|
|
ΣΤΙΣ 9 ΑΥΓ. τοῦ 1826, ὁ Καραϊσκάκης ἀνταμώθηκε
κατὰ τύχη μὲ τὸν Κιουταχῆ στὴ Γαλλικὴ φρεγάτα τοῦ Γάλλου ναυάρχου
Ντερινῦ, ἀραγμένη στὸν Πειραιᾶ. Ὁ Κιουταχῆς μὲ τὸν Ὀμὲρ πασσᾶ τῆς
Χαλκίδας εἶχαν πάει νὰ δοῦν τὸ ναύαρχο. Δὲν προφτάσανε νὰ κατεβοῦνε
στὴ σάλλα, καὶ φτάνει ὁ Καραϊσκάκης μὲ τὸ Χρηστίδη σὲ βάρκα Ἑλληνικὴ
ἀπὸ τὸ μπρίκι τὸ Ψαριανὸ τοῦ Γιαννίτση, ποὺ ἦταν ἀραγμένο στὴν Ἐλευσῖνα
καὶ τὄχε ὁ Καραϊσκάκης στὴς διαταγές του. Λένε πὼς ἐπίτηδες ὁ Γάλλος
ναύαρχος εἶχε φέρει ἔτσι τὸ πρᾶμα, γιὰ νὰ σμίξουν οἱ δυὸ ἀρχιστράτηγοι.
Κι' αὐτὸ τοῦ τὸ εἶχε ζητήσει ὁ Κιουταχῆς.
Ταράχτηκε ὁ Καραϊσκάκης καθὼς εἶδε τὸν Κιουταχῆ μπροστά του.
Ἔβαλε τὸ χέρι στὸ σπαθὶ κ' εἶπε στὸ Χρηστίδη:
— Ὠρὲ Χρηστίδη, μὴ μᾶς κάνουν καμιὰ μπαμπεσά; [ἀπιστιά].
Τὸν καθησύχασε ὁ Χρηστίδης. Κι' ὁ Κιουταχῆς ὅμως ταράχτηκε,
καθὼς εἶδε τὸν Καραϊσκάκη. Χαιρέτησε ὁ Καραϊσκάκης τὸν Κιουταχῆ,
κατὰ τὴν τούρκικη συνήθεια [μὲ τὴν παλάμη στὸ στῆθος] καὶ κάθισε. Χαιρέτησε
κι' ὁ Κιουταχῆς μὲ τὸ κεφάλι, ἀγέρωχος, καὶ μίλησε πρῶτος ἀρβανίτικα:
— Τί κάνεις, Καραϊσκάκη; Ἔλπιζα νἀρθῇς στὰ Μπιτόλια νὰ μὲ προσκυνήσῃς
καὶ νὰ σοῦ δώσω ὅλα τὰ βιλαέτια, ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ὡς τὴν Ἄρτα.
— Ἐγὼ νὰ σὲ προσκυνήσω; τοῦ ἀποκρίνεται ὁ Καραϊσκάκης. Ἂν εἶσαι
Ρούμελη-Βαλεσῆς ἐσύ, εἶμαι κ' ἐγὼ Ρούμελη-Βαλεσῆς. Κι' ἂν ἤξερε ἡ
Διοίκησή μου ὅτι κρένομε [μιλᾶμε] τώρα μαζί, μὲ κρέμαγε κ' ἐμένα
καὶ δεκαπέντε χιλιάδες στρατέματα, ποὺ ἔχω στὴ Λεψίνα.
— Καὶ πῶς μπορεῖ νὰ σὲ κρεμάσῃ;
— Μήπως δὲ σὲ κρεμάει ἐσένα ὁ Σουλτάνος, ὅταν θέλῃ; Ναὶ ἢ ὄχι;
— Ναί, γιατὶ τὸν ἔχω βασιλιᾶ.
— Λοιπὸν μὲ κρεμάει κ' ἐμένα, γιατὶ τὴν ἔχω βασίλισσα!
Χαμογέλασε ὁ Κιουταχῆς. Σηκώθηκε πρῶτος κ' ἔφυγε ἀπὸ τὸ καράβι.
Τὴν ἄλλη μέρα ὁ Κιουταχῆς τοὔστειλε καφφέ, ζάχαρη καὶ καπνό. Ὁ
Καραϊσκάκης τοὔστειλε ἕνα φόρτωμα κρασί(1).
Θυμίζει συνάντηση Σαλαντίν και Ριχάρδου Λεοντόκαρδου!
ΑπάντησηΔιαγραφή