πόνο».
Μιὰ τυπικὴ πρωταγωνίστρια τῆς Οὐίλιαμς θά ’ναι ἕνα δύστροπο
κορίτσι ἢ μιὰ δύστροπη νεαρὴ κοπέλα τῆς ὁποίας οἱ κακὲς ἀποφάσεις
ἢ ἡ κακὴ συμπεριφορὰ ἢ καὶ τὰ δύο μᾶς δυσκολεύουν νὰ τὴ θαυμάσουμε:
Τὴν κοπανάει τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἄντρας της πληρώνει στὸ βενζινάδικο ἢ κάνει
ἄνω-κάτω το δωμάτιο τῆς φιλοξενούμενής της γιὰ νὰ διαβάσει τὸ ἡμερολόγιό
της. Στὴν ἀκριβῆ, λιτή, αἰφνιδιαστικὴ πρόζα τῆς Οὐίλιαμς, οἱ χαρακτῆρες
ἐπιζητοῦν τὸ ὑψηλό, συχνὰ ὅμως ἡ προσγείωση εἶναι θλιβερή: «Ὁ Σὰμ
καὶ ἡ Ἐλίζαμπεθ γνωρίστηκαν ὅπως γνωρίζονται συνήθως οἱ ἄνθρωποι.
Ξαφνικά, ἕνα ἀπατηλὸ φῶς ἄναψε στὸ σκοτάδι. Ἕνα φῶς ποὺ ὑπενθύμιζε
ζοφερὰ τὴν ἐρημιὰ τοῦ σκοταδιοῦ.» Εἶναι χαρισματικὴ στὸ νὰ σχηματίζει
προτάσεις τῶν ὁποίων οἱ ἀνησυχαστικὲς τροπὲς —«Τὴν ὥρα ποὺ σκεφτόταν
κάτι φοβερὰ ἰσορροπημένο καὶ διασκεδαστικὸ νὰ πεῖ, γεννήθηκε τὸ
μωρό»— ταρακουνᾶνε τοὺς ἀναγνῶστες, τὸ ἴδιο ποὺ συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς
χαρακτῆρες, ἔτσι ὅπως ἡ ζωὴ τοὺς κάνει ὅλους ὅ,τι γουστάρει. Ἄλλοι
συγγραφεῖς μὲ τοὺς ὁποίους μίλησα γιὰ τὸ ἔργο τῆς Οὐίλιαμς εἶπαν ὅτι
τοὺς προξενεῖ δέος τὸ μεγαλεῖο ποὺ ἀναδύεται ἀπ’ τὶς ἱστορίες της
μὲ πρωταγωνιστὲς φρικιὰ κι ἀπροσάρμοστους. «Διαθέτει ὅραμα», μοῦ
εἶπε ἡ Κάρεν Ράσελ, «καὶ δίνει στοὺς ἀνθρώπους νέες διαστάσεις τοποθετώντας
τους σὲ φόντο κοσμικό».
Τὸν μήνα αὐτό, ὁ ἐκδοτικὸς οἶκος Knopf θὰ ἐκδώσει τὸ The Visiting Privilege,
μιὰ συλλογὴ ἀπὸ 46 ἱστορίες ποὺ παγιώνουν τὴν Οὐίλιαμς ὄχι μόνο ὡς
μιὰ ἐκ τῶν μεγαλύτερων συγγραφέων τῆς γενιᾶς της ἀλλὰ καὶ ὡς τὴν ἐξέχουσα
ραψωδὸ τῆς ἀσημαντότητας τῆς ἀνθρωπότητας. Τὸ μότο τῆς συλλογῆς εἶναι
ἕνας στίχος ἀπὸ τὴν Α’ ἐπιστολὴ πρὸς Κορινθίους: «πάντες δὲ ἀλλαγησόμεθα, ἐν ἀτόμῳ,
ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ». Ὅταν ὁ Ντὸν ΝτεΛίλο κλήθηκε νὰ μιλήσει
γιὰ τὴν Οὐίλιαμς, μνημόνευσε ἀρχικὰ αὐτὸν τὸν στίχο. Ἐν συνεχείᾳ μοῦ
εἶπε: «Πρόκειται γιὰ τὸν ὁρισμὸ τοῦ κλασικοῦ ἀμερικανικοῦ διηγήματος.
Κι εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ὁποῖο ἡ Τζόι γράφει τόσο ὄμορφα.»
Μιᾶς καὶ στὴν Τζόι Οὐίλιαμς ἀρέσουν τὰ ταξίδια μὲ τὸ αὐτοκίνητο,
ἂς ἐπιβιβαστοῦμε σ’ ἕνα τέτοιο μὲ ὄχημα μιὰ ἱστορία της. Ὁ δρόμος
εἶναι οἰκεῖος – θὰ ἀναγνωρίσετε τὸ θρησκευτικὸ ὑπόστρωμα· τὸ σκοτεινὸ
χιοῦμορ· τὰ ζωντανὰ ποὺ φτεροκοποῦν πάνω ἀπ’ τὰ κεφάλια καὶ συνθλίβονται
στὸ πεζοδρόμιο. Θὰ χαμογελάσετε μὲ τὸν ἀφοπλιστικὸ τρόπο ποὺ διαθέτει
ἡ Οὐίλιαμς νὰ βάζει τὶς λέξεις στὴ σειρά, ἐκμαιεύοντας ἀπ’ αὐτὲς ἀνησυχαστικὰ
νοήματα: «Οἱ δυὸ γυναῖκες κάθισαν στὸ καθιστικὸ περιτριγυρισμένες
ἀπὸ ξύλινες πάπιες. Οἱ πάπιες, θεσπέσιες καὶ τυραννικὲς εἶχαν φωλιάσει
σ’ ὅλες τὶς ἐπιφάνειες.» Θεωρεῖτε πὼς ξέρετε τὴ διαδρομὴ ποὺ πρόκειται
ν’ ἀκολουθήσετε, ὕστερα ὅμως ἀπὸ κάμποσες παρακαμπτήριες καὶ
φουρκέτες εἶναι πιθανὸ νά ’χετε χάσει τελείως τὰ ἴχνη καὶ νὰ μὴν ἔχετε
ἰδέα πῶς θὰ βρεθεῖτε ἐκεῖ ποὺ σκοπεύατε νὰ πᾶτε. Στὸ τέλος τῆς βόλτας
μπορεῖ τὰ φρένα νὰ σφυρίζουν ἢ τὰ τζάμια νά ’χουν γίνει θρύψαλα. Διόλου
ἀπίθανο αὐτὸ νά ’ναι ὄμορφο:
Τὸ αὐτοκίνητο ντεραπάρισε, τούμπαρε καὶ ξανατούμπαρε, ὡς ἐκ
θαύματος εὐθυγραμμίστηκε καὶ προσγειώθηκε πάλι στὸν δρόμο, μὲ τὴν ὀροφὴ
καὶ τὰ φτερὰ διαλυμένα... Κανεὶς δὲν τραυματίστηκε καὶ σὲ πρώτη φάση
ἀρνήθηκαν κιόλας ὅ,τι εἶχε συμβεῖ κάτι σπουδαῖο. Ἡ Μέι εἶπε: «νόμισα
ὅτι ἦταν ἁπλῶς ἕνα ὄνειρο, κι ἔτσι συνέχισα τὴν πορεία μου.»
Καὶ τὰ θαυμαστικά! Κάνουν τὴν ἐμφάνισή τους καὶ χτυποῦν σὰν σφυριά.
Ὑπονοοῦν μιᾶς μορφῆς ἔκπληξη γιὰ τὸ πῶς ἡ ἴδια κι ἐμεῖς μαζί της βρεθήκαμε
ἐντέλει σ’ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀπίθανα μέρη. («Ὁ μπαμπὰς κάπνιζε κι ἔπινε
καὶ παρασυρόταν σὲ θλιβερὲς δηλώσεις. Ἐνίοτε γινόταν πολὺ σκληρὸς
μαζί τους, λὲς καὶ δὲν σήμαιναν τὰ πάντα γιὰ κεῖνον!») Ἡ Ἂν Μπίτι ἀναφέρει
τὸ ἑξῆς σχετικὰ μὲ τὸ θαυμαστικό: «Ἄλλοι συγγραφεῖς τὰ χρησιμοποιοῦν
ὑπερβολικὰ συχνὰ καὶ ἄκριτα. Ἡ Τζόι χρησιμοποιεῖ τὰ θαυμαστικὰ μὲ
σύνεση, συνήθως διότι κάποιος χαρακτήρας νιώθει ἀμήχανα λόγῳ τῆς
ἔλλειψης σύνδεσης ἀνάμεσα σ’ αὐτὸ ποὺ λέγεται καὶ σ’ αὐτὸ ποὺ ἀφήνεται
νὰ ἐννοηθεῖ. Ὅπως ὅταν γελᾶμε ἀμήχανα τὴν ὥρα ποὺ λέμε κάτι.»
Ἡ
Οὐίλιαμς μιλᾶ σὰν χαρακτήρας ἀπὸ βιβλίο τῆς Τζόι Οὐίλιαμς· ὅση ὥρα
περάσαμε μαζί, ἦταν ἐξαιρετικὰ ὀλιγόλογη, σὲ ἀρκετὲς περιπτώσεις,
ὡστόσο, ὕψωσε τὸν τόνο τῆς φωνῆς της ἀποκαλύπτοντας κάτι τόσο συναρπαστικὸ
γιὰ τὴν προσωπική της ζωή, ποὺ κι ἐγὼ γέλασα ἀμήχανα. Ὁ ρυθμὸς τῆς
συζήτησής μας —κουβεντούλα μὲ κυρίαρχο σημεῖο στίξης τὴ σιωπή, σιωπὴ
ποὺ τὴ διέκοπταν ἐπιφωνήματα ἀπόγνωσης καὶ μανίας— ἦταν κάτι ποὺ
δὲν τὸ εἶχα ξανασυναντήσει. Κάποια στιγμή, τρομάζοντας κι ἐγὼ ὁ ἴδιος,
βρέθηκα νὰ τὴ ρωτῶ πῶς θά ’θελε νὰ πεθάνει. Ἀπάντησε ἀκαριαῖα: «Σὲ
τροχαῖο. Εἶναι γρήγορο.»
Ἡ
Οὐίλιαμς γνώρισε τὸν πρῶτο της σύζυγο, τὸν Φρὲντ ΜακΚόρμακ, τὸν καιρὸ
ποὺ παρακολουθοῦσε τὸ ἐργαστήρι γιὰ συγγραφεῖς στὴν Ἀϊόβα. Μετακόμισαν
στὴ Φλόριντα, ἐκεῖ ὁ ΜακΚόρμακ δούλεψε ὡς ἀνταποκριτὴς κι ἀπέκτησαν
μιὰ κόρη, τὴν Κέιτλιν. Ἡ Οὐίλιαμς ἔγραφε σ’ ἕνα τροχόσπιτο ἔξω ἀπὸ
τὸ Ταλαχάσι ὅπου ἔμειναν γιὰ ἕνα διάστημα, κάτι ποὺ περιέγραψε
στὴν ἱστορία της μὲ τίτλο «Woods»: «Ὁ τόπος μύριζε τσιγάρα καὶ ποντίκια
ποὺ ξέφευγαν ἀπ’ τὶς παγίδες. Ἡ ταπετσαρία στοὺς τοίχους βυθιζόταν
μὲ τὸ ποὺ τὴν ἄγγιζες.» Ἀργότερα ἔφερε στὴ μνήμη της τὶς συνθῆκες διαβίωσης
καὶ τὶς χαρακτήρισε «ἄψογες, ὄντως μακάβριες συνθῆκες γιὰ νὰ μπορέσω
νὰ γράψω ἕνα πρῶτο μυθιστόρημα».
Προτοῦ τὸ μυθιστόρημα αὐτό, τὸ State
of Grace, φτάσει νὰ θέσει ὑποψηφιότητα γιὰ τὸ ἐθνικὸ βραβεῖο
βιβλίου (National Book Award) τὸ 1974, ἡ Οὐίλιαμς εἶχε πάρει διαζύγιο ἀπὸ
τὸν ΜακΚόρμακ καὶ εἶχε παντρευτεῖ τὸν Λ. Ρὰστ Χίλς, τὸν γιὰ πολλὰ χρόνια
ὑπεύθυνο λογοτεχνίας στὸ Esquire·
σύντομα ὁ Χὶλς υἱοθέτησε τὴν κόρη της. Ἀκόμη κι ὕστερα ἀπὸ ἕναν
σταθερὸ γάμο 30 καὶ βάλε χρόνων, στὴ λογοτεχνία ποὺ ἔγραφε ἡ Οὐίλιαμς
τὸ βλέμμα της παρέμεινε δηκτικὸ ὅσον ἀφορᾶ τὸν ἔρωτα· οἱ χαρακτῆρες
της ἐρωτεύονται τοὺς λάθος ἀνθρώπους, ἀνησυχοῦν ὅταν οἱ τελευταῖοι
τοὺς παρατᾶνε, κι ὅταν ἐπιστρέφουν εἶναι ἀπερίσκεπτα σκληροὶ μαζί
τους. Λαχταροῦν νὰ παθιαστοῦν, δὲν ξέρουν ὅμως τί νὰ κάνουν μετά. Ἡ νεαρὴ
γυναίκα ποὺ βρίσκεται πελαγωμένη στὸ ἐπίκεντρο τοῦ «The Lover»
(1974), ἐνῶ εἶναι σὲ σχέση, «θέλει νὰ ἐρωτευτεῖ», γράφει ἡ Οὐίλιαμς.
«Τὸ πρόσωπό της εἶναι ρουφηγμένο ὅπως τὰ πρόσωπα τῶν ματαιωμένων ἐραστῶν.
Εἶναι πολὺ δύσκολο!»
Στὴν ἴδια ἱστορία, ἡ νεαρὴ γυναίκα ἀφήνει τὴν κόρη της στὸν
παιδικὸ σταθμὸ γιὰ νὰ πάει γιὰ ἱστιοπλοΐα μὲ τὸν ἐραστή της καί, μόλις
ἐπιστρέφει, δυσκολεύεται ν’ ἀναγνωρίσει τὸ παιδί της: «Ὑπάρχουν
τόσα παιδιά, ἄλλωστε, σ’ αὐτὰ τὰ δωμάτια, ἔχουν ὅλα τὶς ἴδιες διαστάσεις,
εἶναι μικροσκοπικά, παράξενα πλάσματα.» Ἡ Οὐίλιαμς ἔχει σταθεῖ δίπλα
στὴν, ἐνήλικη τώρα πιά, κόρη της καὶ στὸν ἐγγονό της, καὶ μοῦ μιλᾶ γιὰ
τὴν ξέγνοιαστη παιδικὴ ἡλικία τῆς κόρης της δίπλα στὴ θάλασσα στὴ
Φλόριντα. Μιὰ κάποια ἀμφιθυμία ὡστόσο γύρω ἀπὸ τὸ νὰ εἶσαι γονιὸς
ἔχει ἐμποτίσει τὴ δουλειά της. Μοιάζει, στὴ διαμάχη ἀνάμεσα στοὺς
γονεῖς καὶ τοὺς ἀπογόνους τους, νὰ παίρνει τὸ μέρος τῶν παιδιῶν· ξέρει
ἀπὸ πρῶτο χέρι τὶς ἐπιθυμίες τους καὶ τὰ μικροπαραπτώματα στὰ ὁποῖα
εἶναι διατεθειμένα νὰ ὑποπέσουν γιὰ νὰ τὶς ὑλοποιήσουν. «Ὅλα τα
παιδιὰ κάνουν ζαβολιές», γράφει στὴν ἱστορία της «The Excursion». «Οἱ
ζωές τους εἶναι ἀσυμβίβαστες μὲ τὰ ὅρια ποὺ τοὺς ἐπιβάλλει τὸ καθημερινὸ
βίωμά τους.»
Ἡ
Οὐίλιαμς καὶ ὁ Χὶλς στὴν πορεία ἐγκαταστάθηκαν στὸ Κὶ Οὐέστ. Μακριὰ
ἀπ’ τὴ λογοτεχνικὴ σκηνὴ τῆς Νέας Ὑόρκης, καλλιέργησαν τὴ δική
τους κοινότητα συγγραφέων καὶ διοργάνωναν βραδιὲς στὸ σπίτι τους
στὴν Πάϊν Στρίτ. Ἀκόμη καὶ μέσα σ’ αὐτὸ τὸ πιὸ ἐξωστρεφὲς περιβάλλον,
θυμᾶται ἡ Οὐίλιαμς, δὲν ἦταν λίγες οἱ φορὲς ποὺ ἐγκατέλειπε τὴν παρέα
στὴ ζούλα καὶ πήγαινε νωρὶς γιὰ ὕπνο. Τὸ μεθυσμένο καὶ μυστηριῶδες
δεύτερο μυθιστόρημά της The
Changeling (1978) ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἀλληλεπίδραση ἀνάμεσα
στὶς ἐσωτερικὲς ζωὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ τὸν φυσικὸ κόσμο: Σ’ ἕνα μικροσκοπικὸ
νησὶ τοῦ Ἀτλαντικοῦ, οἱ ἄνθρωποι τρέχουν σὰν ζῶα στὰ χορτάρια, χλιμιντρίζουν
σὰν ἄλογα, δαγκώνουν καὶ γρατζουνίζουν. Σὲ μιὰ ἀξιομνημόνευτη σκηνὴ
ἕνα κορίτσι μεταμορφώνεται γιὰ μιὰ μόνο στιγμὴ σὲ ἐλάφι, τὰ πλευρά
της «τὰ σκεπάζει πυκνό, στιλπνὸ τρίχωμα».
Τὸ μυθιστόρημα —ὅπως τὸ ἔθεσε ἀργότερα ὁ Ντουάιτ Γκάρνερ, κριτικὸς
τῆς New York Times—
«θάφτηκε κι ὕστερα πυρπολήθηκε ζωντανὸ» ἀπὸ τὸν Ἀνατὸλ Μπρογιὰρ
στὴν Times.
«Ἔγραψε γι’ αὐτὸ πρὶν προλάβει καλὰ-καλὰ νὰ ἐκδοθεῖ!», λέει ὀργισμένη
ἡ Οὐίλιαμς γιὰ τὸν Μπρογιάρ. «Δὲν κρατιόταν νὰ μὲ θάψει.» Ἡ Οὐίλιαμς,
πικραμένη ἀπὸ τὴν κριτική, ἐξέδωσε τὸ τρίτο μυθιστόρημά της Breaking and Entering μόλις
τὸ 1988· ἡ ἀγωνιώδης ἱστορία στὴν ὁποία ἕνα ζευγάρι πλάνητες κάνουν
διαρρήξεις σ’ ἐξοχικὰ σπίτια ἐνῶ οἱ ἰδιοκτῆτες τους ἀπουσιάζουν
στὸν βορρᾶ διαβάζεται τώρα ὡς ἀκτίνες Χ τῆς ἐποχῆς του – ἄνομο καὶ
δυσοίωνο. Ἡ παραλία τῆς Φλόριντας ὑπάρχει μόνο ὅπως τὴ βλέπουν μέσα
ἀπ’ τὰ παράθυρα οἱ ἀνόητοι διαχειμαστὲς ποὺ ζοῦν πίσω ἀπ’ αὐτά.
Μὲ τὸ μυθιστόρημα The
Quick and the Dead τοῦ 2000, ἡ δουλειὰ τῆς Οὐίλιαμς πῆρε μιὰ αἰφνίδια
τροπὴ καὶ τοποθετήθηκε σ’ ἕνα νέο τοπίο: στὴν Ἀριζόνα, ὅπου ἡ ἴδια
καὶ ὁ Χὶλς εἶχαν ἀγοράσει σπίτι. Ἡ Οὐίλιαμς ρίχνει τοὺς χαρακτῆρες
της –φαντάσματα καὶ ἐφήβους καὶ ἀναζητητές– στὴν ἔρημο μὲ ἰδιάζουσα
ἀφηγηματικὴ μανία. Κι οἱ χαρακτῆρες δὲν πολυσκοτίζονται γιὰ τὸ
τί πιστεύουν οἱ ἄλλοι γι’ αὐτούς, ὅπως κι ἡ δημιουργός τους. Στὸ The Quick and the Dead
ἡ αἴσθηση τοῦ τοπίου ἔρχεται γιὰ τὴν Οὐίλιαμς ἀπὸ τὴ γῆ, τὸν ἀέρα, τὰ
φυτά, τὰ ζῶα, τὴ θανάσιμη ζέστη – καὶ τὴν ἀνακολουθία κάθε ἀνθρώπινης
προσπάθειας σ’ ἕναν κόσμο σὰν κι αὐτόν. Οἱ ἱστορίες ποὺ ἔγραφε τὸν
καιρὸ ἐκεῖνο διασκεδάζουν μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἡ ἔρημος τοποθετεῖ κάθε
χαρακτήρα στὴν κόψη τοῦ μαχαιριοῦ· στὴν ἱστορία «Charity» ἕνα καὶ μόνο
φίδι ποὺ διασχίζει τὸν αὐτοκινητόδρομο τοῦ Νέου Μεξικοῦ ἀναγκάζει
ἕνα αὐτοκίνητο «μὲ τοὺς ἄξονές του νὰ συντρίβονται» νὰ πέσει πάνω
σ’ ἕνα μάτσο διαβολόχορτα, φυτὰ ποὺ κάθε τους μέρος εἶναι δηλητηριῶδες.»
Τὸ ἀτύχημα συμβαίνει διότι ἕνα ἀγόρι ἁρπάζει τὸ τιμόνι καὶ προσπαθεῖ
νὰ πατήσει τὸ φίδι. Ἀκόμη καὶ στὸ τρομαχτικὸ χάος ποὺ προξενεῖται ἀπ’
τὴ σύγκρουση, ἡ Οὐίλιαμς τὸ γυρνᾶ στὴν κωμωδία: «Ἤθελα σὰν τρελὸς αὐτὸ
τὸ φίδι», μουρμουρίζει τὸ ἀγόρι.
Θέτοντας ὑποψηφιότητα γιὰ τὸ βραβεῖο Πούλιτζερ, τὸ The Quick and the Dead
ἀπηχεῖ τὸ νέο πάθος τῆς Οὐίλιαμς γιὰ τὸ περιβάλλον, τὸ ὁποῖο ἀναμοχλεύτηκε
τὸ 1997 κι ἐνῶ ἀρθρογραφοῦσε στὸ Harper’s
γιὰ τὸ κίνημα ὑπεράσπισης τῶν δικαιωμάτων τῶν ζώων. Τὸ ἄρθρο της
«The Inhumanity of the Animal People» ἀναδημοσιεύτηκε τὸ 2001 στὴ φρέσκια
συλλογὴ Ill
Nature. Ἐνῶ
τὸ φυσικὸ περιβάλλον στὴ μυθοπλασία της εἶναι ὑποβλητικὸ κι ἔχει
μιὰ ἄγρια ὀμορφιά, τὰ δοκίμια αὐτὰ εἶναι ἱερεμιάδες – ὠμὰ καὶ μαινόμενα
καὶ δίχως διάθεση νὰ δώσουν τὸ παραμικρὸ δίκιο. «Ἡ ἐπέμβασή σας στὴ
Φύση ὑπῆρξε ὁλωσδιόλου βίαιη», λέει, «Δὲν μπορεῖτε νὰ συλλάβετε
τὸ μεγαλεῖο της».
«Τί νὰ τὴν κάνω τὴν εὐγένεια;», μὲ ρώτησε κάποιο βράδυ ἀργά. «Τί
νὰ τὴν κάνω τὴ μετριοπάθεια;» Τὰ γυαλιὰ ἡλίου ἀστράφτανε στὸ φῶς τῆς
λάμπας. «Τίποτε δὲν πρόκειται ν’ ἀλλάξει, ἂν πρῶτα δὲν σκοτώσουν καὶ
τὸ τελευταῖο ἄγριο ζῶο ποὺ ζεῖ στὸν πλανήτη.»
Τὸ ἀπόγευμα πρὶν ἀπ’ τὴν πεζοπορία μας, συνάντησα τὴν Οὐίλιαμς
σὲ μιὰ αὐλὴ στὸ Arizona Inn, τοποθεσία ποὺ ἡ ὑπερβολικὰ ἐσωστρεφὴς
συγγραφέας τὴν ἐπέλεξε ἀκριβῶς γιὰ ν’ ἀποφύγει νὰ μοῦ γνωρίσει τὰ
σκυλιά, τὴ χελώνα, τὸ σπίτι ἢ τὸ αὐτοκίνητό της. To ξενοδοχεῖο εἶναι
καλαίσθητο ἀλλὰ ἀπαρχαιωμένο, εἶναι ἀπ’ αὐτὰ τὰ μέρη ποὺ σοῦ προσφέρουν
δωρεὰν παγωτὸ πλάϊ στὴν πισίνα κάθε βράδυ. Τὴ ρώτησα πῶς βγάζει τὰ
πρὸς τὸ ζῆν. (Τὸ μοναδικὸ βιβλίο της ποὺ πούλησε ἀρκετὰ εἶναι ἕνας
τουριστικὸς ὁδηγὸς γιὰ τὸ Φλόριντα Κὶς τὸν ὁποῖο ἔγραψε τὴ δεκαετία
τοῦ 1980, καταπληκτικὸ δεῖγμα γραφῆς καὶ μὲ ἔντονη τὴν περιφρόνηση
γιὰ τὸν τουρισμό.) «Τί ἐρώτηση!» Γέλασε μὲ τὸ βραχνό της γέλιο, τὸ σκέφτηκε,
ὡστόσο, πίνοντας ἀργὰ-ἀργὰ ἕνα ποτήρι λευκὸ κρασί. «Δὲν βγαίνει», εἶπε,
«Δὲν ξέρω! Δὲν ξέρω πῶς ἔζησα».
Ἡ
Οὐίλιαμς δὲν ἔχει διεύθυνση email. Ἔχει ἕνα παλιὸ κινητὸ μὲ πλῆκτρα
καὶ συχνὰ γράφει σὲ μοτὲλ καὶ σὲ σπίτια φίλων σὲ παλιὲς γραφομηχανὲς
Smith-Corona· τὴ μία τὴν κουβαλᾶ μαζί της καὶ τὶς ἄλλες τὶς ἀφήνει στὰ
σπίτια ποὺ μένει. Ὁ Χὶλς πέθανε τὸ 2008 καὶ ἡ Οὐίλιαμς μοιράζει τώρα τὸν
χρόνο της ἀνάμεσα στὸ Τοῦσον, στὸ σπίτι τῆς κόρης της στὸ Μέιν καὶ στὸ
Λάραμι, μεταναστεύοντας στὸ ἐσωτερικὸ τῆς χώρας μὲ τὰ σκυλιά της
πάντα στὸ Toyota της, τὸ ὁποῖο ἔχει γράψει 257.500 χιλιόμετρα ἀλλὰ γιὰ
τὰ δεδομένα της παραμένει σχετικὰ καινούργιο. (Τὸ προηγούμενό της ἁμάξι,
ἕνα παλιὸ Bronco, κόντευε νὰ φτάσει τὰ 579.400.) Τρώει συχνὰ δημητριακὰ
Weetabix.
Τώρα τελευταία, ἡ Οὐίλιαμς περνᾶ τὸν περισσότερο καιρό της μὲ
μοναδικὴ συντροφιά της τὰ σκυλιὰ Νότσε καὶ Ἀσλάν – γερμανικοὺς ποιμενικούς,
ράτσα ποὺ τὴ συντροφεύει σὲ ὅλη της τὴ ζωή. Μιλᾶ μὲ θέρμη γιὰ τὶς προσωπικότητές
τους καὶ γιὰ τὶς ἀντιπάθειες καὶ τοὺς φόβους τους. Τὸ 1997, τῆς χίμηξε
καὶ τὴν τραυμάτισε σοβαρὰ ἕνας ἀπὸ τοὺς ποιμενικούς της, ἕνα ἀρσενικὸ
9 χρόνων ὀνόματι Χόκ· τὸ περιστατικὸ τροφοδότησε ἕνα σπαραξικάρδιο,
ἀνατριχιαστικὸ δοκίμιο στὸ Ill
Nature, τὸ ὁποῖο μιλᾶ κυρίως γιὰ τὴ θλίψη τῆς Οὐίλιαμς μπροστὰ
στὴν εὐθανασία ποὺ πρέπει ἀναγκαστικὰ νὰ γίνει μετὰ τὴν ἐπίθεση
τοῦ σκύλου. Τὸ δοκίμιο κλείνει μ’ ἕνα ὄνειρο στὸ ὁποῖο ἡ Οὐίλιαμς
περπατᾶ παρέα μὲ τὸν Χόκ, «τὸν ὄμορφο, τὸ καλὸ παιδί, τὴν ἀγάπη της» ἀνάμεσα
στοὺς νεκρούς.
Ὁ
οὐρανὸς πάνω ἀπὸ τὸ Arizona Inn εἶχε γίνει αὐτὸ τὸ θαμπὸ πορτοκαλὶ
κι ἕνα ἁρπακτικὸ πουλὶ πετοῦσε ἀπειλητικὰ πάνω ἀπ’ τὰ κεφάλια
μας. Σκέφτηκα τὴ σκηνὴ στὸ The
Changeling, τὸ κορίτσι ποὺ μεταμορφώνεται σὲ ἐλάφι. Ἡ Οὐίλιαμς
μοιάζει νὰ ἀναζητᾶ διαρκῶς καὶ ἀποκλειστικὰ ἕνα εἶδος καλλιτεχνικῆς
μεταμόρφωσης, μὲ τὸν ρόλο τῆς ἀνθρωπότητας στὶς ἱστορίες νὰ περιορίζεται
δραστικά. «Τὰ διηγήματα πρέπει νὰ ἀγγίζουν τοὺς ἀνθρώπους σ’ ἕνα βαθύτερο
ἐπίπεδο, ἕνα βαθύτερο, λιγότερο προφανὲς ἐπίπεδο», μοῦ εἶπε τὸ ἴδιο
βράδυ, «καὶ δὲν τὸ καταφέρνουν». Ὅταν ρώτησα τὴν Οὐίλιαμς τί πρέπει
νά ’χει μιὰ ἱστορία γιὰ νά ’ναι σπουδαία, μοῦ ἀπάντησε «πρέπει μὲ κάποιον
τρόπο νὰ μὲ συντρίβει». Μπορεῖ κανεὶς νὰ βρεῖ τὸ νῆμα ποὺ ἑνώνει τὴ δουλειά
της μὲ τοὺς νέους συγγραφεῖς ποὺ ἐξερευνοῦν τὰ ἴδια τοπία τῆς Ἀμερικῆς
μὲ τὸν νοσηρὸ αὐτὸ ἥλιο —τὴν Κάρεν Ράσελ, τὸν Τζάστιν Τέιλορ, τὴν Κλὲρ
Βέι Οὐότκινς— ἐλάχιστοι συγγραφεῖς ὡστόσο ἀποπειρῶνται, ἔστω, νὰ
γράψουν μὲ τὴ δική της παραφορά. Ἂν καὶ ἡ Οὐίλιαμς ἔχει ἐκφραστεῖ θετικὰ
γιὰ ὁρισμένους σύγχρονους συγγραφεῖς, παραμένει ἀπογοητευμένη
γενικῶς ἀπὸ τὸ σύγχρονο διήγημα – καὶ ἡ δική της δουλειά, ἀπ’ ὅ,τι
φαίνεται, δὲν ἀποτελεῖ ἐξαίρεση.
«Οἱ πιὸ πολλὲς ἀπ’ τὶς ἱστορίες αὐτὲς δὲν πλησιάζουν κὰν σ’ αὐτὸ
ποὺ προσπαθῶ νὰ πετύχω», εἶπε μιλώντας γιὰ τὸ The Visiting Privilege. Ἕνα
νέο μυθιστόρημα τὸ ὁποῖο γράφει ἐδῶ καὶ μιὰ δεκαετία θὰ ἀποτελέσει,
εὐελπιστεῖ, ἕνα βῆμα παραπέρα – βῆμα ποὺ θὰ τὴν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴ
«γλώσσα καὶ τὴν ἀναλαμπὴ καὶ τὸ κάψιμο» τῆς σύγχρονης λογοτεχνικῆς
γραφῆς. Γιὰ τὸ μυθιστόρημα αὐτὸ μοῦ εἶπε μόνο ὅτι ἐκτυλίσσεται στὴν
ἔρημο καὶ θὰ βροῦμε σ’ αὐτὸ ζῶα ποὺ ἀνήκουν σὲ «ἄγνωστα εἴδη, εἴδη
ποὺ δὲν τὰ ἔχει δεῖ κανεὶς ποτέ».
Ἀργὰ
τὸ ἴδιο βράδυ, μοῦ ἔδωσε μὲ τὸ ζόρι ἕνα δοκίμιο πού, ἂν καὶ δὲν τὸ ἔχει
δημοσιεύσει ἀκόμη, θεώρησε ὅτι θὰ μὲ βοηθήσει νὰ καταλάβω ἀπὸ
ποῦ ἔρχεται ἡ ἴδια. Ἦταν 17 δακτυλόγραφες σελίδες, μὲ διορθώσεις
στὸ χέρι καὶ μιὰ ἑνότητα κολλημένη μὲ σελοτέιπ. «Αὔριο θὰ μοῦ τὸ ’χεις
φέρει πίσω», εἶπε. Ἤμουν πολὺ μεθυσμένος καὶ κουρασμένος γιὰ νὰ τὸ
διαβάσω ἐκείνη τὴ νύχτα κι ἔτσι ζήτησα ἀπὸ ἕναν σαστισμένο ὑπάλληλο
τοῦ Arizona Inn νὰ μοῦ τὸ σκανάρει.
Λίγες μέρες μετὰ τὴν ἐπιστροφή μου ἀπὸ τὸ Τοῦσον, ἕνα γράμμα ἀπὸ
τὴν Οὐίλιαμς —ἀπαντήσεις σὲ γραπτὲς ἐρωτήσεις ποὺ τῆς εἶχα θέσει— ἦλθε
μὲ τὸ ταχυδρομεῖο. Εἶχε καβατζώσει τὸν φάκελο ἀπὸ κάποια καλλιτεχνικὴ
διαμονή, εἶχε διαγράψει μιὰ διεύθυνση κάπου στὸ Πρόβινστάουν καὶ
εἶχε δακτυλογραφήσει «Οὐίλιαμς» ἀκριβῶς ἀπὸ κάτω. Μέσα στὸν φάκελο
βρῆκα ἀπαντήσεις σὲ πολλὲς ἐρωτήσεις μου, καθὼς καὶ ἄλλες διάφορες
γιὰ πράγματα ποὺ δὲν τὴν εἶχα ρωτήσει. Ἔγραφε «πιστεύω ὅτι ὁ Θεὸς ὑπάρχει
(καὶ πρέπει νὰ ὑπάρχει) μὲ τρόπο ὑπερβατικὸ σὲ κάθε ἀξιέπαινο ἔργο
τέχνης». Ἔγραφε πὼς εἶναι εὐγνώμων στὸν Ρὰστ διότι τὴν εἶχε «εἰσαγάγει
σ’ ἕναν κόσμο συγγραφέων καὶ βιβλίων καὶ κοινωνικῶν ἐπαφῶν ποὺ εἰδάλλως
δὲν θὰ εἶχε γνωρίσει ποτέ της». Ἔγραφε «Ἂν κάποιος μᾶς ἀφάνιζε στὴν
κυκλοφοριακὴ συμφόρηση τῆς Ἀριζόνας, ἡ τελευταία μου σκέψη θὰ ἦταν
– καλὰ νὰ πάθω ποὺ ἔχω τὸ προφὶλ ποὺ ἔχω».
Τὴ μέρα ποὺ ἔλαβα τὸ γράμμα, ἄνοιξα τὸ λάπτοπ μου καὶ πῆγα στὶς
σελίδες πού μου εἶχε δώσει ἡ Οὐίλιαμς γιὰ νὰ τὶς διαβάσω τὴ νύχτα ἐκείνη
στὸ Τοῦσον. Τὸ δοκίμιο εἶναι κατ’ ἀρχὰς ἐλεγεία γιὰ τὴν ἀδυναμία τῆς
σύγχρονης γλώσσας νὰ ἀντεπεξέλθει στὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν τραγωδία τοῦ
φυσικοῦ περιβάλλοντος. Σύντομα ὅμως ὁ προβληματισμὸς διευρύνεται
καὶ ἡ συγγραφέας κρούει τὸν κώδωνα τοῦ κινδύνου γιὰ τὴ λογοτεχνία αὐτὴ
καθαυτὴ καὶ τὴν πεισματικὴ ἑστίασή της, ὅπως ἔγραψε ὁ Σὸλ Μπέλοου,
στὴν «ἀνθρώπινη οἰκογένεια ὡς ἔχει». «Θὰ μποροῦσε αὐτὴ ἡ ἐμμονικὴ
ματιὰ στὸν ἄνθρωπο νὰ ἐπιφέρει τὸν θάνατο τῆς λογοτεχνίας;», ρωτᾶ ἡ
Οὐίλιαμς. Στὴν κατακλείδα του τὸ δοκίμιο ἀποτελεῖ μαχητικὸ κάλεσμα
γιὰ ἕνα νέο εἶδος λογοτεχνίας, τὸ ὁποῖο ἡ Οὐίλιαμς ἀμφιβάλλει ἂν
μπορεῖ κανείς, κι αὐτὴ ἡ ἴδια δηλαδή, νὰ τὸ γράψει.
Στὸ γράμμα της, ἡ Οὐίλιαμς κάνει ἀναφορὰ καὶ στὸ μυθιστόρημά
της, αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἐλπίζει ὅτι ἴσως ἀποτελέσει ἕναν νέο τρόπο
νὰ γράψει κανεὶς γιὰ τὴ γῆ. «Τὸ ξεκίνησα λίγα χρόνια πρὶν τὸν θάνατο
τοῦ Ρ.», γράφει. «Ὀφείλω νὰ σκεφτῶ ὅτι ἡ κατάσταση σώζεται.» Τὴ φαντάστηκα
τότε, στὰ βάθη τῆς Σάντα Καταλίνα, μὲ τὰ δυὸ ἀγαπημένα της σκυλιὰ
στὸ πλάι της, τὸ παγούρι γεμάτο μαρτίνι, νὰ πατᾶ τὰ πλῆκτρα μιᾶς ἀπὸ
τὶς παλιές της Smith-Corona. Ἴσως εἶχε βρεῖ αὐτὴ τὴ φορὰ κάποια σπηλιὰ
ἀντὶ γιὰ μοτέλ. Εὔχομαι ὅταν ἐντέλει ξεφυλλίσω αὐτὸ τὸ ἀνέφικτο
μυθιστόρημα ποὺ θὰ μιλᾶ τὴ γλώσσα τῆς ἔνδοξης αὐτῆς γῆς, τῆς ὁποίας ἡ
ἀμείλικτη ὀμορφιὰ θὰ ἐπιζήσει γιὰ καιρὸ μετὰ τὸν χαμό μας – εὔχομαι
νὰ μὴν μπορῶ νὰ καταλάβω οὔτε μιὰ λέξη.
«Μήπως δὲν ἦταν παρὰ ἕνα ὄνειρο ὅτι ἡ Λογοτεχνία ὑπῆρξε κάποτε
ἐπικίνδυνη καὶ εἶχε τὴ δύναμη νὰ μᾶς ἀφυπνίσει καὶ νὰ μᾶς ἀλλάξει;»,
γράφει ἡ Οὐίλιαμς στὸ ἀδημοσίευτο αὐτὸ δοκίμιο. «Σίγουρα πάντως ὀφείλει
νὰ γίνει ἐπικίνδυνη στὸ τώρα... Ἰδοὺ τὸ μυστήριο, ἡ μυστηριώδης
κι ἀνάξιά μας ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου.» Ἀκόμη καὶ στὸ σκαναρισμένο μου ἀντίγραφο
μπόρεσα νὰ δῶ τὴν ἀκανόνιστη γραμμὴ ποὺ εἶχε τραβήξει μὲ τὸ μολύβι
της γιὰ νὰ ὑπογραμμίσει τὴ λέξη ἰδού.
02.09.2015.
ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου