|
|
KΑΤΑ ΤΟ 1838 περιοδεύοντες οἱ Βασιλεῖς
εἰς Βόνιτζαν ἔφθασαν ἔξωθεν τῆς πόλεως ὅπου εἶχον συγκεντρωθῆ αἱ ἀρχαὶ
καὶ ὁ λαὸς ἵνα τοὺς ὑποδεχθῶσι. Μεταξὺ τοῦ λαοῦ ἦτο καὶ ὁ ἕνεκα γήρατος
καταστὰς τυφλὸς γέρο-προεστὸς Ἀναγ. Χαροκόπος διατελέσας πληρεξούσιος
καὶ βουλευτὴς κατὰ τὴν ἐπανάστασιν, καὶ ἀνῆκε πάντοτε εἰς τὸ κόμμα
τοῦ Κολοκοτρώνη. Οὗτος ἐφώναξεν ὅτι ἐπειδὴ δὲν βλέπει ἐπιθυμεῖ νὰ
ἐγγίξῃ τοὐλάχιστον τὸν Βασιλέα του. Τὴν ἀξίωσίν του ταύτην διεβίβασαν
εἰς τοὺς Βασιλεῖς οὗτοι δὲ διέταξαν ἵνα ὁδηγήσωσιν ἀμέσως τὸν γέροντα
πλησίον του, ἅμα δὲ ἀφιχθέντα ἔλαβον ἀνὰ μίαν τῶν χειρῶν του ἕκαστος
τῶν Βασιλέων. Ἐκ τῆς <φιλο>φρονήσεως ταύτης καταδηχθεὶς ὁ τῆς
Ἐπαναστάσεως ἀνὴρ ἀπέτεινε τὴν ἑξῆς προσλαλιὰν πρὸς τοὺς Βασιλεῖς:
— Νὰ δώσῃ ὁ Θεὸς νὰ ζήσετε πολὺ νὰ δοξασθῆτε καὶ νὰ ἀφήσετε κληρονόμους διὰ τὴν δόξαν τῶν Γονέων καὶ τὸ καλὸ τοῦ τόπου τούτου, ὁ ὁποῖος ἕως νὰ γίνῃ βασίλειον ὑπέφερε πολύ. Διὰ τοῦτο, Βασιλέα μου, νὰ ἔχῃς πάντα εἰς τὴν ἐνθύμησή σου κάμποσους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἐστάθησαν κεφαλὴ εἰς ἡμᾶς τοὺς ἄλλους εἰς τὸν ἀγῶνα, καὶ διὰ μὲν τοὺς πεθαμένους νὰ κάμετε ἓν μνημόσυνον κάθε χρόνον, ἐκείνους ὅπου ζοῦν ὅπως ὁ Κουντουριώτης, ὁ Γερο-Μπέης, ὁ Ζαΐμης, ὁ Κολοκοτρώνης νὰ τοὺς πάρῃς μαζί σου συμβούλους καὶ δὲν θὰ χάσῃς γιατὶ ἂν δὲν εἴχαμε αὐτοὺς καθὼς καὶ τοὺς ἀπεθαμένους Ὑψηλάντας, Μιαούλην, Μπότζαρην, Φλέσσαν, Καραϊσκάκην νὰ μᾶς ὁδηγήσουν, δὲν ἐτελειώναμε τὸ ἔργον ὅπου ἠρχίσαμεν.
Ὁ
Βασιλεὺς μὴ ἐννοῶν καλῶς τότε τὴν Ἑλληνικὴν καὶ ἡ Βασίλισσα μόλις ἐννοοῦσα
λέξεις τινὰς ἀντελήφθησαν τῆς προσλαλιᾶς τοῦ γέροντος Χαροκόπου διὰ
τοῦ Γενναίου ὅστις ὡς αὐλικὸς ἐγνώριζεν ὁπωσοῦν νὰ ἐννοῆται ὑπὸ
τοῦ Βασιλέως, ηὐχαρίστησαν λοιπὸν οἱ Βασιλεῖς ἀμφότεροι διὰ τοῦ ἰδίου
διερμηνέως τὸν γέροντα διὰ τὰς πατριωτικάς του εὐχὰς καὶ συμβουλάς.
Τότε ὁ γέρων προσέθηκε:
— Μαθαίνω ὅτι ἔχεις μαζί Σου Βασιλέα μου τὸν υἱὸν τοῦ Κολοκοτρώνη
Γενναῖον.
— Αὐτὸς ὅστις ὁμιλεῖ μαζί σου εἶναι ὁ Γενναῖος, τῷ εἶπεν ὁ παρευρεθεὶς
ἐκεῖ στρατηγὸς Κωνστ. Μπότσαρης. Τοῦτο ἀκούσας ὁ γέρων Χαροκόπος εἶπεν
ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν Γενναῖον:
— Ἐδῶ εἶσαι καὶ δὲν μοῦ ὁμιλεῖς τόσην ὥραν Μπαροῦνο!!!
Τὸ πλῆθος ἐγέλασεν εἰς τὴν ὕβριν «Μπαροῦνο».
Οἱ Βασιλεῖς δὲν ἠννόησαν διατί οἱ ἄνθρωποι ἐγέλασαν εἰς τὴν λέξιν
«Μπαροῦνο» καὶ ἐζήτησαν μετ' ὀλίγον εἰς τὸ γεῦμα ἐξηγήσεις, διὰ τῶν
ὁποίων ἔμαθον ὅτι ἐπὶ τῶν σταυροφοριῶν περιελθόντες οἱ τότε τιτλοφόροι
εἰς τὴν μεγαλυτέραν παραλυσίαν καὶ τινὲς καὶ πενίαν, ἔπραξαν τὰς μᾶλλον
ἀποτροπαίους, ρυπαρὰς καὶ ταπεινὰς πράξεις, ἑπομένως οἱ τίτλοι ἔμειναν
εἰς τὴν μνήμην τῶν Ἑλλήνων ὡς ἐπωνυμίαι μαρτυροῦσαι ἀνθρώπους ἀχρείους,
διὰ τοῦτο καὶ οἱ Ἕλληνες ὄχι μόνον δὲν ἐζήλωσαν νὰ τοὺς σφετερισθῶσι
ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀπονείμουσι εἰς τοὺς σκύλους ἢ τοὺς ἀνθρώπους οὓς θέλουσι
νὰ ὑβρίσωσι ἢ χλευάσωσι διὰ τῶν λέξεων «Μπαροῦνος» (βαρῶνος), «Κοματᾶς»
(κομητᾶς, κόμης), «Μαρχέζας» (μαρκήσιος), «Πρίτζιπας» (πρίγκηψ). Ἐκ τῆς
ἐξηγήσεως ταύτης ἠννόησεν ἡ Βασίλισσα διατί οἱ αὐλικοί της δὲν ἐδέχθησαν
τοὺς ὁποίους ἠθέλησε νὰ τοὺς ἀπονείμῃ τίτλους εὐγενείας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου