|
|
ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ εἶχε μόνο τρεῖς λέξεις. Τρεῖς ἁπλὲς λέξεις γραμμένες μὲ κεφαλαῖα γράμματα: «ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΝΟΗΜΑ». Αὐτὸ ἦταν τὸ μόνο γράμμα ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν πατέρα του. Πρῶτο καὶ τελευταῖο. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, δὲν τὸ ἔγραψε εἰδικὰ γιὰ κεῖνον. Τὸ ἔγραψε γενικά. Παραλήπτης ἡ ὑφήλιος. Αὐτὸς ὅμως τὸ πῆρε προσωπικά. Ὁ ἴδιος ὁ πατέρας του... δὲν ἦταν μικρὸ πράγμα. Εἶχε κλείσει τὰ δεκαοχτὼ ὅταν τοῦ τὸ εἶπε. Ἡ μάνα. Καιρὸ κρατοῦσε μέσα της αὐτὴ τὴν πέτρα. Χρόνια ὁλόκληρα. Στὴν ἀρχὴ ὁ πατέρας ἤτανε, λέει, στὰ καράβια. Πόσα χρόνια νὰ εἶναι ἕνας ἄνθρωπος στὰ καράβια; «Βασιλική, πές το τοῦ παιδιοῦ». Ἡ ἀδερφή της. «Τί περιμένεις; Νὰ τὸ ἀκούσει ἀπὸ τοὺς ἄλλους;» Καὶ τὸ παιδὶ μεγάλωνε μὲ τὸ παιχνίδι, μέσα σὲ πλαγιαστὰ βλέμματα καὶ ψιθύρους. «Ἴδιος ὁ μακαρίτης.» Κι ὕστερα, μὲ νόημα: «Ἀρκεῖ νὰ μὴν τοῦ μοιάσει καὶ στ' ἄλλα...».
Μιὰ μέρα τὸ ἀποφάσισε. «Τὸ καί τό, παιδί μου.» Ἡ Βασιλική. Τοῦ ἔδειξε
καὶ τὸ σημείωμα. Τοῦ ἔδειξε καὶ τὸ κλαδὶ ποὺ ἔδεσε τὴ θηλιά. «Τὸ κλαδὶ
τοῦ πατέρα.» Ἐκεῖνος δὲν εἶπε τίποτα. Μόνο πῆρε τὸ σημείωμα καὶ τὸ ἔβαλε
στὴν τσέπη. Ἔτσι, νὰ ἔχει κι αὐτὸς κάτι ἀπὸ τὸν πατέρα. Ἀργότερα τὸ
σημείωμα τσαλακώθηκε, τὸ ἔβαλε στὸ πορτοφόλι. Κάθε φορὰ ποὺ τὸ ἄνοιγε,
τὸ ἔβλεπε καὶ ἦταν σὰν νὰ ἔκανε μιὰ ἐπανάληψη. Σὰν κάποιος νὰ τοῦ εἶχε
βάλει μιὰ ἐργασία γιὰ τὸ σπίτι καὶ ἔπρεπε ἀνυπερθέτως νὰ τὸ μάθει ἀπέξω.
«ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΝΟΗΜΑ». Ἀργότερα, ἄνοιξε κλεῖσε τὸ πορτοφόλι, τὸ σημείωμα
ἄρχισε νὰ ξεθωριάζει. Ἀποφάσισε νὰ φύγει. Ταξίδεψε. Μετὰ ἄραξε
στὰ νησιά. Βρῆκε δουλειές, γνώρισε ἀνθρώπους, μίσησε, χάρηκε, λυπήθηκε.
Ὁ κόσμος γύριζε μὲ μεγάλες ταχύτητες. Στὸ κέντρο αὐτός. Ὅλα ἔτρεχαν
γύρω του, ὅλα ἄλλαζαν. Ἀκόμα καὶ μέσα στὸ πορτοφόλι του – κάρτες ἔμπαιναν
καὶ ἔβγαιναν, εἰσιτήρια, λεφτά. Πέρασαν πολλὰ λεφτὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ πορτοφόλι.
Ὅλα ἦταν ὄμορφα καί, κυρίως, ὅλα εἶχαν τὸ νόημά τους καὶ σὲ φώναζαν
νὰ τὸ ἀγγίξεις, νὰ τὸ βρεῖς. Ξαμολοῦσε τὶς πέντε αἰσθήσεις γιὰ θελήματα,
μὲ μία μόνη καὶ σταθερὴ παραγγελία: τὰ θέλω ὅλα καὶ τὰ θέλω τώρα. Ἦταν
τόσο ὡραῖο νὰ εἶσαι τὸ κέντρο τοῦ κόσμου!
Ἔπειτα ἐρωτεύτηκε, καὶ τὸ κέντρο τοῦ κόσμου ξαφνικὰ ἄλλαξε.Ἔγινε αὐτή. Τὸ σημείωμα στὸ πορτοφόλι ἦταν πάντα ἐκεῖ. Μόνο ποὺ συνέχισε νὰ ξεθωριάζει. Πρῶτα χάθηκε ἡ πρώτη λέξη, ἀντιστρέφοντας τὴ σημασία. «... ΕΧΕΙ ΝΟΗΜΑ». «Ἄ, ρὲ πατέρα, δὲν εἶχες δίκιο. Καθόλου δίκιο δὲν εἶχες» σκεφτόταν, κι ἔσφιγγε ἀκόμα πιὸ δυνατὰ στὴν ἀγκαλιά του τὸ κέντρο τοῦ κόσμου.
Ὅμως
αὐτὰ ἦταν παλιά. Ἡ σκέψη τους ἄφηνε μόνο μιὰ πικρὴ γεύση στὸν οὐρανίσκο.
Ἡ ὑφήλιος γύρισε πολλὲς φορὲς γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό της. Οἱ φυγόκεντρες
δυνάμεις τὸν ἔσπρωξαν, τὸν πέταξαν τόσο μακριά, ποὺ ἀναρωτιέται
ποιός τοῦ ἔστησε αὐτὸ τὸ παιχνίδι. Ποιός τοῦ σκάρωσε αὐτὸ τὸ κακόγουστο
ἀστεῖο – ἂν ἦταν ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός του ἢ κάποιος ἄλλος. Εἶδε τὸν κόσμο
ὅπως πραγματικὰ ἦταν. Ἄθλιος, μίζερος καὶ κακός. Εἶχε ὅμως ἀκόμη τὴ
δύναμη, κυρίως εἶχε τὴ θέληση νὰ τὸν ἀλλάξει. Σιγὰ-σιγά, λίγο-λίγο.
Πέρασαν χρόνια ἔτσι, μέσα σὲ αὐτὸ τὸ σιγὰ-σιγά, τὸ λίγο-λίγο. Αὐτὰ τὰ
δυό, τὸ σιγὰ καὶ τὸ λίγο, τοῦ ροκάνισαν ἀργὰ δύναμη καὶ θέληση. Τὴ
θέληση, κυρίως αὐτή. Χτυποῦσαν τὰ τηλέφωνα. Δὲν τὰ σήκωνε. Τώρα ἔμενε
σὲ τούτη τὴν καλύβα στὸν λόφο καὶ κοίταζε ἀπὸ τὸ νοτισμένο τζάμι τὸν
καιρό, καθισμένος στὸ μονὸ κρεβάτι, τὸ ἴδιο ὅπου ἡ Βασιλικὴ μιὰ μέρα
κοιμήθηκε δίχως νὰ ξυπνήσει. Τὸν εἰδοποίησαν. «Ἔλα, ἡ μάνα σου» τοῦ
εἶπαν. Δὲν τὴν πρόλαβε. Ἔφυγε ἔτσι αὐτή, χωρὶς σημειώματα.
Σηκώθηκε καὶ ἔκανε μερικὰ βήματα πρὸς τὸ παράθυρο. Ὁ καιρὸς
φαινόταν πραγματικὰ ἀγριεμένος. Καμιὰ δεκαριὰ μέτρα πιὸ πέρα, τὸ
μεγάλο πλατάνι, γυμνὸ ἀπὸ φύλλα, ἀπειλητικό. Τὸ μεγάλο κλαδί, τὸ
κλαδὶ τοῦ πατέρα, σὰν τεράστιο μπράτσο τεντωμένο, κόντευε νὰ ἀγγίξει
τὸ σπίτι. Τούτη τὴν ἄνοιξη μπορεῖ καὶ νὰ τὰ κατάφερνε. Νὰ τὸ φτάσει. Νὰ
τὸ πιάσει. Ὁ Φλεβάρης ἦταν στὰ τελευταῖα του. Δίσεχτο ἔτος. Ὁ χειμώνας
εἶχε μιὰ ὕστατη εὐκαιρία νὰ ἀποδείξει γιὰ πόσο τρομερὰ πράγματα ἦταν
ἄξιος. Καὶ ἦταν. Ὅλη τὴ νύχτα δούλευε. Κι ὅταν τὸ πρωῒ τῆς 29ης τραβήχτηκαν
τὰ σκοτάδια, τὸ τοπίο ἄστραψε λευκό, βουλιαγμένο στὸ χιόνι, ποὺ ἐξακολουθοῦσε
νὰ πέφτει πυκνό. Μικρές, ἀπειροελάχιστες νιφάδες, μικρὰ τίποτα χόρευαν
σὰν λιλιπούτειοι ἀλεξιπτωτιστές, ἀπιθώνοντας τὴν ἀνυπαρξία τους
πάνω στὴν ἐπιφάνεια τῶν ἀδιάφορων πραγμάτων. Ἀλήθεια, πόσο ζυγίζει
μιὰ νιφάδα; Τίποτα. Βράχια, δέντρα, σπίτια, ὅλα λευκά. Βγῆκε ἔξω
σπρώχνοντας μὲ δυσκολία τὴν πόρτα.Ἔκανε μερικὰ βήματα, βουλιάζοντας
ὣς τὴ μέση στὸ χιόνι. Ἔδειχνε εὔκολο, ἀλλὰ δὲν ἦταν. Δέκα μέτρα ὣς τὸν
πλάτανο τοῦ φάνηκαν αἰῶνες. Σταμάτησε νὰ πάρει μιὰ ἀνάσα. Ἔβγαλε
τὸ πορτοφόλι ἀπὸ τὴν τσέπη καὶ ἔψαξε τὸ σημείωμα. Φυσικὰ καὶ μποροῦσε
νὰ ξαναχρησιμοποιήσει τὸ ἴδιο. Εἶχε ξαναπατήσει τὰ γράμματα μὲ τὸ
στιλό, καὶ τώρα οἱ τρεῖς λέξεις ἔδειχναν σὰν νὰ πρωτογράφτηκαν ἐκείνη
τὴ στιγμή. Σήκωσε τὸ κεφάλι του ψηλά. Τὸ μεγάλο κλαδί, μὲ ὅλο αὐτὸ τὸ
χιόνι ποὺ εἶχαν ἀποθέσει οἱ νιφάδες πάνω του, φάνταζε σὰν τέρας,
φορτωμένο μὲ χιλιάδες, ἑκατομμύρια νιφάδες. Τὶς παρακολουθοῦσε
πῶς ἔπεφταν, σὰν τρελὲς μὲ τὸ ἀνύπαρκτο βάρος τους. Τοῦ θύμισαν τὴ ζωή
του, μὲ τὰ μικρὰ καὶ τὰ μεγάλα περιστατικά της ὅλα τόσο μηδαμινά,
τόσο τιποτένια, ὑπερεκτιμημένα, σὰν αὐτὲς τὶς νιφάδες δίχως ὑπόσταση,
ποὺ ἦταν σὲ λίγο καταδικασμένες νὰ λιώσουν καὶ νὰ ἐξαφανιστοῦν, δίχως
νὰ ἀφήσουν ἴχνη πίσω τους.
Τότε ἔγινε τὸ ἀπρόσμενο: τὸ μεγάλο κλαδί, ἐκεῖνο τὸ κλαδὶ ποὺ
ἔδειχνε νὰ τὸν περιμένει μὲ μιὰ ἀπίστευτη σιγουριά, γραμμένη ἴσως
σὲ ἕνα στραβὸ ἀπειροελάχιστο γονίδιο ποὺ περνάει ἀπὸ πατέρα σὲ
γιό, σωριάστηκε ξαφνικὰ μὲ ἕναν τρομερὸ θόρυβο ἐκεῖ, δυὸ μέτρα
μπροστά του. Ἑκατοντάδες, χιλιάδες μικρὲς νιφάδες πάνω σε αὐτὸ τὸ
κλαδὶ περίμεναν αὐτὴ τὴ μία, τὴν καθοριστική, αὐτὴ ποὺ ἔκανε τὴ διαφορά.
Ἔμεινε λίγη ὥρα ἔτσι, νὰ τὸ παρατηρεῖ ἀποσβολωμένος.
Σὰν ζαλισμένος ἀκολούθησε ἀνάποδα τὸ μικρό, τὸ λίγων μέτρων
μονοπάτι ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε χαράξει μὲ τόση δυσκολία. Ἡ ἐπιστροφὴ ἦταν
πιὸ εὔκολη. Πολὺ πιὸ εὔκολη. Μπῆκε στὸ σπίτι, ἀκούμπησε τὸ σχοινὶ πάνω
στὸ τραπέζι καὶ κάθισε στὴν καρέκλα, ποὺ ἦταν σὰν νὰ μὴν πίστευε καὶ ἡ
ἴδια στὰ μάτια της. Ἔμεινε ἐκεῖ καθισμένος πολλὴ ὥρα. Τὸ κουδούνισμα
τοῦ τηλεφώνου τὸν συνέφερε. Ἔτρεξε νὰ τὸ σηκώσει.
— Ἐμπρός!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου